Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Με την ψήφο του, στις 6 Μαίου, ο ελληνικός λαός μπήκε ξανά στο προσκήνιο της πολιτικής ιστορίας του, από κει που τον είχαν αποκλείσει και εξορίσει τα δύο μεταπολιτευτικά κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, υπεύθυνα για την καταστροφή, λεηλασία και προδοσία της Ελλάδας.
Μετά τις μεγαλειώδεις, πλην αναποτελεσματικές διαδηλώσεις-εξεγέρσεις του Μαίου 2010, του Ιουνίου και του Οκτωβρίου 2011, του Φεβρουαρίου 2012, οι εκλογές του Μαίου επιβεβαίωσαν τη σταδιακή αποκρυστάλλωση ενός ισχυρού λαϊκού ρεύματος που είναι αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όποιο πολιτικό εργαλείο βρίσκει στο δρόμο του και όποια δυνατότητα έχει για να διακόψει την πορεία εθνικής καταστροφής στην οποία έβαλαν την Ελλάδα τα Μνημόνια και οι Δανειακές, εργαλεία μετατροπής της χώρας σε «αποικία των αγορών», αλλά και γενοκτονίας του ελληνικού λαού.
Μια σαφής λαϊκή πλειοψηφία τάσσεται σήμερα υπέρ της διακοπής της μνημονιακής τροχιάς, αλλά και υπέρ της αντικατάστασης των δύο κομμάτων εξουσίας της μεταπολίτευσης, που θεωρούνται δικαιολογημένα ως υπεύθυνα της καταστροφής, λεηλασίας και εντέλει προδοσίας της χώρας. Ο ελληνικός λαός, τελείως φυσιολογικά, αντιλαμβάνεται ότι το σπίτι του έχει πιάσει φωτιά και το πρώτο που σκέφτεται να κάνει είναι να απομακρύνει τον φύλακα που την έβαλε.
Οι λόγοι που πρέπει να απομακρυνθεί το πολιτικό προσωπικό που διοίκησε τη χώρα μετά τη μεταπολίτευση είναι όλοι πολύ σοβαροί. ‘Ενας από αυτούς είναι ότι αυτό το προσωπικό διαχειρίζεται την «κλεπτοκρατία» και χωρίς ανατροπή αυτού του συστήματος, είναι αδύνατο να διασωθεί η Ελλάδα, ακόμα κι αν ξαφνικά έπαυε να έχει πρόβλημα εξωτερικής χρηματοδότησης και Μνημονίων/Δανειακών Συμβάσεων. ‘Ενας δεύτερος είναι ότι έχοντας λεηλατήσει, οι πολιτικοί μας είναι άμεσα εκβιάσιμοι. Η σκληρή δίωξη του ‘Ακη και της οικογένειάς του χρησιμεύει και ως παραστατική υπενθύμιση του τι μπορεί να περιμένει τους δωροδοκημένους πολιτικούς μας, αν επιδείξουν «απειθαρχία» στους πολυάριθμους διεθνείς «νταβατζήδες», που περιφέρονται και κοντεύουν να «τρακάρουν» μεταξύ τους, στην προσπάθεια να ελέγξουν και να λεηλατήσουν την καθημαγμένη και καταπροδομένη χώρα των Ελλήνων.
Ναι μεν αλλά
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό υποκείμενο με ένα μίνιμουμ δυνατοτήτων, είχε εγκαίρως προσανατολισθεί στην κατάληψη της εξουσίας με πρόγραμμα τη διακοπή των μνημονίων και την αναγέννηση της χώρας, και αν είχε κάνει όλα όσα απαιτεί μια τέτοια επιδίωξη, θα είχε ήδη κερδίσει με μεγάλη πλειοψηφία τις εκλογές. Το ίδιο ασφαλώς θα συνέβαινε αν είχε συμπηχθεί ένα ευρύ μέτωπο των δυνάμεων που λένε ότι είναι κατά του μνημονίου. Δεν θα χρειαζόταν να πάμε σε επαναληπτικές εκλογές και θα είχαμε δυνάμεις ήδη κάπως προετοιμασμένες για το τιτάνιο έργο ανόρθωσης της χώρας.
Στην πραγματικότητα όμως και μια μερίδα του ελληνικού λαού και, πολύ περισσότερο, η πολιτική του «ελίτ», από την αριστερά μέχρι τη δεξιά, αρνούνται ακόμα και σήμερα να αναγνωρίσουν και το βάθος της, προϋπάρχουσας του Μνημονίου, καθολικής εθνικής κρίσης του μοντέλου του επιδοτούμενου «κλεπτοκρατικού καπιταλισμού» και τη ριζοσπαστικότητα του μνημονιακού προγράμματος, ελληνικού ισοδύναμου της Συνθήκης των Βερσαλλιών ή του προγράμματος Μοργκεντάου. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και, όπως ο καρκινοπαθής αποφεύγει να ρωτήσει το γιατρό τις ερωτήσεις που θα τον πείσουν για τον θανατηφόρο χαρακτήρα της αρρώστιας του, έτσι και πολλοί ‘Ελληνες, αν και μειώνεται ταχέως ο αριθμός τους, εξακολουθούν να ελπίζουν αν όχι σε κάποιο θαύμα που θα σώσει τη χώρα, τουλάχιστο σε κάποιο θαύμα για τους ίδιους.
Οι περίπλοκες διαδρομές της προδοσίας
Στις αυταπάτες προστίθεται η ιδιοτέλεια, ατομική, «ταξική» ή κομματική, το συμφέρον αναπαραγωγής (εξαιρετικά ανεπαρκών επιπλέον) κομματικών γραφειοκρατιών. Αν δεν συγκροτήθηκε στην Ελλάδα ευρύ και αποτελεσματικό ενιαίο αντιμνημονιακό μέτωπο είναι κυρίως γιατί, η μη συγκρότησή του, με την επίκληση διαφόρων προσχημάτων και δικαιολογιών, ήταν ο πιο «άνετος» τρόπος να λένε πολλοί ότι είναι κατά του Μνημονίου, χωρίς πρακτικά να το αντιστρατεύονται. Και, επιπλέον, γιατί πολλοί θέλουν να περιοριστούν στο θέμα του Μνημονίου, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα τα αδικαιολόγητα προνόμια που είχαν στο καταρρεύσαν σύστημα του «κλεπτοκρατικού καπιταλισμού», ακόμα και ως αντιπολιτεύσεις.
Αυτή είναι η εξήγηση γιατί σχήματα όπως το ΚΚΕ, η ΔΗΜΑΡ, ακόμα και «αριστεριστές» όπως οι του ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή διάφοροι απερίγραπτοι «επαναστάτες μαρξιστές», αρνούνται πεισματικά οποιοδήποτε μέτωπο υπεράσπισης του ελληνικού λαού και σωτηρίας της χώρας του. ‘Η, ακόμα και στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεσηκώθηκαν μόλις ο Τσίπρας υπαινίχθηκε ότι θα μπορούσε να στηριχθεί και σε ψήφους των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», αν του χρειάζονταν για να σχηματίσει αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Η δήλωση αυτή, ειρήσθω εν παρόδω, μπορεί να προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, αλλά τον οδήγησε ένα βήμα πριν από την πρώτη θέση. Γιατί το «ασυνείδητο μυαλό» των ψηφοφόρων πιάστηκε από την ελπίδα ότι αυτός ο «νεαρός» μπορεί να θέλει όχι μόνο να μιλάει αλλά και να εννοεί πρακτικά αυτά που λέει. (1)
Με την ευκαιρία, είναι κάπως αστείο ή και τραγικό, να βλέπει κανείς διάφορους θεματοφύλακες του «μαρξισμού» ή του «λενινισμού» να αγνοούν παντελώς την ιστορική εμπειρία και του ρωσικού και του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος, αλλά και της ελληνικής αριστεράς. Αγνοούν την ιδιαίτερη επιμονή του Λένιν σε μια ευρύτατη πολιτική συμμαχιών «και με τον διάβολο και με τη γιαγιά του ακόμα» με τις πιο ιδεολογικά ετερόκλιτες και αντίθετες ακόμα δυνάμεις, στη βάση της αρχής «χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χωριστά». Αυτό δεν ήταν μια έξυπνη τακτική μόνο, ήταν η αναγνώριση της ανάγκης η «τάξη» στην οποία απευθύνονταν οι Μπολσεβίκοι, αναπόφευκτα ποικίλων επιπέδων «συνείδησης», να μάθει μέσα από την εμπειρία των αγώνων της και το τι θέλει και πως θα το πετύχει και ποιές είναι οι δυνάμεις που αγωνίζονται ειλικρινά στο πλευρό της. Αντίθετα με τη Ρωσία, η «υπεραριστερή», «υπερεπαναστατική» πολιτική, η αναγόρευση των Σοσιαλιστών σε κύριο αντίπαλο, όπως σήμερα ο Ριζοσπάστης αναγορεύει τον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερο εχθρό του, πολιτική που επέβαλε ο Στάλιν στο Γερμανικό ΚΚ οδήγησε στη νίκη του Χίτλερ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. ‘Όπως η αποχή που επέβαλε ο Ζαχαριάδης στην ελληνική αριστερά το 1946, οδήγησε στον εμφύλιο και στη συντριβή της. Στον «αριστερισμό», ο Λένιν έβλεπε το 1919 την «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», στη συνέχεια όμως η αρρώστια άρχισε να γίνεται μάλλον «εκφυλιστική», «γεροντική» και στο τέλος κατέληξε ο πιο άνετος δρόμος για την προδοσία.
Αυτές όλες οι αντιφάσεις στην κοινωνία και το πολιτικό εποικοδόμημα εκφράζονται και στην αμφισημία του εκλογικού αποτελέσματος, που αντανακλά μεν το ‘Όχι στο Μνημόνιο, αλλά και τη δυσκολία να αποτυπωθεί το Ναι. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να γίνει πρόβλεψη για το εκλογικό αποτέλεσμα. Η Ελλάδα ταλαντεύεται ακόμα ανάμεσα στο Χτες που πρέπει να απορρίψει, επί ποινή θανάτου της, και σε ένα Αύριο που την φοβίζει, καθώς διαισθάνεται την τραγική έλλειψη προετοιμασίας των λίγων δυνάμεων που μοιάζουν διατεθειμένες να τολμήσουν να αποπειραθούν τη σωτηρία της.
ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας
Παιδί του Μνημονίου, το ρεύμα των αγανακτισμένων Ελλήνων που θέλει να αντισταθεί ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ στην προτιμώμενη αντιμνημονιακή λύση, αυτήν που περισσότεροι ‘Ελληνες θεωρούν ως την πλέον έλλογη, δημοκρατική, κοινωνικά ευαίσθητη και ευρωπαϊκή.
Το ρεύμα μας προϊδέασε και για τις πιθανές άλλες τροχιές που μπορούν να πάρουν τα πράγματα. ‘Όπως θα μπορούσε να είναι μια απότομη, χωρίς πρόγραμμα ρήξη με την ΕΕ, που θα είχε ως κύριο αποτέλεσμα να πέσει η Ελλάδα στα χέρια άλλων γεωπολιτικών δυνάμεων που θέλουν να την κάνουν προτεκτοράτο τους. Ο Καμμένος θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιηθεί για αυτό. Μια τελευταία εκδοχή είναι η εκδοχή της τυφλής, βίαιης εξέγερσης, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελικά για την επιβολή ενός αυταρχικού, δικτατορικού καθεστώτος, που απαιτεί εντέλει η φτωχοποίηση των Ελλήνων. Προς το παρόν όμως κινούμαστε στον αστερισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Τσίπρας τετραπλασίασε το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (την ίδια ώρα που η Χρυσή Αυγή το αύξαινε κατά δεκάδες φορές) γιατί μπόρεσε, καθοδηγούμενος από το αναμφισβήτητο πολιτικό του ένστικτο σε μια «επικοινωνία» που ανταποκρινόταν στις πολιτικές ανάγκες του ελληνικού λαού. ‘Εγινε ο φορέας της ελπίδας, ακριβώς γιατί δεν είχε τα «λάθος μπαγκάζια», τις προκαταλήψεις και ιδεοληψίες ενός και παρωχημένου και κακοχωνεμένου «μαρξισμού», που η παραδοσιακή αριστερά συχνά χρησιμοποιεί ως άμυνα κατά της πραγματικότητας και μέσο απομείωσης των προσδοκιών που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει.
Ο Τσίπρας εκπροσωπεί μια γενηά νέων και μορφωμένων Ελλήνων που θέλουν να αφήσουν το αποτύπωμά τους στη χώρα, αλλά και την πρώτη γενηά της αριστεράς, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, που δεν διακατέχεται από την «ψυχολογία της ήττας» και το «σύνδρομο της αποτυχίας». Αντιλαμβάνεται επίσης, πολύ περισσότερο από όσο ομολογεί, τη θεμελιώδη σημασία του πατριωτισμού για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας, ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, υποκείμενη παγίως στην έντονη πίεση του διεθνούς περιβάλλοντος και της μεταμορφούμενης, αλλά πάντα παρούσας, πολυπλόκαμης και απειλητικής σκιάς της «Αυτοκρατορίας».
Μερικοί τον συγκρίνουν με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές ότι η ίδια η κοινωνία ζητάει από τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένα είδος «καλού ΠΑΣΟΚ» (αυτό που υποσχόταν κι ο Κώστας Καραμανλής το 2004). Πέραν όμως των αξιοσημείωτων διαφορών ανάμεσα στα πρόσωπα Παπανδρέου και Τσίπρα, υπάρχει και μια ακόμα θεμελιώδης διαφορά, που κάνει τα πράγματα πολύ δυσκολότερα για τον σημερινό ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται στο κέντρο της ελληνικής πολιτικής, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα απέχει πιθανώς εβδομάδες ή μήνες από ένα «ατύχημα» τύπου κατάρρευσης κρατικών εσόδων, αδυναμίας πληρωμών, φορτωμένη νομικο-πολιτικά με τις υποχρεώσεις ενός προγράμματος που δεν έχει όμοιό του στην ιστορία της αποικιοκρατίας, χωρίς προετοιμασία και το στελεχιακό δυναμικό που χρειάζεται, χωρίς διεθνείς συμμαχίες. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο σοσιαλδημοκρατικής αναδιανεμητικής πολιτικής, αντίθετα, η χώρα οδεύει προς κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τη σκληρότερη και δυσκολότερη διαπραγμάτευση στην ιστορία της.
O κ. Τσίπρας δεν θα προλάβει να πάρει ούτε ανάσα προτού βρεθεί αντιμέτωπος με εξαιρετικά περίτεχνες προσπάθειες έμμεσης χειραγώγησης ισχυρών ξένων δυνάμεων, αντιμέτωπος με σαμποτάζ και πόλεμο στο εσωτερικό, αναγκασμένος να οργανώσει μια σύγκρουση με τη Γερμανία, που να οδηγήσει αν γίνεται σε αξιοπρεπή, έστω και οδυνηρό συμβιβασμό και να μη γίνει ανεξέλεγκτη, χρησιμοποιούμενη από εξωευρωπαϊκές γεωπολιτικές και οικονομικές δυνάμεις. Τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, αν κερδίσει τις εκλογές, τον έχουν υπολογίσει ένα εξάμηνο, πιθανώς με τη χώρα να του «σκάει στα χέρια» και την αριστερά να καταστρέφεται. Αν οι Γαλλογερμανοί μοιάζουν να ελπίζουν ακόμη στην πολιτική επιβίωση του μνημονιακού μπλοκ, οι πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις του χρήματος και των ΗΠΑ ίσως προσανατολίζονται στο πως θα χρησιμοποιήσουν μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον και της ελληνικής αριστεράς και της Ευρώπης.
Για να αντιμετωπίσει με σχετική επιτυχία μια τέτοια πρόκληση ή τουλάχιστον να αποφύγει μια μείζονα τραγωδία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να μεταμορφωθεί η ίδια, αν μπορεί, και να το πράξει με την ταχύτητα του φωτός. Να ανακαλύψει τη χαμένη στη χώρα αυτή σοβαρότητα και τις αρετές του προγραμματισμού, να επιστρατεύσει όλες τις πατριωτικές δυνάμεις του έθνους, ανθρώπους με φαντασία, ατσάλινη αποφασιστικότητα και σοβαρή τεχνοκρατική επάρκεια, να ζητήσει βοήθεια και συνδρομή από όσες δυνάμεις διεθνώς μπορεί να βρει και να κινητοποιήσει, να απεκδυθεί της απαίτησης του γραφειοκράτη να ασκεί εξουσία για λογαριασμό του μηχανισμού. Χρειάζεται να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό, να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλατύ δημοκρατικό κίνημα για τη σωτηρία του λαού και της χώρας, να πει καθαρά την αλήθεια στους ‘Ελληνες και να τους κινητοποιήσει. Και να τα κάνει όλα αυτά άμεσα, χτες αν ήταν δυνατό. Τα σφάλματα είναι αναπόφευκτα σε μια τέτοια πορεία, σημασία έχει να μην είναι στρατηγικά και να δίνουν την αφορμή για γρήγορη εκμάθηση και διόρθωση. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει τα πρώτα του βήματα από το χώρο τα επικοινωνίας στο χώρο της πολιτικής, η Ελλάδα μπαίνει από τον χώρο της πολιτικής στον χώρο της ιστορίας
Μοιάζει περίπου με θαύμα αυτό που ζητάμε, θα πείτε ίσως. Δεν μπορούμε όμως να μη ζητήσουμε ένα τέτοιο «θαύμα», γιατί αυτό ακριβώς απαιτούν οι περιστάσεις. Οι εναλλακτικές που έχουμε, με τα σημερινά δεδομένα, είναι απολύτως καταστροφικές. Είναι είτε η συνέχιση της διακυβέρνησης από το κόμμα της διαφθοράς, της διαπλοκής και του μνημονίου, που οδηγεί στην αυτοκτονία της Ελλάδας, είτε η καταστροφή της χώρας και της δημοκρατίας της.
Πριν δολοφονηθεί, γιατί δεν δέχτηκε να φύγει από το Βερολίνο τη στιγμή που κατέστελαν την εργατική εξέγερση, μια από τις αξιολογότερες μορφές του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έγραψε μια δριμύτατη κριτική της Ρωσικής Επανάστασης και των πολιτικών επιλογών των Μπολσεβίκων. Κατέληγε τονίζοντας: «αυτοί όμως, τουλάχιστο, τόλμησαν»
23 Mαίου 2012
Konstantakopoulos.blogspot.com
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nexus, τεύχος Ιουνίου 2012
(1) Ο Καμμένος, παρά το θάρρος που επέδειξε αντιτασσόμενος στα Μνημόνια και στο κόμμα του, δεν απέδειξε έως τώρα ότι διαθέτει και το μυαλό που χρειάζεται για να χειρισθεί μια κρίση τέτοιας εμβέλειας όπως η ελληνική, και αν το θάρρος δεν συνδυασθεί με μυαλό, μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα. Κυρίως όμως δεν ανταποκρίθηκε καθόλου καλά στην πίεση που δέχτηκε με τις διερευνητικές εντολές, φάνηκε και αυτός σε αναζήτηση οδού υποχώρησης, ενώ άρχισε να προτάσσει άσχετες και επικίνδυνες ιδέες, όπως η άμεση ανακήρυξη ΑΟΖ! Αλλά η πολιτική του ενιαίου μετώπου δεν έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη αυτού που την προτείνει, αλλά με την ανάγκη να οικοδομήσει κανείς πολιτικές σχέσεις με το σύνολο των δυνάμεων που αγωνίζονται για ένα σκοπό, αλλά μπορεί να διαφωνούν σε άλλα ζητήματα. Οικοδομώντας τέτοιες σχέσεις καθιστά κανείς δυσκολότερη την προδοσία και βάζει υποψηφιότητα να εκφράσει αυτός πολιτικά τους προδοθέντες οπαδούς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.