Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Αρμενο-τουρκική "συμφιλίωση"

Με 2-0 νίκησε η Εθνική Τουρκίας την Εθνική Αρμενίας στην Προύσσα, παληά πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε έναν αγώνα πούπρεπε να συμβολίζει τη «συμφιλίωση», άρχισε όμως με τους Τούρκους φιλάθλους να σφυρίζουν τον αρμενικό εθνικό ύμνο.

Το πραγματικό πολιτικο-διπλωματικό σκορ είναι πολύ μεγαλύτερο υπέρ της Τουρκίας. Ο Αρμένιος ηγέτης Σερζ Σαρκισσιάν έπαιξε το κεφάλι του «κορώνα-γράμματα», συνάπτοντας μια συμφωνία αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων Τουρκίας-Αρμενίας, που η ελβετική Basler Zeitung χαρακτήρισε ως την «παράδοση μιας μικρής και φτωχής χώρας». «Ξεχάστηκε η γενοκτονία», «πρώτο ολοκάυτωμα του 20ού αιώνα», επισημαίνει ο κορυφαίος Βρετανός σχολιαστής Ρόμπερτ Φισκ στον Independent, μιλώντας για φρίκη και προδοσία, προτού ευχηθεί στους Υπουργούς να μην τρέξει «το αίμα από τις πένες τους». Κατά την τουρκική Zaman, ο ASALA, υπεύθυνος για τη δολοφονία δεκάδων Τούρκων αξιωματούχων, ανακοίνωσε την έναρξη «τρίτου κύκλου αγώνα», ενώ διαδηλώσεις διαμαρτυρίας έγιναν στο Γερεβάν και τα κέντρα της διασποράς. (Σύμφωνα με τις διαθέσιμες, αν και αγνώσου εγκυρότητας δημοσκοπήσεις, εναντίον της αρμενο-τουρκικής συμφιλίωσης τάσσεται το 52% των κατοίκων της Αρμενίας. Αναμένεται ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο μεταξύ των Αρμενίων της διασποράς).

Με τη συμφωνία, η Αρμενία παραιτείται ουσιαστικά από την απαίτησή της να αναγνωρίσει η ‘Αγκυρα τη σφαγή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία περισσοτέρων του ενός εκατομμυρίου Αρμενίων, που ήταν μέχρι τώρα προϋπόθεση για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων.Το θέμα της γενοκτονίας παραπέμπεται σε μια υποεπιτροπή των δύο χωρών που θα το «μελετήσει» στη βάση των αρχείων για να συντάξει πόρισμα. Η ‘Αγκυρα βλέπει έτσι να αίρεται, χωρίς μεγάλο κόστος, ένα βασικό εμπόδιο, μαζί με το κυπριακό και το κουρδικό, στην ενταξιακή πορεία της προς την ΕΕ. Υπονομεύεται επίσης η προσπάθεια του αρμενικού λόμπυ στην Ουάσιγκτον να υιοθετηθεί από το αμερικανικό Κονγκρέσο απόφαση αναγνώρισης της γενοκτονίας, που συνιστούσε προεκλογική υπόσχεση του Ομπάμα.

Το Ερεβάν απεμπολεί ένα ισχυρότατο ηθικο-πολιτικό όπλο που διέθετε, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την υπόσχεση ανοίγματος των συνόρων της Τουρκίας με την περίκλειστη και πάμφτωχη Αρμενία, που παραμένουν κλειστά από το 1993. Το άνοιγμα όμως των συνόρων συνιστούσε αυτοτελή υποχρέωση της Τουρκίας από το διεθνές δίκαιο, που δύσκολα θα μπορούσε να παρακάμψει στα πλαίσια της ενταξιακής πορείας. Γι’ αυτό η τουρκοαρμενική συμφωνία επικρίθηκε ως λεόντειος από την αρμενική αντιπολίτευση, ή και ως «προδοσία» από ορισμένους εκπροσώπους της διασποράς, απευθείας απογόνου των σφαγιασθέντων. ‘Οπως σημειώνει ο Αρμέν Αϊβαζαριάν, διευθυντής στρατηγικού ινστιτούτου στο Ερεβάν, «φανταστείτε μια αμετανόητη ναζιστική Γερμανία να ζητά «επιτροπή ιστορικών» για να συζητήσει περί Ολοκαυτώματος».

Αν υπάρχει κάτι που σφράγισε τη συνείδηση του 20ού αιώνα ήταν η γενοκτονία, σε φρικτές συνθήκες, ενός έως ενάμισυ εκατομμυρίου Αρμενίων από τους Οθωμανούς. Τη γενοκτονία αυτή επικαλέσθηκε ο Χίτλερ για τη δική του πολιτική, με μια φράση που έμεινε έκτοτε ιστορική: «Και ποιός θυμάται τους Αρμένιους;». Η αρμενική γενοκτονία έχει αναγνωρισθεί από την παγκόσμια κοινότητα των ιστορικών και αρκετά κοινοβούλια μεταξύ των οποίων η Βουλή των Ελλήνων. Μόνο η ίδια η Τουρκία αρνείται ότι επρόκειτο περί γενοκτονίας, αμφισβητεί τον αριθμό των σφαγιασθέντων και, κατά καιρούς, έχει διώξει ποινικά όσους είχαν αντίθετη άποψη, κατηγορώντας τους για προσβολή του «τουρκισμού».

Στην ‘Αγκυρα δεν έφτανε ο διπλωματικός θρίαμβος που κατήγαγε με τη σύναψη της συμφωνίας. Μόλις πήρε αυτό που ήθελε, πριν καλά-καλά υπογραφεί η συμφωνία, άρχισε να προσθέτει νέους όρους! Στην ομιλία που ετοίμασε για την τελετή υπογραφής στη Ζυρίχη, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου ζήτησε επιπλέον την αποχώρηση των αρμενικών δυνάμεων από το Καραμπάχ, περιοχή κατοικούμενη κατά πλειοψηφία από Αρμενίους που κήρυξε εδώ και είκοσι χρόνια την ανεξαρτησία της από το Αζερμπαϊτζάν. Εκεί που οι Αρμένιοι ετοιμαζόντουσαν να κάνουν την μείζονα παραχώρηση, αποσύροντας ουσιαστικά τις απαιτήσεις αναγνώρισης από την ‘Αγκυρα, κινδύνευαν επιπλέον να βρεθούν εκείνοι κατηγορούμενοι για κατοχή ξένων εδαφών. Ο Αρμένιος Υπουργός Εξωτερικών κατάλαβε την παγίδα και αρνήθηκε να υπογράψει. Υπέκυψε όταν, στις τρίωρες πιέσεις της αμερικανίδας Υπουργού Εξωτερικών, ήρθε να προστεθεί, όπως γράφει η ρωσική Κομερσάντ, ένα σημείωμα του Ρώσου Υπουργού Λαβρώφ, «υπέγραψε και φεύγα»! Η Χίλλαρυ πήγε περίπου «σηκωτό» τον Αρμένιο Υπουργό να υπογράψει, σε μια σκηνή που θύμισε στους παληότερους πως υποχρέωσε η Ελλάδα των Καραμανλή-Αβέρωφ τον Μακάριο να υπογράψει τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου (ή η Ολμπράιτ την κυβέρνηση Σημίτη να δεχθεί τη συμφωνία της Μαδρίτης). Ο Νταβούτογλου δέχθηκε να μην εκφωνήσει την ομιλία, την επόμενη μέρα όμως επανέφερε πανηγυρικά τις απαιτήσεις της ‘Αγκυρας ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν.

Αν η συμφωνία συνιστά θρίαμβο της τουρκικής διπλωματίας, διπλωματικοί αναλυτές τη θεωρούν και πολύ μεγάλη, ιστορική, αν και εισέτι εύθραυστη επιτυχία της αμερικανικής στρατηγικής στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Κεντρική επιδίωξη της Ουάσιγκτον μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ είναι η απορρόφηση στη δυτική ζώνη επιρροής των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Η «διείσδυση» στην Αρμενία μπορεί να ανοίξει ακόμα έναν δρόμο, πέραν του Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν, νοτιότερο και ασφαλέστερο, για τη διοχέτευση των υδρογονανθράκων του πρώην σοβιετικού νότου μέσω Τουρκίας, συμβάλοντας στην απομάκρυνση των πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών από τη Μόσχα. Η εμπέδωση της δυτικής επιρροής στη νότιο Υπερκαυκασία, αφενός απωθεί τη Ρωσία προς βορρά, αφετέρου συγκροτεί ένα στρατηγικό «διάδρομο» επέμβασης εναντίον του Ιράν, «διάδρομο» που παρεμβάλλεται μεταξύ Μόσχας και Τεχεράνης.

Απογοητευμένο από την κατάσταση της χώρας, με οικονομικά συμφέροντα που το δένουν με Τουρκία και Δύση, ένα τμήμα της ιθύνουσας αρμενικής «ελίτ» προφανώς ελπίζει σε προσέγγιση, μέσω Τουρκίας, με την ΕΕ, ενδεχομένως και σε μελλοντική ένταξη, που πρωθείται άλλωστε ενεργά για το σύνολο της Υπερκαυκασίας, παράλληλα με ένταξη στο ΝΑΤΟ, από τον «ατλαντικό άξονα» της ΕΕ. Αυτά δεν θα αρκούσαν όμως, αν δεν συνέτρεχε και η ρωσική πίεση προς το Γερεβάν.

Παρά την «ανόρθωσή» της επί Πούτιν, η Μόσχα δεν έχει καταφέρει να επεξεργασθεί συγκροτημένη πρόταση ή ελκυστικό παράδειγμα για τον πρώην σοβιετικό χώρο, όπου βασικά απλώς αμύνεται ενστικτωδώς στις προσπάθεις ΗΠΑ και άλλων να τον «λεηλατήσουν» στρατηγικά. Το καθεστώς Πούτιν επιπλέον, ναι μεν δεν αποδέχεται τους εξευτελιστικούς όρους, υπό τους οποίους οι δυτικοί επεδίωκαν την ρωσική ένταξη στο διεθνές σύστημα, δεν είναι όμως διατεθειμένο, ούτε έχει την ιδεολογία για να αντιπαρατεθεί στη Δύση διεξάγοντας νέο «Ψυχρό Πόλεμο».

Πέραν των τεραστίων οικονομικών συμφερόντων που τη συνδέουν με την τουρκική αγορά, η Μόσχα τρέφει τώρα την ελπίδα «εγκάρδιας συνεννόησης» με μια ‘Αγκυρα που επιδεικνύει όλο και περισσότερο αυτονομία και ανεξαρτησία. Ελπίζει να αποσπάσει την Τουρκία από τον παραδοσιακό ρόλο «ατζέντη» αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Ανταποκρίθηκε στα εντυπωσιακά ανοίγματα του Ερντογάν, αντιμετωπίζοντας και τον αισθητό, μετά το φθινόπωρο 2008, φόβο της κυβέρνησης Καραμανλή, να ολοκληρώσει αποφασιστικά την ελληνορωσική προσέγγιση. Δεν είναι λίγοι στη Μόσχα, ιδίως μεταξύ των στρατιωτικών, που διαφωνούν με την νέα πολιτική του Κρεμλίνου, υπενθυμίζοντας την πάγια γεωπολιτική αντίθεση Τουρκίας-Ρωσίας και υποστηρίζοντας ότι αυτή η πολιτική θυσιάζει στρατηγικές θέσεις για τακτικά ωφέλη, αλλά δεν επικρατεί η άποψή τους αυτή την περίοδο. Και ως συνήθως, στις εποχές ρωσο-τουρκικής προσέγγισης, όπως συνέβη και επί Νικολάου του Β’ και επί Λένιν, το κόστος της ρωσο-τουρκικής προσέγγισης κινδυνεύουν να το πληρώσουν οι «μικροί», ενδιάμεσοι λαοί, εστω και αν απεδείχθησαν ιστορικά πολύ πιο αξιόπιστοι, και εν τέλει χρήσιμοι σύμμαχοι της Μόσχας.

Σε ότι αφορά τα ελληνικά συμφέρον7τα, υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών επισημαίνουν με μεγάλη ανησυχία ότι, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία διαμορφώνεται ένα τόσο δυσμενές για την Αθήνα στρατηγικό περιβάλλον, ένα είδος «στρατηγικής ασφυξίας». Η ‘Αγκυρα έχει, κατά τρόπο πρωτοφανή, πολύ καλύτερες σχέσεις από την Αθήνα και με την Ουάσιγκτον και με τη Μόσχα και με τον αραβομουσουλμανικό κόσμο! Ταυτόχρονα, η ελληνική υποστήριξη προς την τουρκική ένταξη δεν προκαλεί ενθουσιασμό σε Βερολίνο-Παρίσι. Που μάλιστα, αν πουν τελικά όχι στην Τουρκία, με την Ελλάδα να λέει ναι, μπορεί να «χρυσώσουν το χάπι» της άρνησής τους ενισχύοντας τις τουρκικές θέσεις στο κυπριακό και Αιγαίο.

περιοδικό "Επίκαιρα", 30.10.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.