Ο Ιούλιος Καίσαρ είχε καταργήσει ουσιαστικά τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, ασκώντας, πρακτικά ανεμπόδιστος, τη δικτατορική εξουσία του. Υπήρχαν όμως ακόμα οι τύποι της, έστω και χωρίς πολύ περιεχόμενο. Ο Καίσαρ εξακολουθούσε να «ανταμοίβει» ματαιοδοξίες απονέμοντας τα αξιώματά της. Προκάλεσε μάλιστα μέγα σκάνδαλο όταν όρισε Γαλάτες στην καταγωγή ως συγκλητικούς.
Παρατηρώντας την εκλογή Προέδρου και Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ διερωτάται κανείς σε ποιό σημείο της μετάβασης, όχι από τη Δημοκρατία στην Ολιγαρχία, αλλά από την Ολιγαρχία στην Αυτοκρατορία, βρίσκονται σήμερα οι «αστικές δημοκρατίες» της Ευρώπης και η «υπερδομή» τους, η ‘Ενωση. Υπάρχει σήμερα δημοκρατία και σε τι ακριβώς συνίσταται;
Σας φαίνεται ίσως υπερβολικό, «ακραίο» το ερώτημα; Μάλλον δεν θα έχετε υπόψιν σας τη δήλωση του Ζοζέ Μπαρόζο: «χρειαζόμαστε μια αυτοκρατορία». ‘Η το άλλο που είπε, σε μια συνέντευξη στη Figaro, προφανώς απευθυνόμενος στη γαλλική πολιτική τάξη, που διατηρεί από τον καιρό της Μεγάλης Επανάστασης, τη φιλοδοξία μιας «παγκόσμιας αποστολής»: «’Ολοι το ξέρουμε ότι οι επόμενες γενηές θα ζήσουν χειρότερα». Πιο εκπληκτικό από τις δηλώσεις του Μπαρόζο, είναι το γεγονός ότι δεν προκάλεσαν καμμιά αξιοσημείωτη αντίδραση.
Ορθώς τα ΜΜΕ χαρακτήρισαν τους νέους αξιωματούχους πολιτικές ασημαντότητες, συμπεραίνοντας ότι η Ευρώπη τελεί σε βαθιά κρίση. Μόνο που η Ευρώπη στην οποία αναφέρονται, η Ευρώπη που «προπαγανδίστηκε» στους λαούς της ως προνομιακή μορφή ανεξάρτητης, δημοκρατικής, κοινωνικής, υπερεθνικής ολοκλήρωσης, απλούστατα δεν υπάρχει! Γι’ αυτό και οι 27 Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί, όλο και πιο υπάλληλοι αφανών εξουσιών οι ίδιοι, δεν ένοιωσαν καμιά ανάγκη να διορίσουν πρόσωπα με κάποιο πολιτικό βάρος στις κορυφαίες θέσεις της ‘Ενωσης. Σε εθνικό επίπεδο, μας έχουν αφήσει ακόμα την «πολυτέλεια» να μπορούμε τουλάχιστο να διαλέξουμε ανάμεσα στον κ. Καραμανλή και τον κ. Παπανδρέου, την κ. Μπακογιάννη και τον κ. Σαμαρά. Σε ευρωπαϊκό δεν έχουμε ούτε καν αυτή τη «χαρά», μπορούν να μας περιφρονούν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Από τις Βρυξέλλες ή το Στρασβούργο έρχεται το 70-90% των αποφάσεων που μας αφορούν, η πραγματική όμως θεσμική δυνατότητα των Ευρωπαίων πολιτών να τις επηρεάσουν τείνει σταδιακά στο μηδέν. Στις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια έχει κυρίως απομείνει η αρμοδιότητα να τις εφαρμόσουν. Στα ΜΜΕ, στα χέρια μιας φούχτας εργοληπτών και εμπόρων όπλων, η αποστολή να τις «πουλήσουν» σε μια όλο και πιο αποβλακούμενη, φροντίδι τους, κοινή γνώμη.
Οι εξουσίες που φεύγουν από το εθνικό επίπεδο, εν ονόματι της υπερεθνικής ολοκλήρωσης, δεν επανεμφανίζονται σε καμμιά υπερεθνική δημοκρατία, αλλά σε ένα σύστημα που θυμίζει μοντέρνα εκδοχή φαραωνικής εξουσίας. Στο κέντρο της μια παντοδύναμη, αλλά μη εκλεγόμενη Επιτροπή, με κύρια «εσωτερική» λειτουργία της τη διαρκή «απελευθέρωση των αγορών», κύρια «εξωτερική» λειτουργία της την αέναη διεύρυνση της ‘Ενωσης. Μια παρωδία κοινοβουλίου που δεν διαθέτει τις βασικές εξουσίες των κλασικών κοινοβουλίων. Μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με καταστατική αποστολή την «καταπολέμηση του πληθωρισμού», δηλαδή την εγγύηση των κερδών του χρηματιστικού κεφαλαίου, της ηγεμονίας του επί των άλλων μερίδων του κεφαλαίου και των κοινωνιών και της «ελευθερίας των συναλλαγών». Μια ΕΚΤ «ανεξάρτητη» από τις κυβερνήσεις και τους λαούς, απόλυτα εξαρτημένη όμως από την ολιγαρχία του χρήματος. Μοιάζει σαν να διαγράψαμε, μέσα σε τρεις αιώνες, έναν ολόκληρο κύκλο, από την ορατή μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΔ’ στην αόρατη κάποιου Ρότσιλντ. Και, πίσω από όλα αυτά, ένα κέντρο στρατηγικών αποφάσεων, μάλλον εκτός παρά εντός Ευρώπης, το ισχυρό «γεωπολιτικό δίπολο» μιας συμμαχίας ΗΠΑ-Ισραήλ, που μοιάζει να έχει αντικαταστήσει την «γεωπολιτική τριάδα» της δεκαετίας του 1970 (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία). ‘Οχι τυχαία, οι συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας προνοούν ρητά τον σεβασμό των υποχρεώσεων προς το ΝΑΤΟ.
Ο μέσος Ευρωπαίος εργαζόμενος κυττάει με τρόμο τον κλοσάρ ή τον μετανάστη στον δρόμο του – φοβάται ότι βλέπει το μέλλον του. Μικροί και μεγάλοι αστοί μιας Ευρώπης σε βαθειά παρακμή, έχουν το χρήμα μόνη αξία, παρηγοριά και ναρκωτικό τους, αγκιστρώνονται πάνω του στους καιρούς της αβεβαιότητας, ενός πλανήτη επί του οποίου η Δύση δυσκολεύεται, όλο και πιο πολύ, να κυριαρχήσει. Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό που νομίζουν για σωτηρία κιαι δύναμή τους θα αποδειχθεί η καταστροφή τους. Το μόνο που κατάφεραν να βάλουν οι Γερμανοί στο κέντρο της επανενωμένης πρωτεύουσάς τους, δίπλα στο Ράιχσταγκ και την Πύλη του Βραδενβούργου, ήταν ένα ... εμπορικό κέντρο της Σόνι. Κανείς από όσους πήραν το λόγο στους πρόσφατους πανηγυρισμούς, δεν δοκίμασε καν να θέσει, όχι να απαντήσει το ερώτημα, αν ο κόσμος που γεννήθηκε το 1989 ήταν καλύτερος ή χειρότερος από αυτόν που αντικατέστησε.
Η χρεωκοπία του υπαρκτού, ή μάλλον ανύπαρκτου σοσιαλισμού, προηγήθηκε πολλές δεκαετίες της πτώσης του τείχους του Βερολίνου– αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το πόσο γρήγορα κατέρρευσαν οι ... ελπίδες από την κατάρρευση του Τείχους. Οι εφημερίδες μας απέφυγαν να κάνουν τον απολογισμό της «μετάβασης» γιατί, αν τον έκαναν, θα διαπίστωναν ότι το πρώην σοβιετικό μπλοκ, εφαρμόζοντας τα μοντέλα που του εξάγαμε, γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία του βιομηχανικού κόσμου, των δύο παγκοσμίων πολέμων περιλαμβανομένων, χωρίς άλλωστε να αποκτήσει κάποια άξια λόγου δημοκρατία! (Αν δηλαδή δεν «μετρήσουμε» τη «μετάβαση» σε όρους προπαγάνδας, αλλά σε όρους ΑΕΠ, επενδύσεων, επιστημονικής υποδομής, κοινωνικής υποδομής, διεθνούς βάρους, ηθικής κρίσης, δημογραφίας. Για κάθε έτος καπιταλιστικών «μεταρρυθμίσεων», οι άρρενες Ρώσοι έχασαν ένα έτος προσδώκιμου ζωής). Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι το δυτικό «λεωφορείο» είναι καλύτερο όσων εναλλακτικών προτάθηκαν. Μόνο που έχει περιορισμένο αριθμό θέσεων. Οι δυτικές επιτυχίες δεν οφείλονται μόνο σε αρτιότερη οργάνωση, οφείλονται και στη μεταφορά του παγκόσμιου πλεονάσματος στη Δύση επί πεντακόσια χρόνια. ‘Οπως παρατήρησε ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν, ένα νέο Τείχος, πιο μεγάλο και πιο αόρατο, αντικατέστησε το Τείχος του Βερολίνου: τοι Τείχος του Χρήματος. Κι όχι μόνο στην Ανατολή. Η εξαφάνιση του ιστορικού αντιπάλου του δυτικού καπιταλισμού επέτρεψε τους μεγάλους πολέμους της Μέσης Ανατολής και διευκόλυνε την χρηματιστική απορρύθμιση που οδήγησε στην κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού, τον Οκτώβριιο του 2008.
Το «τέλος της ουτοπίας» κινδυνεύει να αποβεί «τέλος του πολιτισμού». Μας το λένε, καλύτερα μας το φωνάζουν, τα Γκουαντάναμο, οι κάμερες, η παρακολούθηση των πάντων, με ένα τρόπο που κάνει τη Στάζι και την παληά CIA να μοιάζουν παιδική χαρά. Μας το λέει η διαφθορά των πολιτικών μας, των διανοουμένων μας, των πάσης φύσεως ελίτ. Μας προειδοποιεί για τον επελαύνοντα ολοκληρωτισμό ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα της γαλλικής διανόησης, ο Εμανουέλ Τοντ. Θα είχε συμβεί ήδη, θα ζούσαμε κιόλας στον κόσμο του Χάξλευ και του ‘Οργουελ, θα μας διόριζαν πλέον ανοιχτά και όχι έμμεσα τους Πρωθυπουργούς, αν η ψυχή και η ανθρωπιά που έχασαν οι Ευρωπαίοι, δεν είχε...μεταναστεύσει στη Μέση Ανατολή. Η ανθρωπότητα χρωστάει πάρα πολλά στους Σουννίτες του Ιράκ και τους Σιϊτες του Λιβάνου – αυτοί έγιναν ολοκαύτωμα για να σταματήσουν, τουλάχιστον προσωρινά, την επελαύνουσα βαρβαρότητα, με τον ίδιο τρόπο που εμείς οι ‘Ελληνες σταματήσαμε κάποτε την αυτοκρατορία του Δαρείου και του Ξέρξη. Ορισμένοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν, ο Ζακ Σιράκ, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ επίσης έσωσαν, το 2003, την τιμή της Ευρώπης, αφήνοντας ζωντανή μια παρακαταθήκη, μια ελπίδα για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Υπάρχουν, είναι αλήθεια, Ευρωπαίοι που αντιστέκονται κάπου-κάπου. Αντιστάθηκαν το 2003 στην αμερικανική βαρβαρότητα. Στην Κύπρο αρνήθηκαν το 2004 να αποδεχθούν την κατάργηση του κράτους τους, εν ονόματι της ένταξης στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Οι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν το 2005 και το 2006 εναντίον της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αν και απογοητευμένοι, αποθαρυμμένοι, οι λαοί χρησιμοποιούν όποιες ευκαιρίες τους δίνονται για να κάνουν ένα ιδιόμορφο «αντάρτικο» στις κάθε λογής εξουσίες (μήπως δεν είναι παράδειγμα αυτής της τάσης τα όσα συνέβησαν με την εκλογή του αρχηγού της ΝΔ;). Τους έχουν προδώσει όμως οι διανοούμενοι και οι ελίτ, ακόμη και οι υποτιθέμενοι ριζοσπάστες πολιτικοί. Οι αντιστάσεις δυσκολεύονται να γίνουν τάσεις. Δεν παύουν όμως να συνιστούν τη μόνη ελπίδα ανάκαμψης μιας πολιτικής και δημοκρατικής Ευρώπης, μέλλοντος κάπως ισάξιου με το παρελθόν της. Η άλλη εναλλακτική που διαθέτουμε είναι η οριστική παρακμή της ηπείρου μας και του πολιτισμού μας, όπως συνέβη με τη «χρυσή παρακμή» του ελληνικού κόσμου της αρχαιότητας.
"Επίκαιρα", 27.11.2009
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Οι εκδόσεις Παπαζήση και ο συγραφέας Κώστας Λάμπος έχουν την τιμή να σας προσκαλέσουν στην παρουσίαση του βιβλίου «Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση (Οικονομία του Φόβου και της Παρακμής)» την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009, στις 6 μ.μ. στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5). Το βιβλίο θα παρουσιάσουν ο πρώην Υπουργός Παρασκευάς Αυγερινός, ο Μανώλης Γλέζος, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών Στέργιος Μπαμπανάσης και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης. Συντονίζει ο δημοσιογράφος Χρήστος Χαλαζιάς.
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
H TOYΡΚΙΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΕ ΛΥΣΗ ΑΝΑΝ
Τα τρία ¨σενάρια" της 'Αγκυρας:
α) λύση Ανάν, β) πολιτική απενοχοποίηση, γ) διχοτόμηση
Το κυπριακό «καταλαμβάνει την ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει η τελευταία έκθεση του Τουρκικού Ιδρύματος SETA, από την ανάγνωση της οποίας τεκμαίρεται αβίαστα πόσο μείζον πρόβλημα είναι για την ‘Αγκυρα και πόσο η «εξάλειψή» του συγκαταλέγεται στις πρώτες προτεραιότητες και πολιτικο-διπλωματικές ανάγκες της ‘Αγκυρας.
Η έκθεση αναφέρεται στα «προβλήματα και τις δυνατότητες» του κυπριακού για την Τουρκία και εκπονήθηκε υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Ταρίκ Ογκουζλού, του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ. Το SETΑ (Ίδρυμα Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών) είναι κοντά στην κυβέρνηση ενώ πολλοί πιστεύουν ότι εμπνέεται από τις ιδέες του ισλαμιστή, εξ Αμερικής «δάσκαλου», Γκιουλέν.
Σύμφωνα με την έκθεση, «όσο συνεχίζεται το αδιέξοδο... θα κινδυνεύουν και οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας και η θεσμική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ». Αυξάνεται επίσης η δυτική δυσφορία για το μπλοκάρισμα της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ και την αδυναμία χρήσης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων σε Αφγανιστάν και Κόσοβο. Από την άλλη ο Ομπάμα χρειάζεται πολύ την ‘Αγκυρα για τη μεσανατολική πολιτική του, για να διαταράξει τις σχέσεις του συγκρουόμενος με τις τουρκικές επιδιώξεις στην Κύπρο
Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό που πιστεύουν πολλοί διπλωματικές αναλυτές: Λευκωσία και Αθήνα διαθέτουν τώρα αξιοσημείωτη ισχύ έναντι της ‘Αγκυρας. Θεσμικά, αφού από τη συγκατάθεσή τους εξαρτάται απολύτως η τουρκική ενταξιακή πορεία. Πολιτικά, αφού δεν είναι υπερασπίσιμη η «σουρεαλιστική» κατάσταση υποψήφιας χώρας που δεν αναγνωρίζει και κατέχει στρατιωτικά τμήμα εδάφους χώρας-μέλους της ΕΕ. Η αντικειμενική ισχύς όμως δεν προδικάζει τίποτα, αφού όλα εξαρτώνται από το αν και πως η ελληνική και κυπριακή διπλωματία θα χρησιμοποιήσουν (ή όχι) αυτή την ισχύ, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. ‘Ενα δίλημμα π.χ. μπροστά σε Αθήνα και Λευκωσία είναι αν θα δυσκολέψουν την ‘Αγκυρα τον Δεκέμβρη, συζητώντας για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ή θα προτιμήσουν να της δώσουν παράταση, διακινδυνεύοντας να τη δουν να πιέζει αφόρητα για λύση του κυπριακού στα δικά της μέτρα αμέσως μετά.
Κεντρική τουρκική επιδίωξη (και μόνη αποδεκτή λύση πλην της διοχτομήσεως), σύμφωνα με την έκθεση, παραμένει η υιοθέτηση από τους Κυπρίους του σχεδίου Ανάν ή μίας παραλλαγής του, αρκετά παρόμοιας «στο γράμμα και στο πνεύμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Στις τουρκικές αξιώσεις περιλαμβάνεται επίσης η διαιώνιση των τουρκικών δικαιωμάτων επέμβασης. Η έκθεση απαριθμεί παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιδίωξη αυτή, οι συντάκτες της όμως δεν είναι βέβαιοι για το αν τελικά οι Κύπριοι θα συγκατατεθούν σε μια τέτοια λύση. Σε κάθε περίπτωση όμως διαφαίνεται μέσα από τις γραμμές η επιδίωξη, ακόμη κι αν ένα νέο σχέδιο απορριφθεί σε δημοψήφισμα, να φτάσει τουλάχιστον μέχρις εκεί, ώστε ένα δεύτερο «όχι» των Ελληνοκυπρίων, και μάλιστα εναντίον σχεδίου που έχει προσυπογράψει ο ηγέτης τους να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως πολιτικό μέσο «ενοχοποίησης» της ελληνοκυπριακής και «αθώωσης» της τουρκικής πλευράς.
Αν αυτό συμβεί, ο Ερντογάν μπορεί να διεκδικήσει τη λύση του ζητήματος με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους (ΤΔΒΚ), σημειώνει η έκθεση, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη αυτοπεποίθηση και τις σχετικές, απειλητικές δηλώσεις Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Διερωτάται κανείς αν πρόκειται για ρεαλιστική επιδίωξη ή για έντεχνα διατυπωμένη απειλή προς τους Κυπρίους, να αποδεχθούν όσα «προσφέρονται» έναντι της απειλής διχοτόμησης. Δύσκολα βλέπει κανείς πως, υπό τις προβλέψιμες διεθνείς συνθήκες, και αν δεν κάνουν όλα τα λάθη του κόσμου Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εφαρμοσθεί σενάριο Κοσόβου στην Κύπρο, εις βάρος μάλιστα χώρας-μέλους της ΕΕ. Εντούτοις, η έκθεση αποκαλύπτει τη «διπλή» τουρκική στρατηγική: προώθηση λύσης Ανάν, εφόσον γίνεται, χρήση αλλοιώς των διαπραγματεύσεων και ενός πιθανού δημοψηφίσματος για διεθνή απομόνωση της Κύπρου, ελπίζοντας, στην καλύτερη και δύσκολα επιτεύξιμη περίπτωση να δημιουργήσει πολιτικές προϋποθέσεις αποδοχής της διχοτόμησης.
Τόσο από την έκθεση, όσο και από όσα ντοκουμέντα μας έρχονται από την Τουρκία, προκύπτει εδραία η εντύπωση ότι η ‘Αγκυρα, παρά τις διακηρύξεις για «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες», εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με όρους γεωπολιτικού ανταγωνισμού (κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει με Λευκωσία και Αθήνα). Η διαφορά με τους ισλαμιστές είναι ότι δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απότι στο παρελθόν στον πολιτικό παράγοντα. Η έκθεση σημειώνει εν προκειμένω τα σημαντικά διεθνή πολιτικά κέρδη της Τουρκίας μετά το κυπριακό δημοψήφισμα του 2004, κέρδη που οφείλονται στο ότι ούτε η Λευκωσία, ούτε η Αθήνα υπερασπίστηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διεθνώς. Ταυτόχρονα, οι δύο διπλωματίες έχουν «αποσύρει» εδώ και χρόνια τη διεθνή πολιτικο-διπλωματική «ατζέντα» κάθε σοβαρή αιτίαση για την εισβολή, εθνοκάιθαρση και κατοχή, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν και να επικρατούν οι τουρκικές θέσεις. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός τύπος π.χ. εξίσωνε, στις επετειακές αναφορές για το 1974 του περασμένου Ιουλίου, θύτες και θύματα.
Στηριζόμενο στην επιτυχή εμπειρία της εκμετάλλευσης του δημοιψηφίσματος, το SETA προτείνει στην κυβέρνηση να ασκήσει «προενεργό» πολιτική, για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά κέρδη της ‘Αγκυρας σε κάθε περίπτωση, δεν εξειδικεύει όμως τα μέτρα που εισηγείται (υποθέτει κανείς ότι η ‘Αγκυρα θα προβεί σε κινήσεις «καλής θέλησης», όπως π.χ. μια απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων ή μια συζήτηση για την Αμμόχωστο, υψηλού συμβολικού και ασήμαντου ουσιαστικού περιεχομένου). Προφανής επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε κατάσταση «loose-loose», είτε δηλ. να υποχρεωθούν να «εγκλωβισθούν» σε αποδοχή σχεδίου που δεν θέλουν, είτε να το απορρίψουν αθώνοντας την ‘Αγκυρα.
Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της συμφωνίας Χριστόφια-Ταλάτ για τη μορφή της λύσης, όπως αποτυπώνεται στο ανακοινωθέν της 23.5.2008: «ο συνεταιρισμός θα έχει μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μία διεθνή προσωπικότητα, όπως και ένα τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος και ένα ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος, ισότιμου (equal) καθεστώτος». Σημειώνει όμως ταυτόχρονα τις μεγάλες διαφορές που απομένουν. Οι Ελληνοκύπριοι «δεν μοιάζουν να παραιτήθηκαν από την επιδίωξη να δουν το νησί ενωμένο κάτω από ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με τους Τουρκοκύπριους σε ενισχυμένο καθεστώς μειονότητας» και «θέλουν η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία να εξακολουθήσει να υπάρχει ως κυρίαρχη οντότητα και μετά την ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων στη διοικητική δομή» (δηλαδή, σε απλούστερα ελληνικά, επιθυμούν να διατηρήσουν το κυπριακό κράτος!!!).
Εκεί που η έκθεση θέτει ίσως τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων είναι όταν υπογραμμίζει ότι «ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι Τουρκοκύπριοι με τη λέξη «λύση» διαφέρει ριζικά από την ερμηνεία που δίνουν οι Ελληνοκύπριοι. Η αντίληψη της κοινής γνώμης για τις λεπτομέρειες οποιασδήποτε τελικής συμφωνίας διεφέρουν σημαντικά μεταξύ των κοινοτήτων». Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνει όσους αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι διάφορες διαδικασίες «συμφιλίωσης-επαναπροσέγγισης», αλλά και οι ίδιες οι συνομιλίες δεν στηρίζονται σε πραγματικό ξεκαθάρισμα διαφορών, αλλά σε «εποικοδομητικές ασάφειες», βρετανικής μεν προέλευσης, αλλά που μετετράπησαν σε «δεύτερη φύση» πολλών Ελληνοκυπρίων, παγιδεύοντάς τους. Απαραίτητη προϋπόθεση βιώσιμης λύσης είναι η επίτευξη πραγματικού, ειλικρινούς συμβιβασμού, η άρση, όχι το «κουκούλωμα» των διαφορών, όπως το 1960. Διαφορετικά, οι δύο κοινότητες θα τσακώνονται από την επομένη της υπογραφής.
Πέραν της «προενεργού» πολιτικής, η τουρκική διπλωματία μπορεί επίσης, κατά την έκθεση του SETA, να στηριχθεί στους εξής παράγοντες για την επίτευξη των στόχων της
- Πίεση στην Αθήνα να πιέσει εκείνη τη Λευκωσία, ώστε να μη θέτει προσκόμματα στην τουρκική ενταξιακή πορεία
- Χρήση του αυξημένου ειδικού βάρους που αποκτά η Τουρκία ως «κόμβος υδρογονανθράκων» (κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοπερίεργη την ελληνική εμμονή για εισαγωγή αερίου μέσω Τουρκίας, ή την υποστήριξη αγωγών που περνάνε από το έδαφός της)
- Χρήση του ενδιαφέροντος αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών για λύση ώστε να γίνει εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο
Δημοσιεύτηκε στον ¨Κόσμο του Εοενδυτή", 21.11.2009
α) λύση Ανάν, β) πολιτική απενοχοποίηση, γ) διχοτόμηση
Το κυπριακό «καταλαμβάνει την ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει η τελευταία έκθεση του Τουρκικού Ιδρύματος SETA, από την ανάγνωση της οποίας τεκμαίρεται αβίαστα πόσο μείζον πρόβλημα είναι για την ‘Αγκυρα και πόσο η «εξάλειψή» του συγκαταλέγεται στις πρώτες προτεραιότητες και πολιτικο-διπλωματικές ανάγκες της ‘Αγκυρας.
Η έκθεση αναφέρεται στα «προβλήματα και τις δυνατότητες» του κυπριακού για την Τουρκία και εκπονήθηκε υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Ταρίκ Ογκουζλού, του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ. Το SETΑ (Ίδρυμα Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών) είναι κοντά στην κυβέρνηση ενώ πολλοί πιστεύουν ότι εμπνέεται από τις ιδέες του ισλαμιστή, εξ Αμερικής «δάσκαλου», Γκιουλέν.
Σύμφωνα με την έκθεση, «όσο συνεχίζεται το αδιέξοδο... θα κινδυνεύουν και οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας και η θεσμική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ». Αυξάνεται επίσης η δυτική δυσφορία για το μπλοκάρισμα της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ και την αδυναμία χρήσης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων σε Αφγανιστάν και Κόσοβο. Από την άλλη ο Ομπάμα χρειάζεται πολύ την ‘Αγκυρα για τη μεσανατολική πολιτική του, για να διαταράξει τις σχέσεις του συγκρουόμενος με τις τουρκικές επιδιώξεις στην Κύπρο
Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό που πιστεύουν πολλοί διπλωματικές αναλυτές: Λευκωσία και Αθήνα διαθέτουν τώρα αξιοσημείωτη ισχύ έναντι της ‘Αγκυρας. Θεσμικά, αφού από τη συγκατάθεσή τους εξαρτάται απολύτως η τουρκική ενταξιακή πορεία. Πολιτικά, αφού δεν είναι υπερασπίσιμη η «σουρεαλιστική» κατάσταση υποψήφιας χώρας που δεν αναγνωρίζει και κατέχει στρατιωτικά τμήμα εδάφους χώρας-μέλους της ΕΕ. Η αντικειμενική ισχύς όμως δεν προδικάζει τίποτα, αφού όλα εξαρτώνται από το αν και πως η ελληνική και κυπριακή διπλωματία θα χρησιμοποιήσουν (ή όχι) αυτή την ισχύ, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. ‘Ενα δίλημμα π.χ. μπροστά σε Αθήνα και Λευκωσία είναι αν θα δυσκολέψουν την ‘Αγκυρα τον Δεκέμβρη, συζητώντας για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ή θα προτιμήσουν να της δώσουν παράταση, διακινδυνεύοντας να τη δουν να πιέζει αφόρητα για λύση του κυπριακού στα δικά της μέτρα αμέσως μετά.
Κεντρική τουρκική επιδίωξη (και μόνη αποδεκτή λύση πλην της διοχτομήσεως), σύμφωνα με την έκθεση, παραμένει η υιοθέτηση από τους Κυπρίους του σχεδίου Ανάν ή μίας παραλλαγής του, αρκετά παρόμοιας «στο γράμμα και στο πνεύμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Στις τουρκικές αξιώσεις περιλαμβάνεται επίσης η διαιώνιση των τουρκικών δικαιωμάτων επέμβασης. Η έκθεση απαριθμεί παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιδίωξη αυτή, οι συντάκτες της όμως δεν είναι βέβαιοι για το αν τελικά οι Κύπριοι θα συγκατατεθούν σε μια τέτοια λύση. Σε κάθε περίπτωση όμως διαφαίνεται μέσα από τις γραμμές η επιδίωξη, ακόμη κι αν ένα νέο σχέδιο απορριφθεί σε δημοψήφισμα, να φτάσει τουλάχιστον μέχρις εκεί, ώστε ένα δεύτερο «όχι» των Ελληνοκυπρίων, και μάλιστα εναντίον σχεδίου που έχει προσυπογράψει ο ηγέτης τους να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως πολιτικό μέσο «ενοχοποίησης» της ελληνοκυπριακής και «αθώωσης» της τουρκικής πλευράς.
Αν αυτό συμβεί, ο Ερντογάν μπορεί να διεκδικήσει τη λύση του ζητήματος με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους (ΤΔΒΚ), σημειώνει η έκθεση, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη αυτοπεποίθηση και τις σχετικές, απειλητικές δηλώσεις Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Διερωτάται κανείς αν πρόκειται για ρεαλιστική επιδίωξη ή για έντεχνα διατυπωμένη απειλή προς τους Κυπρίους, να αποδεχθούν όσα «προσφέρονται» έναντι της απειλής διχοτόμησης. Δύσκολα βλέπει κανείς πως, υπό τις προβλέψιμες διεθνείς συνθήκες, και αν δεν κάνουν όλα τα λάθη του κόσμου Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εφαρμοσθεί σενάριο Κοσόβου στην Κύπρο, εις βάρος μάλιστα χώρας-μέλους της ΕΕ. Εντούτοις, η έκθεση αποκαλύπτει τη «διπλή» τουρκική στρατηγική: προώθηση λύσης Ανάν, εφόσον γίνεται, χρήση αλλοιώς των διαπραγματεύσεων και ενός πιθανού δημοψηφίσματος για διεθνή απομόνωση της Κύπρου, ελπίζοντας, στην καλύτερη και δύσκολα επιτεύξιμη περίπτωση να δημιουργήσει πολιτικές προϋποθέσεις αποδοχής της διχοτόμησης.
Τόσο από την έκθεση, όσο και από όσα ντοκουμέντα μας έρχονται από την Τουρκία, προκύπτει εδραία η εντύπωση ότι η ‘Αγκυρα, παρά τις διακηρύξεις για «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες», εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με όρους γεωπολιτικού ανταγωνισμού (κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει με Λευκωσία και Αθήνα). Η διαφορά με τους ισλαμιστές είναι ότι δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απότι στο παρελθόν στον πολιτικό παράγοντα. Η έκθεση σημειώνει εν προκειμένω τα σημαντικά διεθνή πολιτικά κέρδη της Τουρκίας μετά το κυπριακό δημοψήφισμα του 2004, κέρδη που οφείλονται στο ότι ούτε η Λευκωσία, ούτε η Αθήνα υπερασπίστηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διεθνώς. Ταυτόχρονα, οι δύο διπλωματίες έχουν «αποσύρει» εδώ και χρόνια τη διεθνή πολιτικο-διπλωματική «ατζέντα» κάθε σοβαρή αιτίαση για την εισβολή, εθνοκάιθαρση και κατοχή, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν και να επικρατούν οι τουρκικές θέσεις. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός τύπος π.χ. εξίσωνε, στις επετειακές αναφορές για το 1974 του περασμένου Ιουλίου, θύτες και θύματα.
Στηριζόμενο στην επιτυχή εμπειρία της εκμετάλλευσης του δημοιψηφίσματος, το SETA προτείνει στην κυβέρνηση να ασκήσει «προενεργό» πολιτική, για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά κέρδη της ‘Αγκυρας σε κάθε περίπτωση, δεν εξειδικεύει όμως τα μέτρα που εισηγείται (υποθέτει κανείς ότι η ‘Αγκυρα θα προβεί σε κινήσεις «καλής θέλησης», όπως π.χ. μια απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων ή μια συζήτηση για την Αμμόχωστο, υψηλού συμβολικού και ασήμαντου ουσιαστικού περιεχομένου). Προφανής επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε κατάσταση «loose-loose», είτε δηλ. να υποχρεωθούν να «εγκλωβισθούν» σε αποδοχή σχεδίου που δεν θέλουν, είτε να το απορρίψουν αθώνοντας την ‘Αγκυρα.
Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της συμφωνίας Χριστόφια-Ταλάτ για τη μορφή της λύσης, όπως αποτυπώνεται στο ανακοινωθέν της 23.5.2008: «ο συνεταιρισμός θα έχει μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μία διεθνή προσωπικότητα, όπως και ένα τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος και ένα ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος, ισότιμου (equal) καθεστώτος». Σημειώνει όμως ταυτόχρονα τις μεγάλες διαφορές που απομένουν. Οι Ελληνοκύπριοι «δεν μοιάζουν να παραιτήθηκαν από την επιδίωξη να δουν το νησί ενωμένο κάτω από ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με τους Τουρκοκύπριους σε ενισχυμένο καθεστώς μειονότητας» και «θέλουν η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία να εξακολουθήσει να υπάρχει ως κυρίαρχη οντότητα και μετά την ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων στη διοικητική δομή» (δηλαδή, σε απλούστερα ελληνικά, επιθυμούν να διατηρήσουν το κυπριακό κράτος!!!).
Εκεί που η έκθεση θέτει ίσως τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων είναι όταν υπογραμμίζει ότι «ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι Τουρκοκύπριοι με τη λέξη «λύση» διαφέρει ριζικά από την ερμηνεία που δίνουν οι Ελληνοκύπριοι. Η αντίληψη της κοινής γνώμης για τις λεπτομέρειες οποιασδήποτε τελικής συμφωνίας διεφέρουν σημαντικά μεταξύ των κοινοτήτων». Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνει όσους αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι διάφορες διαδικασίες «συμφιλίωσης-επαναπροσέγγισης», αλλά και οι ίδιες οι συνομιλίες δεν στηρίζονται σε πραγματικό ξεκαθάρισμα διαφορών, αλλά σε «εποικοδομητικές ασάφειες», βρετανικής μεν προέλευσης, αλλά που μετετράπησαν σε «δεύτερη φύση» πολλών Ελληνοκυπρίων, παγιδεύοντάς τους. Απαραίτητη προϋπόθεση βιώσιμης λύσης είναι η επίτευξη πραγματικού, ειλικρινούς συμβιβασμού, η άρση, όχι το «κουκούλωμα» των διαφορών, όπως το 1960. Διαφορετικά, οι δύο κοινότητες θα τσακώνονται από την επομένη της υπογραφής.
Πέραν της «προενεργού» πολιτικής, η τουρκική διπλωματία μπορεί επίσης, κατά την έκθεση του SETA, να στηριχθεί στους εξής παράγοντες για την επίτευξη των στόχων της
- Πίεση στην Αθήνα να πιέσει εκείνη τη Λευκωσία, ώστε να μη θέτει προσκόμματα στην τουρκική ενταξιακή πορεία
- Χρήση του αυξημένου ειδικού βάρους που αποκτά η Τουρκία ως «κόμβος υδρογονανθράκων» (κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοπερίεργη την ελληνική εμμονή για εισαγωγή αερίου μέσω Τουρκίας, ή την υποστήριξη αγωγών που περνάνε από το έδαφός της)
- Χρήση του ενδιαφέροντος αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών για λύση ώστε να γίνει εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο
Δημοσιεύτηκε στον ¨Κόσμο του Εοενδυτή", 21.11.2009
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009
EΥΡΩΠΗ-ΤΟΥΡΚΙΑ: ΤΟ ΤΕΣΤ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Προς νέες «παρατάσεις» για την ‘Αγκυρα τον Δεκέμβριο
Προς νέες ασφυκτικές πιέσεις στη Λευκωσία τον Ιανουάριο
Σε Ελλάδα και Κύπρο δεν πολυέδωσαν σημασία, γιατί δεν ήθελαν, η δήλωση όμως του Γκιουλ στο Ναχιτσεβάν, στη διάσκεψη κορυφής του «τουρκικού κόσμου», ήταν αποκαλυπτική. Οι Αζέροι τον ενεκάλεσαν γιατί δεν τήρησε τις τουρκικές υποσχέσεις να μην ανοίξουν τα σύνορα με την Αρμενία, όσο καιρό δεν λύνεται το θέμα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ο Γκιουλ τους «αποστόμωσε», λέγοντας ότι δεν πρόκειται να τηρήσει ούτε τη συμφωνία με την Αρμενία! Προς επίρρωσιν των λεγομένων του πρόσθεσε: Και για την Κύπρο υπογράψαμε, αλλά δεν εφαρμόσαμε.
Η Τουρκία ανέλαβε προ ετών την υποχρέωση να ανοίξει λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Η απαίτηση αυτή, σημειωτέον, είναι ελάχιστη. Ακόμα και ικανοποιούμενη, πάλι η κυπριακή/ελληνική διπλωματία θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Γιατί δεν έθεσαν μια σειρά αυτονόητες, μείζονος σημασίας προϋποθέσεις. Αν η ‘Αγκυρα ανοίξει τα λιμάνια, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει μετά να ξαναθέσουν θέματα όπως η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αποχώρηση του στρατού κατοχής, η άρση των διατυπωμένων τουρκικών διεκδικήσεων, απειλών και μέσων τους κατά της Ελλάδας. Ακόμη και τις προάλλες, οι κ.κ. Δρούτσας και Κυπριανού χρησιμοποίησαν τον όρο «εξομάλυνση των σχέσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία», ωσάν ένας αόρατος γλωσσοδέτης να τους εμποδίζει να πουν «αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ο Γάλλος Υφυπουργός Εξωτερικών Πιερ Λελούς δήλωσε ότι συνιστά «άκρων άωτον του παραλογισμού» η κατοχή εδάφους της ΕΕ από ένα υποψήφιο μέλος. Ακόμα πιο μεγάλος παραλογισμός όμως είναι η αποφυγή από Αθήνα και Λευκωσία του να θέσουν το ζήτημα. Στο παρελθόν, ο τότε Γάλλος Πρωθυπουργός Βιλπέν είχε χαρακτηρίσει «αδιανόητη» την έναρξη διαπραγματεύσεων με χώρα που δεν αναγνωρίζει μέλος της ΕΕ – αλλά Λευκωσία και Αθήνα δυσαρεστήθηκαν για τη γαλλική συμπαράσταση!!!
Και τη μίνιμουμ υποχρέωσή της όμως, το άνοιγμα λιμανιών/αεροδρομίων, η ‘Αγκυρα αρνείται να την εφαρμόσει, χωρίς να της δοθούν ανταλλάγματα, δηλ. πλήρης απελευθέρωση του εμπορίου με το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Τέτοια απελευθέρωση θα συνιστούσε μείζον πολιτικό βήμα προς αναγνώριση της κατοχής, αφαιρώντας και ένα από τα λίγα εναπομείναντα κίνητρα των Τουρκοκυπρίων για να συμφωνήσουν με μια αξιοπρεπή, βιώσιμη λύση. Υπό παρόμοιες συνθήκες, οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη, αν όχι και για την επίλυση, δεν θάπρεπε καν να ξεκινήσουν όσο συνεχίζεται η κραυγαλέα και αδικαιολόγητη αθέτηση των στοιχειωδέστερων συμβατικών υποχρεώσεων της ‘Αγκυρας. Αντ’ αυτού, η μία παράταση διαδέχεται την άλλη, κατάσταση που εμπεδώνει στην Τουρκία την αντίληψη ότι θα μπει επιβάλλοντας εκείνη τους όρους της στην ΕΕ, την Ελλάδα και την Κύπρο, ακόμη κι όταν οι όροι αυτοί έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και τα ζωτικότερα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, εξευτελίζοντας την ‘Ενωση (και τις δύο χώρες). Η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα οδηγήσει, είτε ενταχθεί, είτε δεν ενταχθεί η Τουρκία τελικά, διεθνώς, στην πολιτικο-διπλωματική ενίσχυση των θέσεών της για Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη. Ενώ δεν αποκλείεται να τεθεί, στο επόμενο εξάμηνο, εν κινδύνω η ύπαρξη συντεταγμένου και δημοκρατικού κράτους στην Κύπρο. (1)
Υπό παρόμοιες συνθήκες διερωτάται κανείς τι ακριβώς εννοούν οι κυβερνήσεις Αθήνας και Λευκωσίας, όταν λένε ότι η Τουρκία θα κριθεί «αυστηρά» και δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες το ορόσημο του Δεκεμβρίου (την αξιολόγησή της από την ΕΕ), χωρίς να προσδιορίζουν τι θα συμβεί τότε και χωρίς να αναζητούν δυνητικούς συμμάχους, αλλά μάλλον προπαγανδίζοντας την τουρκική ένταξη εντός της ΕΕ. ‘Ηδη ο Σαρκοζί, προεξοφλώντας νέα υποχώρηση Αθήνας-Λευκωσίας, έσπευσε να συνάψει εκεχειρία με την ‘Αγκυρα. Αν ένας μαθητής γράφει κοντά στη βάση, είναι φυσικό νάχει δίλημμα ο δάσκαλος αν θα τον περάσει. ‘Οταν ο μαθητής δίνει λευκή κόλλα, απειλώντας τους δασκάλους του να τους πλακώσει στο ξύλο, τι συζήτηση να γίνει. Ο μαθητής αποβάλλεται έως ότου βάλει μυαλό και προσέλθει διαβασμένος και κόσμιος. Αν δεν κάνει αυτό ο δάσκαλος, αργά ή γρήγορα θα φάει και το ξύλο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου πιστεύει πάντα, ακράδαντα, στις ευεργετικές συνέπειες της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία. Πολλοί σε Ευρώπη και Ελλάδα διαφωνούν, τελευταίως μάλιστα, ακόμη κι ένας σημαντικός αρθρογράφος της Wall Street Journal διαπίστωσε, για άλλους λόγους, τις «αποσταθεροποιητικές» συνέπειες μιας ενταξιακής πορείας, που μάλλον απομακρύνει, παρά προσεγγίζει την Τουρκία στη Δύση. Εν πάσει περιπτώσει, ο Πρωθυπουργός θα ακολουθήσει την πολιτική που επιλέγει.
Για να μπορέσει όμως να το κάνει, για να μπορέσει τέλος πάντων να δοκιμασθεί αυτή η πολιτική, να δούμε αν μπορεί όντως να οδηγήσει στα ευεργετικά αποτελέσματα που υποτίθεται ότι θα έχει, οφείλει η Ελλάδα να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό της και να αποκαταστήσει το κύρος της. Μόνο μια αποφασιστική στάση της Αθήνας τον Δεκέμβρη, ενδέχεται να οδηγήσει την Τουρκία σε αναθεώρηση της αδιαλλαξίας της, κάνοντας ασύμφορη τη συνέχιση της σημερινής εκφοβιστικής και παρλκυστικής τακτικής. Μια διαφορετική πολιτική, διαρκούς «διευκόλυνσης» της Τουρκίας θα οδηγήσει τελικά είτε σε απεμπόληση των πιο ζωτικών ελληνικών εθνικών συμφερόντων, είτε σε πολύ σοβαρή κρίσης Ελλάδας-Τουρκίας, αφού, προηγουμένως, οδηγήσει σε διεθνή πολιτική ήττα την Αθήνα και σε μεγάλα προβλήματα τους ‘Ελληνες πολιτικούς που θα την ασκήσουν. Δεν υπάρχουν πολλά εδώ να συζητηθούν. Εφόσον η ‘Αγκυρα δεν υλοποιεί τις υποσχέσεις της, η ‘Ενωση οφείλει να μη συναινέσει σε περαιτέρω ανοίγματα ή κλεισίματα κεφαλαίων της διαπραγμάτευσης. Οτιδήποτε λιγόιτερο, νέες παρατάσεις, άνοιγμα «μερικών» κεφαλαίων και δεν συμμαζεύεται θα οδηγήσει, ορθώς, την ‘Αγκυρα, στο συμπέρασμα ότι δεν έχει λόγο να εκπληρώσει καμμία υποχρέωση.
Στο κάτω-κάτω, αν η ‘Αγκυρα αποφασίσει, για να μην ανοίξει τα λιμάνια της, να παραιτηθεί της ένταξής της δεν χάθηκε ο κόσμος. Καμία καταστροφή δεν θα συμβεί στην Ελλάδα, την Κύπρο, ή την Ευρώπη. Πολλοί μάλιστα θα χειροκροτήσουν τον τερματισμό της ενταξιακής πορείας. Γιατί μέχρι τώρα, η υποστήριξη Αθήνας- Λευκωσίας στην τουρκική ένταξη επέφερε περισσότερες διεκδικήσεις από την ‘Αγκυρα, όχι λιγότερες. Και γιατί η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ την κάνει ένα όλο και λιγότερο δημοκρατικό, όλο και λιγότερο «κυβερνήσιμο», όλο και περισσότερο υπερατλαντικά εξαρτημένο μόρφωμα, εντείνοντας παράλληλα, λόγω του τρόπου διεύρυνσης και του οικονομικού μοντέλου, τις πιέσεις για «κατεδάφιση» του κοινωνικού κράτους στη Δυτική Ευρώπη, της σημαντικότερης ίσως κατάκτησης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, προύπόθεση για να μπορέσει ο κ. Παπανδρέου να ακολουθήσει την πολιτική που πιστεύει, είναι ακριβώς να δώσει σαφές μήνυμα στην ‘Αγκυρα τον Δεκέμβριο, αποφεύγοντας τον πειρασμό νέων παρατάσεων που θα τις βρει ο ίδιος μπροστά του. Το ίδιο ισχύει και για τον κ. Χριστόφια.
Το πιθανότερο, με τα σημερινά δεδομένα, αλλά και επιδίωξη Ουάσιγκτον, Λονδίνου Στοκχόλμης, είναι να δοθεί νέα παράταση συμμόρφωσης στην Τουρκία. Αν συμβεί αυτό, ‘Αγκυρα, Λονδίνο και Ουάσιγκτον θα μεταφέρουν την επομένη τις πιέσεις στο εσωτερικό της Κύπρου για να εξαναγκάσουν τους Κύπριους να αποδεχθούν ένα σχέδιο παραπλήσιο του Ανάν (2). ‘Ενα τέτοιο σχέδιο, αν γίνει αποδεκτό, θα τερματίσει την ύπαρξη συντεταγμένου κυπριακού κράτους, θα εντάξει ήδη από τώρα την Τουρκία στην ‘Ενωση από το «παράθυρο», με δικαιώματα και χωρίς υποχρεώσεις, δια της επιρροής της στην ψήφο των Τουρκοκυπρίων και θα καταστήσει την Ελλάδα όμηρο μιας γιγαντιαίας «’Ιμβρου», για να μην πάθουν τίποτα οι κάτοικοι της οποίας, η Αθήνα θα υποκλίνεται μονίμως στις απαιτήσεις Ουάσιγκτον, ‘Αγκυρας, Λονδίνου. Και, βεβαίως, θα αποτελέσει μια ιστορική καταστροφή, ανυπολόγιστων διαστάσεων, για την ελλαδική και κυπριακή αριστερά και κεντροαριστερά. Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη κι αν αποφύγει ένα νέο, τέτοιο σχέδιο, ο κυπριακός λαός θα ενοχοποιηθεί για δεύτερη φορά μετά το 2004, ως μη επιθυμών λύση και θα αθωωθεί η Τουρκία για την εισβολή του 1974, την εθνοκάθαρση και τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Σημείωση
(1) Αν μάλιστα κρίνουμε από τις εξωφρενικές, εκτός δημοκρατικού πλαισίου, προτάσεις Χριστόφια στις διαπραγματεύσεις, όπως η εκ περιτροπής προεδρία και η «στάθμιση» των ψήφων ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων (!!!), προτάσεις για τις οποίες δεν έχει ούτε καν ενημερώσει καλά-καλά τα συγκυβερνώντα κόμματα. Οι διαπραγματεύσεις της Λευκωσίας δεν είναι διαπραγματεύσεις, έχουν εξελιχθεί σε sui generis συντακτική διaδικασία, πρωτοφανή στην ευρωπαϊκή ιστορία και εξωφρενική για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μετά τον Μεσαίωνα, διεξαγόμενη ερήμην του λαού που θα ζήσει στο νέο κράτος και χωρίς νομιμοποιητική εντολή και βάση.
(2) Δυστυχώς στην κατεύθυνση αυτή κινούνται οι προτάσεις Χριστόφια, όσες τουλάχιστο δημοσιοποιήθηκαν.
Περιοδικό "Επίκαιρα", 20.11.2009
Προς νέες ασφυκτικές πιέσεις στη Λευκωσία τον Ιανουάριο
Σε Ελλάδα και Κύπρο δεν πολυέδωσαν σημασία, γιατί δεν ήθελαν, η δήλωση όμως του Γκιουλ στο Ναχιτσεβάν, στη διάσκεψη κορυφής του «τουρκικού κόσμου», ήταν αποκαλυπτική. Οι Αζέροι τον ενεκάλεσαν γιατί δεν τήρησε τις τουρκικές υποσχέσεις να μην ανοίξουν τα σύνορα με την Αρμενία, όσο καιρό δεν λύνεται το θέμα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ο Γκιουλ τους «αποστόμωσε», λέγοντας ότι δεν πρόκειται να τηρήσει ούτε τη συμφωνία με την Αρμενία! Προς επίρρωσιν των λεγομένων του πρόσθεσε: Και για την Κύπρο υπογράψαμε, αλλά δεν εφαρμόσαμε.
Η Τουρκία ανέλαβε προ ετών την υποχρέωση να ανοίξει λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Η απαίτηση αυτή, σημειωτέον, είναι ελάχιστη. Ακόμα και ικανοποιούμενη, πάλι η κυπριακή/ελληνική διπλωματία θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Γιατί δεν έθεσαν μια σειρά αυτονόητες, μείζονος σημασίας προϋποθέσεις. Αν η ‘Αγκυρα ανοίξει τα λιμάνια, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει μετά να ξαναθέσουν θέματα όπως η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αποχώρηση του στρατού κατοχής, η άρση των διατυπωμένων τουρκικών διεκδικήσεων, απειλών και μέσων τους κατά της Ελλάδας. Ακόμη και τις προάλλες, οι κ.κ. Δρούτσας και Κυπριανού χρησιμοποίησαν τον όρο «εξομάλυνση των σχέσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία», ωσάν ένας αόρατος γλωσσοδέτης να τους εμποδίζει να πουν «αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ο Γάλλος Υφυπουργός Εξωτερικών Πιερ Λελούς δήλωσε ότι συνιστά «άκρων άωτον του παραλογισμού» η κατοχή εδάφους της ΕΕ από ένα υποψήφιο μέλος. Ακόμα πιο μεγάλος παραλογισμός όμως είναι η αποφυγή από Αθήνα και Λευκωσία του να θέσουν το ζήτημα. Στο παρελθόν, ο τότε Γάλλος Πρωθυπουργός Βιλπέν είχε χαρακτηρίσει «αδιανόητη» την έναρξη διαπραγματεύσεων με χώρα που δεν αναγνωρίζει μέλος της ΕΕ – αλλά Λευκωσία και Αθήνα δυσαρεστήθηκαν για τη γαλλική συμπαράσταση!!!
Και τη μίνιμουμ υποχρέωσή της όμως, το άνοιγμα λιμανιών/αεροδρομίων, η ‘Αγκυρα αρνείται να την εφαρμόσει, χωρίς να της δοθούν ανταλλάγματα, δηλ. πλήρης απελευθέρωση του εμπορίου με το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Τέτοια απελευθέρωση θα συνιστούσε μείζον πολιτικό βήμα προς αναγνώριση της κατοχής, αφαιρώντας και ένα από τα λίγα εναπομείναντα κίνητρα των Τουρκοκυπρίων για να συμφωνήσουν με μια αξιοπρεπή, βιώσιμη λύση. Υπό παρόμοιες συνθήκες, οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη, αν όχι και για την επίλυση, δεν θάπρεπε καν να ξεκινήσουν όσο συνεχίζεται η κραυγαλέα και αδικαιολόγητη αθέτηση των στοιχειωδέστερων συμβατικών υποχρεώσεων της ‘Αγκυρας. Αντ’ αυτού, η μία παράταση διαδέχεται την άλλη, κατάσταση που εμπεδώνει στην Τουρκία την αντίληψη ότι θα μπει επιβάλλοντας εκείνη τους όρους της στην ΕΕ, την Ελλάδα και την Κύπρο, ακόμη κι όταν οι όροι αυτοί έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και τα ζωτικότερα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, εξευτελίζοντας την ‘Ενωση (και τις δύο χώρες). Η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα οδηγήσει, είτε ενταχθεί, είτε δεν ενταχθεί η Τουρκία τελικά, διεθνώς, στην πολιτικο-διπλωματική ενίσχυση των θέσεών της για Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη. Ενώ δεν αποκλείεται να τεθεί, στο επόμενο εξάμηνο, εν κινδύνω η ύπαρξη συντεταγμένου και δημοκρατικού κράτους στην Κύπρο. (1)
Υπό παρόμοιες συνθήκες διερωτάται κανείς τι ακριβώς εννοούν οι κυβερνήσεις Αθήνας και Λευκωσίας, όταν λένε ότι η Τουρκία θα κριθεί «αυστηρά» και δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες το ορόσημο του Δεκεμβρίου (την αξιολόγησή της από την ΕΕ), χωρίς να προσδιορίζουν τι θα συμβεί τότε και χωρίς να αναζητούν δυνητικούς συμμάχους, αλλά μάλλον προπαγανδίζοντας την τουρκική ένταξη εντός της ΕΕ. ‘Ηδη ο Σαρκοζί, προεξοφλώντας νέα υποχώρηση Αθήνας-Λευκωσίας, έσπευσε να συνάψει εκεχειρία με την ‘Αγκυρα. Αν ένας μαθητής γράφει κοντά στη βάση, είναι φυσικό νάχει δίλημμα ο δάσκαλος αν θα τον περάσει. ‘Οταν ο μαθητής δίνει λευκή κόλλα, απειλώντας τους δασκάλους του να τους πλακώσει στο ξύλο, τι συζήτηση να γίνει. Ο μαθητής αποβάλλεται έως ότου βάλει μυαλό και προσέλθει διαβασμένος και κόσμιος. Αν δεν κάνει αυτό ο δάσκαλος, αργά ή γρήγορα θα φάει και το ξύλο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου πιστεύει πάντα, ακράδαντα, στις ευεργετικές συνέπειες της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία. Πολλοί σε Ευρώπη και Ελλάδα διαφωνούν, τελευταίως μάλιστα, ακόμη κι ένας σημαντικός αρθρογράφος της Wall Street Journal διαπίστωσε, για άλλους λόγους, τις «αποσταθεροποιητικές» συνέπειες μιας ενταξιακής πορείας, που μάλλον απομακρύνει, παρά προσεγγίζει την Τουρκία στη Δύση. Εν πάσει περιπτώσει, ο Πρωθυπουργός θα ακολουθήσει την πολιτική που επιλέγει.
Για να μπορέσει όμως να το κάνει, για να μπορέσει τέλος πάντων να δοκιμασθεί αυτή η πολιτική, να δούμε αν μπορεί όντως να οδηγήσει στα ευεργετικά αποτελέσματα που υποτίθεται ότι θα έχει, οφείλει η Ελλάδα να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό της και να αποκαταστήσει το κύρος της. Μόνο μια αποφασιστική στάση της Αθήνας τον Δεκέμβρη, ενδέχεται να οδηγήσει την Τουρκία σε αναθεώρηση της αδιαλλαξίας της, κάνοντας ασύμφορη τη συνέχιση της σημερινής εκφοβιστικής και παρλκυστικής τακτικής. Μια διαφορετική πολιτική, διαρκούς «διευκόλυνσης» της Τουρκίας θα οδηγήσει τελικά είτε σε απεμπόληση των πιο ζωτικών ελληνικών εθνικών συμφερόντων, είτε σε πολύ σοβαρή κρίσης Ελλάδας-Τουρκίας, αφού, προηγουμένως, οδηγήσει σε διεθνή πολιτική ήττα την Αθήνα και σε μεγάλα προβλήματα τους ‘Ελληνες πολιτικούς που θα την ασκήσουν. Δεν υπάρχουν πολλά εδώ να συζητηθούν. Εφόσον η ‘Αγκυρα δεν υλοποιεί τις υποσχέσεις της, η ‘Ενωση οφείλει να μη συναινέσει σε περαιτέρω ανοίγματα ή κλεισίματα κεφαλαίων της διαπραγμάτευσης. Οτιδήποτε λιγόιτερο, νέες παρατάσεις, άνοιγμα «μερικών» κεφαλαίων και δεν συμμαζεύεται θα οδηγήσει, ορθώς, την ‘Αγκυρα, στο συμπέρασμα ότι δεν έχει λόγο να εκπληρώσει καμμία υποχρέωση.
Στο κάτω-κάτω, αν η ‘Αγκυρα αποφασίσει, για να μην ανοίξει τα λιμάνια της, να παραιτηθεί της ένταξής της δεν χάθηκε ο κόσμος. Καμία καταστροφή δεν θα συμβεί στην Ελλάδα, την Κύπρο, ή την Ευρώπη. Πολλοί μάλιστα θα χειροκροτήσουν τον τερματισμό της ενταξιακής πορείας. Γιατί μέχρι τώρα, η υποστήριξη Αθήνας- Λευκωσίας στην τουρκική ένταξη επέφερε περισσότερες διεκδικήσεις από την ‘Αγκυρα, όχι λιγότερες. Και γιατί η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ την κάνει ένα όλο και λιγότερο δημοκρατικό, όλο και λιγότερο «κυβερνήσιμο», όλο και περισσότερο υπερατλαντικά εξαρτημένο μόρφωμα, εντείνοντας παράλληλα, λόγω του τρόπου διεύρυνσης και του οικονομικού μοντέλου, τις πιέσεις για «κατεδάφιση» του κοινωνικού κράτους στη Δυτική Ευρώπη, της σημαντικότερης ίσως κατάκτησης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, προύπόθεση για να μπορέσει ο κ. Παπανδρέου να ακολουθήσει την πολιτική που πιστεύει, είναι ακριβώς να δώσει σαφές μήνυμα στην ‘Αγκυρα τον Δεκέμβριο, αποφεύγοντας τον πειρασμό νέων παρατάσεων που θα τις βρει ο ίδιος μπροστά του. Το ίδιο ισχύει και για τον κ. Χριστόφια.
Το πιθανότερο, με τα σημερινά δεδομένα, αλλά και επιδίωξη Ουάσιγκτον, Λονδίνου Στοκχόλμης, είναι να δοθεί νέα παράταση συμμόρφωσης στην Τουρκία. Αν συμβεί αυτό, ‘Αγκυρα, Λονδίνο και Ουάσιγκτον θα μεταφέρουν την επομένη τις πιέσεις στο εσωτερικό της Κύπρου για να εξαναγκάσουν τους Κύπριους να αποδεχθούν ένα σχέδιο παραπλήσιο του Ανάν (2). ‘Ενα τέτοιο σχέδιο, αν γίνει αποδεκτό, θα τερματίσει την ύπαρξη συντεταγμένου κυπριακού κράτους, θα εντάξει ήδη από τώρα την Τουρκία στην ‘Ενωση από το «παράθυρο», με δικαιώματα και χωρίς υποχρεώσεις, δια της επιρροής της στην ψήφο των Τουρκοκυπρίων και θα καταστήσει την Ελλάδα όμηρο μιας γιγαντιαίας «’Ιμβρου», για να μην πάθουν τίποτα οι κάτοικοι της οποίας, η Αθήνα θα υποκλίνεται μονίμως στις απαιτήσεις Ουάσιγκτον, ‘Αγκυρας, Λονδίνου. Και, βεβαίως, θα αποτελέσει μια ιστορική καταστροφή, ανυπολόγιστων διαστάσεων, για την ελλαδική και κυπριακή αριστερά και κεντροαριστερά. Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη κι αν αποφύγει ένα νέο, τέτοιο σχέδιο, ο κυπριακός λαός θα ενοχοποιηθεί για δεύτερη φορά μετά το 2004, ως μη επιθυμών λύση και θα αθωωθεί η Τουρκία για την εισβολή του 1974, την εθνοκάθαρση και τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Σημείωση
(1) Αν μάλιστα κρίνουμε από τις εξωφρενικές, εκτός δημοκρατικού πλαισίου, προτάσεις Χριστόφια στις διαπραγματεύσεις, όπως η εκ περιτροπής προεδρία και η «στάθμιση» των ψήφων ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων (!!!), προτάσεις για τις οποίες δεν έχει ούτε καν ενημερώσει καλά-καλά τα συγκυβερνώντα κόμματα. Οι διαπραγματεύσεις της Λευκωσίας δεν είναι διαπραγματεύσεις, έχουν εξελιχθεί σε sui generis συντακτική διaδικασία, πρωτοφανή στην ευρωπαϊκή ιστορία και εξωφρενική για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μετά τον Μεσαίωνα, διεξαγόμενη ερήμην του λαού που θα ζήσει στο νέο κράτος και χωρίς νομιμοποιητική εντολή και βάση.
(2) Δυστυχώς στην κατεύθυνση αυτή κινούνται οι προτάσεις Χριστόφια, όσες τουλάχιστο δημοσιοποιήθηκαν.
Περιοδικό "Επίκαιρα", 20.11.2009
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
Πολιτική, stage και ρουσφετιστάν
(και η θέση της ελληνικής αριστεράς)
Ξαφνικά, εκ δεξιών και αριστερών, από τον ΛΑΟΣ και τη ΝΔ μέχρι το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεχείλισε η «κοινωνική ευαισθησία» για τον τερματισμό των συμβάσεων stage. Πρέπει, λένε, να τους μονιμοποιήσουν στο δημόσιο ή πρέπει να τους δώσουν μόρια, για να μπαίνουν πιο εύκολα από τους άλλους, κανονικούς υποψήφιους, στους διαγωνισμούς. Εμείς θα προτείναμε κάτι άλλο, προς απλούστευση των διαδικασιών. Να δίνονται επίσημα ρουσφετόχαρτα από τους βουλευτές, τους δημάρχους, τους πολιτικούς, τα κόμματα, τους υπουργούς και να μετράνε με μόρια στους διαγωνισμούς του δημοσίου, όπως κάποτε τα συγχωροχάρτια του Πάπα επέτρεπαν την είσοδο στον παράδεισο.
Φυσικά, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε απαράδεκτες συνθήκες και ανασφάλιστοι αντιμετωπίζουν σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα εξαιτίας του τερματισμού των συμβάσεων. Ενδεχομένως πρέπει να βοηθηθούν π.χ. με την καταβολή ενσήμων. Είναι επίσης αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι αναμάρτητο, όπως είναι γεγονός ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανεργίας στη χώρα και κάλυψης πραγματικών αναγκών του δημόσιου τομέα. Ούτε λύση όμως σε αυτά τα προβλήματα, ούτε «κοινωνικά ευαίσθητη» πρόταση είναι η μονιμοποίηση ή μοριοδότηση όσων εργάζονται σήμερα στα stage. Γιατί, αυτού του είδους η «ευαισθησία», συνοδεύεται από πολύ μεγάλη αναισθησία απέναντι στους άνεργους νέους που δεν έχουν ή δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν «μπάρμπα στην Κορώνη», δεν τα κατάφεραν ή δεν θέλησαν να περάσουν από κομματικό, βουλευτικό ή άλλο γραφείο για να βρουν μια δουλίτσα στο δημόσιο. Γι’ αυτούς δεν πρέπει να υπάρχει στον ήλιο μοίρα; Γιατί οι κομματικοί καραγκιόζηδες δεν επιδεικνύουν καμμιά ευαισθησία γι’ αυτούς, αλλά αντίθετα είναι πρόθυμοι να τους μετακυλίσουν όλο το βάρος του προβλήματιος. Γιατί σε αυτούς θα το μετακυλίσουν, εις βάρος αποκλειστικά των άνεργων νέων που δεν πέρασαν από τα γραφεία τους, θα γίνει η κατά προτίμηση πρόσβαση των stagiaires στο δημόσιο, παρακάμπτοντας και ικανότητες και κοινωνικά κριτήρια. Αν αυτό ονομάζεται ευαισθησία οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Αλλά δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης που παίζεται εδώ. Είναι επίσης η διαιώνιση του «ρουσφετιστάν». Γιατί, ακόμα και ο πιι ηλίθιος κάτοικος της χώρας γνωρίζει τι θα συμβεί αν υλοποιηθούν οι προτάσεις έκτακτης μοριοδότησης ή μονιμοποίησης. Θα τακτοποιηθούν, όπως και όσοι τακτοποιηθούν οι νυν συμβασιούχοι, όπως συνέβη από την προηγούμενη κυβέρνηση, και θα διαιωνισθεί το ίδιο παντοδύναμο σύστημα, που είναι στη βάση της πελατειακής νοοτροπίας, της διάλυσης του δημόσιου τομέα και της παραγωγής μαύρου πολιτικού χρήματος και επιρροής. Αυτό θέλουμε;
Ξεπερνάνε ομολογουμένως και τα συνήθη για τη χώρα μας επίπεδα θράσους οι κατηγορίες της ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ για αντιλαϊκή πολιτική. Κέρδισαν τις εκλογές στο παρελθόν υποσχόμενοι επανίδρυση του κράτους και πάταξη της διαφθοράς, μονιμοποίησαν όσους συμβασιούχους μονιμοποίησαν, είπαν τέρμα στο σύστημα αυτό και μετά το ξανάστησαν από την αρχή, ξαναδημιουργώντας το πρόβλημα. Τώρα εμφανίζονται τιμητές, απαιτώντας από την κυβέρνηση που τους διαδέχθηκε να «τακτοποιήσει» όσους οι ίδιοι διόρισαν. (Δυστυχώς άλλωστε δεν χρειάζεται κανείς να πάει στα του ρουσφετιού, για να αντιληφθεί ότι, και η ΝΔ, έχει προ πολλού απωλέσει κάθε δυνατότητα πολιτικής, μετατρεπόμενη σε ομοσπονδία μικρών και μεγάλων συμφερόντων. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο αποκαρδιωτικό θέαμα μιας επελαύνουσας «αυτοκρατορίας του χρήματος», που επιχειρεί αυτές τις μέρες να ελέγξει τη διαδοχή στην αξιωματική αντιπολίτευση και που, μόνη αυτή, εξηγεί, με την ύπαρξή της, τις άνευ προηγουμένου «ιδεολογικές μετατοπίσεις» που βλέπουμε στη διαδικασία εκλογές νέου αρχηγού.) Ο ΛΑΟΣ από την πλευρά του ειρωνεύεται την κυβέρνηση ότι άρχισε την εξυγίανση από τους φουκαράδες και όχι από το «μεγάλο κεφάλαιο» - ο ίδιος μας προτείνει, ως συνταγή εξόδου από την κρίση, τη νομιμοποιίηση του «μαύρου χρήματος», δηλαδή του προϊόντος παράνομων πράξεων, που ωφελούν κυρίως «έχοντες και κατέχοντες».
Θα περίμενε κανείς μια πιο γενναία και πιο πρωτοποριακή θέση από την ελληνική αριστερά, φορέα μιας μεγάλης παράδοσης και μιας μεγάλης ελπίδας κατά τον 20ό αιώνα. Αυτή η αριστερά όμως, που αυτοαποκαλείται «κομμουνιστική» ή «ριζοσπαστική», μοιάζει να έχει μετατραπεί σε συντεχνιακό συνδικάτο, που υιοθετεί κάθε (δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο) αίτημα που διατυπώνεται προς ένα χρεωκοπημένο μάλιστα κατ’ ουσίαν ελληνικό κράτος, αδιαφορώντας για το κόστος που θα πληρώσει η κοινωνία και έχοντας προ πολλού παραιτηθεί από κάθε πραγματική φιλοδοξία και σχέδιο αναμόρφωσής της.
‘Οπως προαναφέραμε, πιθανώς πρέπει να δοθούν τα ένσημα των stage και να βρεθούν τρόποι άμβλυνσης του κοινωνικού προβλήματος που δημιουργήθηκε. Και γιατί άλλωστε μόνο γι’ αυτούς, χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο καταπολέμησης της ανεργίας και των συνεπειών της, όχι νέες και νέες ειδικές ρυθμίσεις για τους ρουσφετολογικά συνδεδεμένους με την κομματοκρατία. Αν χρειάζονται κάποιοι έξτρα μόρια για κοινωνικούς λόγους, ας θεσπισθούν κοινωνικά κριτήρια που θα ισχύουν για όλους, αντίστοιχα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Χρειαζόμαστε κράτος, χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, όχι μπλέ και πράσινα φέουδα απομύζησης του εθνικού πλούτου. Χρειαζόμαστε επίσης, έστω και αν ματώσουμε, διαφανείς διαδικασίες στο δημόσιο, αρχής γενομένης από τις προσλήψεις καιο προχωρώντας σε κάθε διοικητική τοποθέτηση (μετάθεση, μετάταξη, απόσπαση, προαγωγή). Με δεδομένη την έντονη οσμή σαπίλας, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, το λιγότερο που επιβάλλεται είναι να μην προσλαμβάνεται ούτε κλητήρας χωρίς πλήρως διαφανή κριτήρια
‘Οχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και εν τέλει δημοκρατίας. ‘Οχι μόνο για να σταματήσει η διαφυγή σημαντικών πόρων, μαύρου χρήματος, μέσα από τη διαφθορά στο δημόσιο. Αλλά γιατί το ρουσφέτι, σε κάθε επίπεδο, διαμορφώνει μια τάξη δημοσίων υπαλλήλων-ανδρείκελων, που επιδιώκουν να ανέβουν όχι με τη δουλειά τους, αλλά καθιστάμενοι αρεστοί στους προϊσταμένους τους, στους πολιτικούς, στους επιχειρηματίες. Το ελληνικό «σύστημα», ο ελληνικός «υπαρκτός καπιταλισμός» είναι ένα απέραντο «εργολαβιστάν-λαμογιστάν-ρουσφετιστάν», που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, συμπαρασύροντας τη χώρα. Το κόστος της διαφθοράς είναι τεράστιο καθ’ εαυτό, αλλά δεν είναι τίποτα μπορστά στο κόστος από τη διάλυση της χώρας, διάλυση που είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την απομύζησή της. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας, όχι γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες, αλλά γιατί μόνο ένα αποδιοργανωμένο κράτος και υπάλληλοι χωρίς αξία και χωρίς αξιοπρέπεια (εξαρτημένοι από κάθε εξουσία για την καριέρα τους) και μόνο μπορούν να επιτρέψουν να διαιωνίζεται η ληστεία του. Δεν είναι δυνατόν να ζητάμε από κάθε καινούρια κυβέρνηση που έρχεται να νομιμοποιεί τα εκάστοτε ρουσφέτια, τα εκάστοτε αυθαίρετα και τις εν γένει παρανομίες του άλλου κόμματος, να αποσύρει κι άλλα αυτοκίνητα εις βάρος του περιβάλλοντος και του εξωτερικιού ελλείμματος, ονομάζοντας μια τέτοια πολιτική φιλολαϊκή. ‘Ετσι έφτασε ολόκληρη η Ελλάδα να στάζει από τη διαφθορά της και να εκβιάζεται εύκολα από κάθε Χριστοφοράκο και, πίσω του, από κάθε ξένη δύναμη.
Απομένει φυσικά να δούμε αν το ΠΑΣΟΚ θάχει όντως τα κότσια να αντισταθεί μέχρι τέλους, γιατί αν ανοίξει μια ρωγμή, που έχει μπει ήδη στον πειρασμό να την ανοίξει, άλλωστε το ρουσφέτι είναι απολύτως στο DNA των περισσότερων στελεχών και «φίλων» του, και είναι κιόλας ορατή η διάθεση των «νεοπράσινων», θα πλημμυρίσει εύκολα το παν από τις τεράστιες δυνάμεις του «ρουσφετιστάν-λαμογιστάν-εργολαβιστάν». Μέχρι τώρα, αυτή η κυβέρνηση ως πρόθεση αντιμετώπισης των καίριων προβλημάτων της ελληνικής διοίκησης, δεν τα πάει άσχημα. Η αριστερά θάπρεπε να της συμπαρασταθεί στο σημείο αυτό, για να είναι πιο αξιόπιστη στην κριτική που πιθανώς θα πρέπει να της κάνει αύριο.
Η εμπειρία του παρελθόντος από το ΠΑΣΟΚ κάνει φυσικά οιποιονδήποτε πολύ επιφυλακτικό για το αποτέλεσμα του εγχειρήματος, δεν είναι λόγος όμως αυτός για να μη στηριχθεί. Η προσπάθεια της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι πολύ δύσκολη. Δεν διαθέτει το μεγάλο πολιτικο-ιδεολογικό κίνημα, που θα μποιρούσε να συνδέσει με τα κοινωνικά συμφέροντα των πιο αδικημένων, με ένα γενικότερο, διαφορετικό σχέδιο για όλη την κοινωνία. Διερωτάται κανείς που θα στηριχθεί π.χ. η αρίστων προϋποθέσεων Μαριλίζ Ξενογιαννακοπούλου, αν θελήσει να τα βάλει όντως με τις φαρμακευτικές εταιρείες που ληστεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία, ή ένα ανάλγητο ιατρικό κατεστημένο, που διαλύει τα δημόσια νοσοκομεία για να ευημερούν οι ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα του; Είναι πολύ μεγάλα τα επιμέρους συμφέροντα που αντιδρούν, και περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος, ίσως την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης. Αυτά τα συμφέροντα καθιστούν πολύ δύσκολη έναν εκσυγχρονισμό, μια δημοκρατική στην ουσία της μεταρρύθμιση του κράτους. Ταυτόχρονα όμως, η γενική διάλυση της χώρας επηρεάζει και όσους ωφελούνται επί μέρους. Εκεί, σε αυτή την ευρύτερη ανάγκη, θα μπορούσαν να στηριχθούν οι όποιιες προσπάθειες μεταρρύθμισης.
Κρίση της πολιτικής και αμηχανία της Αριστεράς
Το «ελληνικό πρόβλημα» δεν είναι του ενός ή του άλλου κόμματος, αλλοιώς θα μπορούσε να λυθεί εύκολα. Συνολικά το πολιτικό σύστημα μοιάζει πλήρως αδύναμο να παράγει λύσεις, είναι το ίδιο πρόβλημα για τη χώρα, και αυτό υποδηλώνουν οι διαδοχικές «καταστροφικές» κρίσεις όλων των κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ προ διετίας, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ φέτος, ίσως και του ΚΚΕ κάποια στιγμή στο μέλλον. Οι πολιτικοί μας μοιάζουν να έχουν προ πολλού χάσει κάθε πολιτική ικανόιτητα, δηλαδή κάθε δυνατότητα να εφράσουν πολιτικά τις ανάγκες της κοινωνίας. Πρακτικά, τείνουν να γίνουν διαχειριστές ενός συστήματος που δεν μοιάζει πολύ βιώσιμο, και των επί μέρους, όλο και πιο ιδιοτελών συμφερόντω που το συγκροτούν.
Θεωρητικά, μια κρίση τόσο βαθειά όσο η σημερινή θα ήταν μια τεράστια ευκαιρία και για την αριστερά να βγει από το περιθώριο. Κι όμως, τα στελέχη της, συχνά απασχολημένα με μια ατέλειωτη «μάχη για την καρέκλα», έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την παράταξή τους στην πιο συντηρητική της χώρας. «Προδίδοντας» την ανιδιοτελή πλειοψηφία της βάσης της και μια ιστορική παρακαταθήκη τόσο ηρωϊκή και πλούσια. Στη βιομηχανική Αγγλία του 19ου αιώνα ήταν επαναστατική η ανακάλυψη από τον Μαρξ του τρόπου με τον οποίο οι καπιταλιστές κλέβουν την υπεραξία των εργατών. Αλλά σε μια χώρα με την κοινωνική δομή της Ελλάδας, έχει νόημα άραγε ένα πρόγραμμα «συνδικαλιστικής», «οικονομίστικης» θάλεγε ο Λένιν, υπεράσπισης (άλλοτε δικαιολογημένων και άλλοτε τελείως αδικαιολόγητων) διεκδικήσεων διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών, χωρίς την πρόταξη μιας γενικότερης άποψης για την αναδιοργάνωση μιας χώρας που αντιμετωπίζει μια από τις σοβαρότερες κρίσεις της ιστορίας της; Είναι δυνατόν οι ηγέτες της «κομμουνιστικής» ή «ριζοσπαστικής» αριστεράς να χαϊδεύουν τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων ή την απαράδεκτη λειτουργία της δημόσιας ιατρικής; Βεβαίως χρειάζονται προσλήψεις προσωπικού στα νοσοκομεία. Δεν χρειάζονται όμως οι 45 ηλεκτρολόγοι που χτυπάνε κάρτα και φεύγουν κάθε πρωϊ σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο. Χρειάζεται η επάνδρωση των 22 άριστα εξοπλισμένων χειρουργείων μεγάλου δημόσιου νοσοκομείου της Αθήνας που αδρανούν σήμερα, γιατί αν λειτουργούσαν δεν θα μπορούσαν να έχουν υπερκέρδη τα ιδιωτικά νοσοκομεία που συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα των διευθυντών των δημόσιων νοσοκομείων. Ακούσατε εσείς καμιά αριστερά να ενδιαφερθεί γι’ αυτά τα ζητήματα, να στηλιτεύσει με πρακτικές πρωτοβουλίες το φακελάκι, τον τρόπο λειτουργίας της «δημόσιας» ιταρικής, να δώσει μάχη μέσα στα νοσοκομεία; Πως θα κάνει αγώνα εναντίον της «παγκοσμιοποίησης», του «καπιταλισμού», του «ιμπεριαλισμού», αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να τα βάλει με τα λαμόγια της γειτονιάς; ‘Η θα περιμένουμε να έρθει η Δευτέρα Παρουσία για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας;
Δυστυχώς άλλωστε, αν κάτι έδειξε ο περασμένος Δεκέμβρης είναι ότι, ούτε σε εξέγερση δεν μπορούμε εύκολα να ελπίζουμε. ‘Οπως είπε μια μέρα πικρά ο Χάρυ Κλυν: «τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Τα παιδιά αυτά έχουν τώρα κάτι βίλλες, με κάτι κάγκελλα, που κανένα τανκ δεν μπορεί να τα ρίξει».
"Επίκαιρα", 13.11.2009
Ξαφνικά, εκ δεξιών και αριστερών, από τον ΛΑΟΣ και τη ΝΔ μέχρι το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεχείλισε η «κοινωνική ευαισθησία» για τον τερματισμό των συμβάσεων stage. Πρέπει, λένε, να τους μονιμοποιήσουν στο δημόσιο ή πρέπει να τους δώσουν μόρια, για να μπαίνουν πιο εύκολα από τους άλλους, κανονικούς υποψήφιους, στους διαγωνισμούς. Εμείς θα προτείναμε κάτι άλλο, προς απλούστευση των διαδικασιών. Να δίνονται επίσημα ρουσφετόχαρτα από τους βουλευτές, τους δημάρχους, τους πολιτικούς, τα κόμματα, τους υπουργούς και να μετράνε με μόρια στους διαγωνισμούς του δημοσίου, όπως κάποτε τα συγχωροχάρτια του Πάπα επέτρεπαν την είσοδο στον παράδεισο.
Φυσικά, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε απαράδεκτες συνθήκες και ανασφάλιστοι αντιμετωπίζουν σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα εξαιτίας του τερματισμού των συμβάσεων. Ενδεχομένως πρέπει να βοηθηθούν π.χ. με την καταβολή ενσήμων. Είναι επίσης αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι αναμάρτητο, όπως είναι γεγονός ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανεργίας στη χώρα και κάλυψης πραγματικών αναγκών του δημόσιου τομέα. Ούτε λύση όμως σε αυτά τα προβλήματα, ούτε «κοινωνικά ευαίσθητη» πρόταση είναι η μονιμοποίηση ή μοριοδότηση όσων εργάζονται σήμερα στα stage. Γιατί, αυτού του είδους η «ευαισθησία», συνοδεύεται από πολύ μεγάλη αναισθησία απέναντι στους άνεργους νέους που δεν έχουν ή δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν «μπάρμπα στην Κορώνη», δεν τα κατάφεραν ή δεν θέλησαν να περάσουν από κομματικό, βουλευτικό ή άλλο γραφείο για να βρουν μια δουλίτσα στο δημόσιο. Γι’ αυτούς δεν πρέπει να υπάρχει στον ήλιο μοίρα; Γιατί οι κομματικοί καραγκιόζηδες δεν επιδεικνύουν καμμιά ευαισθησία γι’ αυτούς, αλλά αντίθετα είναι πρόθυμοι να τους μετακυλίσουν όλο το βάρος του προβλήματιος. Γιατί σε αυτούς θα το μετακυλίσουν, εις βάρος αποκλειστικά των άνεργων νέων που δεν πέρασαν από τα γραφεία τους, θα γίνει η κατά προτίμηση πρόσβαση των stagiaires στο δημόσιο, παρακάμπτοντας και ικανότητες και κοινωνικά κριτήρια. Αν αυτό ονομάζεται ευαισθησία οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Αλλά δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης που παίζεται εδώ. Είναι επίσης η διαιώνιση του «ρουσφετιστάν». Γιατί, ακόμα και ο πιι ηλίθιος κάτοικος της χώρας γνωρίζει τι θα συμβεί αν υλοποιηθούν οι προτάσεις έκτακτης μοριοδότησης ή μονιμοποίησης. Θα τακτοποιηθούν, όπως και όσοι τακτοποιηθούν οι νυν συμβασιούχοι, όπως συνέβη από την προηγούμενη κυβέρνηση, και θα διαιωνισθεί το ίδιο παντοδύναμο σύστημα, που είναι στη βάση της πελατειακής νοοτροπίας, της διάλυσης του δημόσιου τομέα και της παραγωγής μαύρου πολιτικού χρήματος και επιρροής. Αυτό θέλουμε;
Ξεπερνάνε ομολογουμένως και τα συνήθη για τη χώρα μας επίπεδα θράσους οι κατηγορίες της ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ για αντιλαϊκή πολιτική. Κέρδισαν τις εκλογές στο παρελθόν υποσχόμενοι επανίδρυση του κράτους και πάταξη της διαφθοράς, μονιμοποίησαν όσους συμβασιούχους μονιμοποίησαν, είπαν τέρμα στο σύστημα αυτό και μετά το ξανάστησαν από την αρχή, ξαναδημιουργώντας το πρόβλημα. Τώρα εμφανίζονται τιμητές, απαιτώντας από την κυβέρνηση που τους διαδέχθηκε να «τακτοποιήσει» όσους οι ίδιοι διόρισαν. (Δυστυχώς άλλωστε δεν χρειάζεται κανείς να πάει στα του ρουσφετιού, για να αντιληφθεί ότι, και η ΝΔ, έχει προ πολλού απωλέσει κάθε δυνατότητα πολιτικής, μετατρεπόμενη σε ομοσπονδία μικρών και μεγάλων συμφερόντων. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο αποκαρδιωτικό θέαμα μιας επελαύνουσας «αυτοκρατορίας του χρήματος», που επιχειρεί αυτές τις μέρες να ελέγξει τη διαδοχή στην αξιωματική αντιπολίτευση και που, μόνη αυτή, εξηγεί, με την ύπαρξή της, τις άνευ προηγουμένου «ιδεολογικές μετατοπίσεις» που βλέπουμε στη διαδικασία εκλογές νέου αρχηγού.) Ο ΛΑΟΣ από την πλευρά του ειρωνεύεται την κυβέρνηση ότι άρχισε την εξυγίανση από τους φουκαράδες και όχι από το «μεγάλο κεφάλαιο» - ο ίδιος μας προτείνει, ως συνταγή εξόδου από την κρίση, τη νομιμοποιίηση του «μαύρου χρήματος», δηλαδή του προϊόντος παράνομων πράξεων, που ωφελούν κυρίως «έχοντες και κατέχοντες».
Θα περίμενε κανείς μια πιο γενναία και πιο πρωτοποριακή θέση από την ελληνική αριστερά, φορέα μιας μεγάλης παράδοσης και μιας μεγάλης ελπίδας κατά τον 20ό αιώνα. Αυτή η αριστερά όμως, που αυτοαποκαλείται «κομμουνιστική» ή «ριζοσπαστική», μοιάζει να έχει μετατραπεί σε συντεχνιακό συνδικάτο, που υιοθετεί κάθε (δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο) αίτημα που διατυπώνεται προς ένα χρεωκοπημένο μάλιστα κατ’ ουσίαν ελληνικό κράτος, αδιαφορώντας για το κόστος που θα πληρώσει η κοινωνία και έχοντας προ πολλού παραιτηθεί από κάθε πραγματική φιλοδοξία και σχέδιο αναμόρφωσής της.
‘Οπως προαναφέραμε, πιθανώς πρέπει να δοθούν τα ένσημα των stage και να βρεθούν τρόποι άμβλυνσης του κοινωνικού προβλήματος που δημιουργήθηκε. Και γιατί άλλωστε μόνο γι’ αυτούς, χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο καταπολέμησης της ανεργίας και των συνεπειών της, όχι νέες και νέες ειδικές ρυθμίσεις για τους ρουσφετολογικά συνδεδεμένους με την κομματοκρατία. Αν χρειάζονται κάποιοι έξτρα μόρια για κοινωνικούς λόγους, ας θεσπισθούν κοινωνικά κριτήρια που θα ισχύουν για όλους, αντίστοιχα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Χρειαζόμαστε κράτος, χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, όχι μπλέ και πράσινα φέουδα απομύζησης του εθνικού πλούτου. Χρειαζόμαστε επίσης, έστω και αν ματώσουμε, διαφανείς διαδικασίες στο δημόσιο, αρχής γενομένης από τις προσλήψεις καιο προχωρώντας σε κάθε διοικητική τοποθέτηση (μετάθεση, μετάταξη, απόσπαση, προαγωγή). Με δεδομένη την έντονη οσμή σαπίλας, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, το λιγότερο που επιβάλλεται είναι να μην προσλαμβάνεται ούτε κλητήρας χωρίς πλήρως διαφανή κριτήρια
‘Οχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και εν τέλει δημοκρατίας. ‘Οχι μόνο για να σταματήσει η διαφυγή σημαντικών πόρων, μαύρου χρήματος, μέσα από τη διαφθορά στο δημόσιο. Αλλά γιατί το ρουσφέτι, σε κάθε επίπεδο, διαμορφώνει μια τάξη δημοσίων υπαλλήλων-ανδρείκελων, που επιδιώκουν να ανέβουν όχι με τη δουλειά τους, αλλά καθιστάμενοι αρεστοί στους προϊσταμένους τους, στους πολιτικούς, στους επιχειρηματίες. Το ελληνικό «σύστημα», ο ελληνικός «υπαρκτός καπιταλισμός» είναι ένα απέραντο «εργολαβιστάν-λαμογιστάν-ρουσφετιστάν», που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, συμπαρασύροντας τη χώρα. Το κόστος της διαφθοράς είναι τεράστιο καθ’ εαυτό, αλλά δεν είναι τίποτα μπορστά στο κόστος από τη διάλυση της χώρας, διάλυση που είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την απομύζησή της. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας, όχι γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες, αλλά γιατί μόνο ένα αποδιοργανωμένο κράτος και υπάλληλοι χωρίς αξία και χωρίς αξιοπρέπεια (εξαρτημένοι από κάθε εξουσία για την καριέρα τους) και μόνο μπορούν να επιτρέψουν να διαιωνίζεται η ληστεία του. Δεν είναι δυνατόν να ζητάμε από κάθε καινούρια κυβέρνηση που έρχεται να νομιμοποιεί τα εκάστοτε ρουσφέτια, τα εκάστοτε αυθαίρετα και τις εν γένει παρανομίες του άλλου κόμματος, να αποσύρει κι άλλα αυτοκίνητα εις βάρος του περιβάλλοντος και του εξωτερικιού ελλείμματος, ονομάζοντας μια τέτοια πολιτική φιλολαϊκή. ‘Ετσι έφτασε ολόκληρη η Ελλάδα να στάζει από τη διαφθορά της και να εκβιάζεται εύκολα από κάθε Χριστοφοράκο και, πίσω του, από κάθε ξένη δύναμη.
Απομένει φυσικά να δούμε αν το ΠΑΣΟΚ θάχει όντως τα κότσια να αντισταθεί μέχρι τέλους, γιατί αν ανοίξει μια ρωγμή, που έχει μπει ήδη στον πειρασμό να την ανοίξει, άλλωστε το ρουσφέτι είναι απολύτως στο DNA των περισσότερων στελεχών και «φίλων» του, και είναι κιόλας ορατή η διάθεση των «νεοπράσινων», θα πλημμυρίσει εύκολα το παν από τις τεράστιες δυνάμεις του «ρουσφετιστάν-λαμογιστάν-εργολαβιστάν». Μέχρι τώρα, αυτή η κυβέρνηση ως πρόθεση αντιμετώπισης των καίριων προβλημάτων της ελληνικής διοίκησης, δεν τα πάει άσχημα. Η αριστερά θάπρεπε να της συμπαρασταθεί στο σημείο αυτό, για να είναι πιο αξιόπιστη στην κριτική που πιθανώς θα πρέπει να της κάνει αύριο.
Η εμπειρία του παρελθόντος από το ΠΑΣΟΚ κάνει φυσικά οιποιονδήποτε πολύ επιφυλακτικό για το αποτέλεσμα του εγχειρήματος, δεν είναι λόγος όμως αυτός για να μη στηριχθεί. Η προσπάθεια της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι πολύ δύσκολη. Δεν διαθέτει το μεγάλο πολιτικο-ιδεολογικό κίνημα, που θα μποιρούσε να συνδέσει με τα κοινωνικά συμφέροντα των πιο αδικημένων, με ένα γενικότερο, διαφορετικό σχέδιο για όλη την κοινωνία. Διερωτάται κανείς που θα στηριχθεί π.χ. η αρίστων προϋποθέσεων Μαριλίζ Ξενογιαννακοπούλου, αν θελήσει να τα βάλει όντως με τις φαρμακευτικές εταιρείες που ληστεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία, ή ένα ανάλγητο ιατρικό κατεστημένο, που διαλύει τα δημόσια νοσοκομεία για να ευημερούν οι ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα του; Είναι πολύ μεγάλα τα επιμέρους συμφέροντα που αντιδρούν, και περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος, ίσως την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης. Αυτά τα συμφέροντα καθιστούν πολύ δύσκολη έναν εκσυγχρονισμό, μια δημοκρατική στην ουσία της μεταρρύθμιση του κράτους. Ταυτόχρονα όμως, η γενική διάλυση της χώρας επηρεάζει και όσους ωφελούνται επί μέρους. Εκεί, σε αυτή την ευρύτερη ανάγκη, θα μπορούσαν να στηριχθούν οι όποιιες προσπάθειες μεταρρύθμισης.
Κρίση της πολιτικής και αμηχανία της Αριστεράς
Το «ελληνικό πρόβλημα» δεν είναι του ενός ή του άλλου κόμματος, αλλοιώς θα μπορούσε να λυθεί εύκολα. Συνολικά το πολιτικό σύστημα μοιάζει πλήρως αδύναμο να παράγει λύσεις, είναι το ίδιο πρόβλημα για τη χώρα, και αυτό υποδηλώνουν οι διαδοχικές «καταστροφικές» κρίσεις όλων των κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ προ διετίας, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ φέτος, ίσως και του ΚΚΕ κάποια στιγμή στο μέλλον. Οι πολιτικοί μας μοιάζουν να έχουν προ πολλού χάσει κάθε πολιτική ικανόιτητα, δηλαδή κάθε δυνατότητα να εφράσουν πολιτικά τις ανάγκες της κοινωνίας. Πρακτικά, τείνουν να γίνουν διαχειριστές ενός συστήματος που δεν μοιάζει πολύ βιώσιμο, και των επί μέρους, όλο και πιο ιδιοτελών συμφερόντω που το συγκροτούν.
Θεωρητικά, μια κρίση τόσο βαθειά όσο η σημερινή θα ήταν μια τεράστια ευκαιρία και για την αριστερά να βγει από το περιθώριο. Κι όμως, τα στελέχη της, συχνά απασχολημένα με μια ατέλειωτη «μάχη για την καρέκλα», έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την παράταξή τους στην πιο συντηρητική της χώρας. «Προδίδοντας» την ανιδιοτελή πλειοψηφία της βάσης της και μια ιστορική παρακαταθήκη τόσο ηρωϊκή και πλούσια. Στη βιομηχανική Αγγλία του 19ου αιώνα ήταν επαναστατική η ανακάλυψη από τον Μαρξ του τρόπου με τον οποίο οι καπιταλιστές κλέβουν την υπεραξία των εργατών. Αλλά σε μια χώρα με την κοινωνική δομή της Ελλάδας, έχει νόημα άραγε ένα πρόγραμμα «συνδικαλιστικής», «οικονομίστικης» θάλεγε ο Λένιν, υπεράσπισης (άλλοτε δικαιολογημένων και άλλοτε τελείως αδικαιολόγητων) διεκδικήσεων διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών, χωρίς την πρόταξη μιας γενικότερης άποψης για την αναδιοργάνωση μιας χώρας που αντιμετωπίζει μια από τις σοβαρότερες κρίσεις της ιστορίας της; Είναι δυνατόν οι ηγέτες της «κομμουνιστικής» ή «ριζοσπαστικής» αριστεράς να χαϊδεύουν τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων ή την απαράδεκτη λειτουργία της δημόσιας ιατρικής; Βεβαίως χρειάζονται προσλήψεις προσωπικού στα νοσοκομεία. Δεν χρειάζονται όμως οι 45 ηλεκτρολόγοι που χτυπάνε κάρτα και φεύγουν κάθε πρωϊ σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο. Χρειάζεται η επάνδρωση των 22 άριστα εξοπλισμένων χειρουργείων μεγάλου δημόσιου νοσοκομείου της Αθήνας που αδρανούν σήμερα, γιατί αν λειτουργούσαν δεν θα μπορούσαν να έχουν υπερκέρδη τα ιδιωτικά νοσοκομεία που συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα των διευθυντών των δημόσιων νοσοκομείων. Ακούσατε εσείς καμιά αριστερά να ενδιαφερθεί γι’ αυτά τα ζητήματα, να στηλιτεύσει με πρακτικές πρωτοβουλίες το φακελάκι, τον τρόπο λειτουργίας της «δημόσιας» ιταρικής, να δώσει μάχη μέσα στα νοσοκομεία; Πως θα κάνει αγώνα εναντίον της «παγκοσμιοποίησης», του «καπιταλισμού», του «ιμπεριαλισμού», αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να τα βάλει με τα λαμόγια της γειτονιάς; ‘Η θα περιμένουμε να έρθει η Δευτέρα Παρουσία για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας;
Δυστυχώς άλλωστε, αν κάτι έδειξε ο περασμένος Δεκέμβρης είναι ότι, ούτε σε εξέγερση δεν μπορούμε εύκολα να ελπίζουμε. ‘Οπως είπε μια μέρα πικρά ο Χάρυ Κλυν: «τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Τα παιδιά αυτά έχουν τώρα κάτι βίλλες, με κάτι κάγκελλα, που κανένα τανκ δεν μπορεί να τα ρίξει».
"Επίκαιρα", 13.11.2009
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009
Τζάμπα μάγκες στην 'Αγκυρα, άγνοια και φόβος στην Αθήνα
"Ψυχολογικά" σχέδια επί χάρτου για πρόκληση κρίσης με Ελλάδα ή Αρμενία
Σχέδια για την πρόκληση διαμάχης με την Ελλάδα ή την Αρμενία, προκειμένου να αναζωπυρώσει τον «εθνικισμό» και να δημιουργήσει προβλήματα στην ισλαμική κυβέρνηση της ‘Αγκυρας, εκπόνησε το «τμήμα επιχειρήσεων» του τουρκικού ΓΕΕΘΑ. Ο τουρκικός στρατός έστησε επίσης 40 τοποθεσίες ‘Ιντερνετ για «ψυχολογικό πόλεμο» κατά της Ελλάδας. Αυτό γράφει αρθρογράφος της «Ζαμάν», απαντώντας σε άρθρο της ευρωπαϊκής έκδοσης της Wall Street Journal, που θέτει το ερώτημα αν η Τουρκία παραμένει αξιόπιστος σύμμαχος του ΝΑΤΟ ή αν λοξοκυττάζει προς τον «άξονα του κακού».
Το άρθρο της «Ζαμάν» εντάσσεται στους κλιμακούμενους «πολέμους» αφενός μεταξύ Ισραήλ και Τούρκων Ισλαμιστών, αφετέρου μεταξύ των δύο βασικών «φραξιών» του αμερικανοεβραϊκού κατεστημένου, αναφορικά με την όλη στρατηγική στη Μέση Ανατολή. Επιχειρεί, με την επίκληση αυτών των πληροφοριών και άλλων επιχειρημάτων, να αποδείξει ότι οι κεμαλιστές στρατηγοί δεν είναι καλύτεροι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ από τους Ισλαμιστές πολιτικούς, όπως υποστηρίζει η αμερικανική εφημερίδα. (Εμμέσως βέβαια, αν και δεν είναι ο κύριος σκοπός του, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα «μήνυμα» από τον Ερντογάν προς την Αθήνα και το Ερεβάν: «είναι πολύ καλύτερα νάχετε εμένα παρά τους στρατηγούς»)
Ρουτίνα
‘Ελληνες ειδικοί, με καλή, από πρώτο χέρι, γνώση του τουρκικού χώρου υποστηρίζουν ότι τέτοια σχέδια ασφαλώς φτιάχνονται, είναι σχεδόν «γραφειοκρατική ρουτίνα» για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις (υπάρχουν άλλωστε λεπτομερή σχέδια για την κατάληψη ελληνικών νησιών), αλλά δεν σημαίνει ότι εφαρμόζονται κιόλας. Υπενθυμίζουν ότι ο τουρκικός στρατός είναι το πιο πειθαρχικό και το πιο συντηρητικό κομμάτι του κατεστημένου της γείτονος και δύσκολα θα μπορούσε να οδηγηθεί σε οποιαδήποτε «εξωτερική περιπέτεια», αν δεν είχε τουλάχιστο την εγγύηση των ΗΠΑ, οι υπηρεσίες των οποίων διαθέτουν πάντα επαρκείς πληροφορίες για να μην αιφνιδιάζονται στον τομέα αυτό από την ‘Αγκυρα. Οι ίδιοι αναλυτές εκτιμούν ότι, όλες οι μεγάλες κρίσεις με την Ελλάδα (π.χ. 1974) έγιναν κατόπιν λεπτομερούς συνεννόησης ‘Αγκυρας-Ουάσιγκτον και με «σημαδεμένη τράπουλα», προβλέψιμες δηλαδή τις ελληνικές αντιδράσεις. Μοναδική εξαίρεση ήταν η έκρηξη στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσαλλοινίκη και ο διωγμός των Ελλήνων της Πόλης το 1955, που σχεδιάστηκε από τους Βρετανούς και όχι τους Αμερικανούς. Θεωρούν εν τέλει αδύνατο για τους «πασάδες» να εκπονήσουν, πολύ περισσότερο να υλοποιήσουν τέτοια σχέδια χωρίς την έγκριση του Πρωθυπουργού ή/και της Ουάσιγκτον.
Εξαρτήσεις
Αυτό που όντως συνέβη, σύμφωνα με πληροφορίες από πολύ αξιόπιστες πηγές, είναι ότι η προσφάτως παραιτηθείσα ελληνική κυβέρνηση έγινε δέκτης πληροφοριών για «θερμό επεισόδιο» και πείστηκε σε μεγάλο βαθμό για τη σοβαρότητα της απειλής (πληροφορίες που, εν συνεχεία, διοχετεύτηκαν και σε ορισμένα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου). ‘Ισως μάλιστα για να γίνει πιο πειστική η απειλή, «διέρρευσαν» στην ίδια την Τουρκία τον περασμένο Ιούνιο σχετικά «στοιχεία» από την ανάκριση της υπόθεσης «Εργκένεκον».
Η διοχέτευση τέτοιων πληροφοριών προς την Ελλάδα γίνεται συνήθως από κέντρα πέραν του Ατλαντικού. Αυτά εκμεταλλεύονται το «φοβικό σύνδρομο» των Ελλήνων ιθυνόντων, αλλά και την ανυπαρξία αξιόπιστης, αυτοτελούς δυνατότητας πληροφόρησης, ανάλυσης και μελέτης της Τουρκίας, ούτε στο κράτος, ούτε στα πανεπιστήμια, ούτε στη δημοιογραφία, ούτε πουθενά. Φαίνεται απίστευτο αλλά η Αθήνα, αν και ξοδεύει τον μισό προϋπολογισμό της για να αμυνθεί, υποτίθεται, από την Τουρκία, δεν έχει δικά της «αυτιά», «μάτια» και «μυαλό» για να καταλάβει τι γίνεται στη γειτονική χώρα. Για να κάνει πολιτική βασίζεται στις πληροφορίες που τις δίνουν διάφοροι (ενδιαφερόμενοι) «τρίτοι». Λειτουργεί, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της εκπόνησης στρατηγικών το ίδιο, ίσως και περισσότερο άσχημα από τον τρόπο που διοικεί το ΙΚΑ ή τα νοσοκομεία της.
Ρίσκο
‘Οπως σημειώνουν ‘Ελληνες διπλωμάτες, παραμένει εξαιρετικά παρακινδυνευμένη για την ‘Αγκυρα εν γένει και για τον στρατό της ιδιαίτερα, όπως επίσης για μείζονες αμερικανικές πολιτικές, οποιαδήποτε σοβαρή κρίση με την Αθήνα. ‘Αγκυρα και Ουάσιγκτων «δεν θέλουν να ξυπνήσουν, θέλουν να τρομάξουν τους ‘Ελληνες», υπογραμμίζει στρατηγικός αναλυτής. Πολύ περισσότερο με την τουρκική ενταξιακή πορεία σε εξέλιξη. Η τουρκική ηγεσία έχει πολύ μεγαλύτερη συνείδηση από την ελληνική πολιτική τάξη, του ότι διευθύνει ένα «κράτος που έχει τεράστιες δυνατότητες, αντιμετωπίζει όμως και τεράστιες απειλές».
Ανώτερος ‘Ελληνας στρατιωτικός παρατηρεί ότι, εντέλει, ο τρόπος ελαχιστοποίησης από κινδύνους κρίσης με την Τουρκία, είναι η μείωση των προσδοκιών ‘Αγκυρας και Ουάσιγκτων ότι θα ωφεληθούν από μια τέτοια κρίση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με σταθερότητα και σαφήνεια στις θέσεις απέναντι στην Τουρκία, εσωτερική συνοχή της ελληνικής πολιτικής τάξης και, επίσης και κυρίως, καθιστώντας με αξιόπιστο τρόπο απρόβλεπτη την ελληνική αντίδραση σε τυχόν θερμό επεισόδιο ή απειλή πολέμου. Με δεδομένο ότι ένας πόλεμος, ή ακόμα και μια περιορισμένη, αλλά μείζων ως προς τις πολιτκο-διπλωματικές ή στρατιωτικές συνέπειες κρίση με την Ελλάδα συνιστά απολύτως καταστροφική προοπτική και για την Τουρκία και για τις ΗΠΑ.
"Κόσμος του Επενδυτή", 14-15.11.2009
Σχέδια για την πρόκληση διαμάχης με την Ελλάδα ή την Αρμενία, προκειμένου να αναζωπυρώσει τον «εθνικισμό» και να δημιουργήσει προβλήματα στην ισλαμική κυβέρνηση της ‘Αγκυρας, εκπόνησε το «τμήμα επιχειρήσεων» του τουρκικού ΓΕΕΘΑ. Ο τουρκικός στρατός έστησε επίσης 40 τοποθεσίες ‘Ιντερνετ για «ψυχολογικό πόλεμο» κατά της Ελλάδας. Αυτό γράφει αρθρογράφος της «Ζαμάν», απαντώντας σε άρθρο της ευρωπαϊκής έκδοσης της Wall Street Journal, που θέτει το ερώτημα αν η Τουρκία παραμένει αξιόπιστος σύμμαχος του ΝΑΤΟ ή αν λοξοκυττάζει προς τον «άξονα του κακού».
Το άρθρο της «Ζαμάν» εντάσσεται στους κλιμακούμενους «πολέμους» αφενός μεταξύ Ισραήλ και Τούρκων Ισλαμιστών, αφετέρου μεταξύ των δύο βασικών «φραξιών» του αμερικανοεβραϊκού κατεστημένου, αναφορικά με την όλη στρατηγική στη Μέση Ανατολή. Επιχειρεί, με την επίκληση αυτών των πληροφοριών και άλλων επιχειρημάτων, να αποδείξει ότι οι κεμαλιστές στρατηγοί δεν είναι καλύτεροι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ από τους Ισλαμιστές πολιτικούς, όπως υποστηρίζει η αμερικανική εφημερίδα. (Εμμέσως βέβαια, αν και δεν είναι ο κύριος σκοπός του, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα «μήνυμα» από τον Ερντογάν προς την Αθήνα και το Ερεβάν: «είναι πολύ καλύτερα νάχετε εμένα παρά τους στρατηγούς»)
Ρουτίνα
‘Ελληνες ειδικοί, με καλή, από πρώτο χέρι, γνώση του τουρκικού χώρου υποστηρίζουν ότι τέτοια σχέδια ασφαλώς φτιάχνονται, είναι σχεδόν «γραφειοκρατική ρουτίνα» για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις (υπάρχουν άλλωστε λεπτομερή σχέδια για την κατάληψη ελληνικών νησιών), αλλά δεν σημαίνει ότι εφαρμόζονται κιόλας. Υπενθυμίζουν ότι ο τουρκικός στρατός είναι το πιο πειθαρχικό και το πιο συντηρητικό κομμάτι του κατεστημένου της γείτονος και δύσκολα θα μπορούσε να οδηγηθεί σε οποιαδήποτε «εξωτερική περιπέτεια», αν δεν είχε τουλάχιστο την εγγύηση των ΗΠΑ, οι υπηρεσίες των οποίων διαθέτουν πάντα επαρκείς πληροφορίες για να μην αιφνιδιάζονται στον τομέα αυτό από την ‘Αγκυρα. Οι ίδιοι αναλυτές εκτιμούν ότι, όλες οι μεγάλες κρίσεις με την Ελλάδα (π.χ. 1974) έγιναν κατόπιν λεπτομερούς συνεννόησης ‘Αγκυρας-Ουάσιγκτον και με «σημαδεμένη τράπουλα», προβλέψιμες δηλαδή τις ελληνικές αντιδράσεις. Μοναδική εξαίρεση ήταν η έκρηξη στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσαλλοινίκη και ο διωγμός των Ελλήνων της Πόλης το 1955, που σχεδιάστηκε από τους Βρετανούς και όχι τους Αμερικανούς. Θεωρούν εν τέλει αδύνατο για τους «πασάδες» να εκπονήσουν, πολύ περισσότερο να υλοποιήσουν τέτοια σχέδια χωρίς την έγκριση του Πρωθυπουργού ή/και της Ουάσιγκτον.
Εξαρτήσεις
Αυτό που όντως συνέβη, σύμφωνα με πληροφορίες από πολύ αξιόπιστες πηγές, είναι ότι η προσφάτως παραιτηθείσα ελληνική κυβέρνηση έγινε δέκτης πληροφοριών για «θερμό επεισόδιο» και πείστηκε σε μεγάλο βαθμό για τη σοβαρότητα της απειλής (πληροφορίες που, εν συνεχεία, διοχετεύτηκαν και σε ορισμένα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου). ‘Ισως μάλιστα για να γίνει πιο πειστική η απειλή, «διέρρευσαν» στην ίδια την Τουρκία τον περασμένο Ιούνιο σχετικά «στοιχεία» από την ανάκριση της υπόθεσης «Εργκένεκον».
Η διοχέτευση τέτοιων πληροφοριών προς την Ελλάδα γίνεται συνήθως από κέντρα πέραν του Ατλαντικού. Αυτά εκμεταλλεύονται το «φοβικό σύνδρομο» των Ελλήνων ιθυνόντων, αλλά και την ανυπαρξία αξιόπιστης, αυτοτελούς δυνατότητας πληροφόρησης, ανάλυσης και μελέτης της Τουρκίας, ούτε στο κράτος, ούτε στα πανεπιστήμια, ούτε στη δημοιογραφία, ούτε πουθενά. Φαίνεται απίστευτο αλλά η Αθήνα, αν και ξοδεύει τον μισό προϋπολογισμό της για να αμυνθεί, υποτίθεται, από την Τουρκία, δεν έχει δικά της «αυτιά», «μάτια» και «μυαλό» για να καταλάβει τι γίνεται στη γειτονική χώρα. Για να κάνει πολιτική βασίζεται στις πληροφορίες που τις δίνουν διάφοροι (ενδιαφερόμενοι) «τρίτοι». Λειτουργεί, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της εκπόνησης στρατηγικών το ίδιο, ίσως και περισσότερο άσχημα από τον τρόπο που διοικεί το ΙΚΑ ή τα νοσοκομεία της.
Ρίσκο
‘Οπως σημειώνουν ‘Ελληνες διπλωμάτες, παραμένει εξαιρετικά παρακινδυνευμένη για την ‘Αγκυρα εν γένει και για τον στρατό της ιδιαίτερα, όπως επίσης για μείζονες αμερικανικές πολιτικές, οποιαδήποτε σοβαρή κρίση με την Αθήνα. ‘Αγκυρα και Ουάσιγκτων «δεν θέλουν να ξυπνήσουν, θέλουν να τρομάξουν τους ‘Ελληνες», υπογραμμίζει στρατηγικός αναλυτής. Πολύ περισσότερο με την τουρκική ενταξιακή πορεία σε εξέλιξη. Η τουρκική ηγεσία έχει πολύ μεγαλύτερη συνείδηση από την ελληνική πολιτική τάξη, του ότι διευθύνει ένα «κράτος που έχει τεράστιες δυνατότητες, αντιμετωπίζει όμως και τεράστιες απειλές».
Ανώτερος ‘Ελληνας στρατιωτικός παρατηρεί ότι, εντέλει, ο τρόπος ελαχιστοποίησης από κινδύνους κρίσης με την Τουρκία, είναι η μείωση των προσδοκιών ‘Αγκυρας και Ουάσιγκτων ότι θα ωφεληθούν από μια τέτοια κρίση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με σταθερότητα και σαφήνεια στις θέσεις απέναντι στην Τουρκία, εσωτερική συνοχή της ελληνικής πολιτικής τάξης και, επίσης και κυρίως, καθιστώντας με αξιόπιστο τρόπο απρόβλεπτη την ελληνική αντίδραση σε τυχόν θερμό επεισόδιο ή απειλή πολέμου. Με δεδομένο ότι ένας πόλεμος, ή ακόμα και μια περιορισμένη, αλλά μείζων ως προς τις πολιτκο-διπλωματικές ή στρατιωτικές συνέπειες κρίση με την Ελλάδα συνιστά απολύτως καταστροφική προοπτική και για την Τουρκία και για τις ΗΠΑ.
"Κόσμος του Επενδυτή", 14-15.11.2009
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
Ο ΣΑΡΚΟΖΙ ΤΑ "ΒΡΙΣΚΕΙ" ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΙΟΥΛ ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΟΝΤΑΣ ΑΘΗΝΑ-ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Σε τακτική αναδίπλωση προχωράει ο Νικολά Σαρκοζί στο θέμα της τουρκικής ένταξης, έχοντας «προεξοφλήσει» την δυσκολία Βερολίνου και την απροθυμία Λευκωσίας/Αθήνας να στηρίξουν ενδεχομένως πρόταση «παγώματος» διαπραγματεύσεων, αφού η ‘Αγκυρα δεν ανοίγει τα λιμάνια/αεροδρόμιά της στα κυπριακά σκάφη, όπως έχει δεσμευτεί. Η Μέρκελ παραμένει πολέμιος της τουρκικής ένταξης, δεσμεύεται όμως αναγκαστικά σε μια «μεσοβέζικη» θέση, λόγω της συμμαχίας με τους Φιλελεύθερους.
Το Παρίσι «κάηκε» το 2005, όταν δοκίμασε να θέσει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προαπαιτούμενο της έναρξης διαπραγματεύσεων, για να δει, τότε, τις άμεσα ενδιαφερόμενες Λευκωσία και Αθήνα να του «βάζουν πάγο». Τώρα δεν έχει διάθεση να βγει «στη σέντρα», αν δεν έχει εγγυήσεις. Επιπλέον, κατέβαλε τίμημα για τις εχθρικές προς την ένταξη δηλώσεις Σαρκοζί, με αποκλεισμό γαλλικών εταιρειών από τον αγωγό «Ναμπούκο». Το Παρίσι αποφάσισε λοιπόν να διατηρήσει μεν την αντίθεση προς την ένταξη («η ΕΕ δεν θα διευρυνθεί πέραν των Βαλκανίων», δήλωσε ο Υφυπουργός Λελούς), να συνάψει δε τακτική συμφωνία «εκεχειρίας» με τον Γκιουλ, κατά την επίσκεψή του στη Γαλλία.
Η συμφωνία Σαρκοζί-Γκιουλ προβλέπει: αμοιβαίο σεβασμό των διαφορετικών θέσεων ως προς την τελική κατάληξη των διαπραγματεύσεων (πλήρης ένταξη ή «ειδική σχέση»), συνέχιση διαπραγματεύσεων, θεαματική αναβάθμιση διμερών σχέσεων. Η συμφωνία αυτή επιτρέπει στον Σαρκοζί να διασώσει το πολιτικό προφίλ του, συνεχίζοντας να αντιτίθεται στην τουρκική ένταξη, αλλά και στα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα να ικανοποιούνται και, ενδεχομένως, να συμμετέχουν οι γαλλικές εταιρείες στον Ναμπούκο. Διπλωματικοί παρατηρητές δεν αποκλείουν να συνηγορήσει και στο άνοιγμα του πολύ σημαντικού κεφαλαίου «ενέργεια», που έχουν μπλοκάρει Κύπρος και Ελλάδα. Από την πλευρά της, η ‘Αγκυρα αυξάνει τις πιθανότητες να ξεπεράσει χωρίς μεγάλες συνέπειες το «ορόσημο» του Δεκεμβρίου και να ασκήσει μετά μεγάλες πιέσεις για μια λύση του κυπριακού στα μέτρα της. ‘Οσο για την τελική ένταξη, η ‘Αγκυρα μπορεί να ελπίζει σε γαλλική κυβερνητική αλλαγή.
Το Παρίσι άφησε πάντως «ουρά», «υποθήκη», στην περίπτωση που η Λευκωσία αποφασίσει να «σουτάρει» τη μπαλιά. Η κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους από μια υποψήφια χώρα είναι «άκρον άωτον του παραλογισμού» (ubuesque), δήλωσε ο κ. Λελούς. Παραλογισμός βέβαια δεν είναι μόνο αυτός, αλλά και το ότι οι Γάλλοι εμφανίζοται μαχητικότεροι από τους ‘Ελληνες για τα δικά τους θέματα, παρατηρεί σαρκαστικά πρώην Κύπριος Υπουργός. Κατά πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, που δεν έγινε πάντως δυνατό να επιβεβαιωθούν ανεξάρτητα, το Παρίσι δεν είναι καθόλου ευχαριστημένο ούτε από το διαρκές φλερτ Λευκωσίας-Λονδίνου, ούτε από τη μη τήρηση συμφωνιών διευκολύνσεων στη βάση «Ανδρέας Παπανδρέου». Αυτός είναι ο λόγος που ο Σαρκοζί απέφυγε να παραστεί στα εγκαίνια του νέου αεροδρομίου Λάρνακας.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος Χριστόφιας είδε τον Γκόρντον Μπράουν (είχε προηγηθεί συνάντηση του Βρετανού και ‘Ελληνα Πρωθυπουργού) και του διετύπωσε τις αιτιάσεις του για ανεπαρκή πρόοδο των διαπραγμετεύσεων. Την ίδια στιγμή όμως ξέσπασε έντονο κύμα αγανάκτησης από την απόφαση του ‘Αγγλοιυ Πρέσβη στη Λευκωσία να παραστεί στα εγκαίνια μνημείου, στην κατεχόμενη Κερύνεια, για τους πεσόντες Βρετανούς στη διάρκεια του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (1955-59). Ενώ άλλωστε ο κ. Χριστόφιας επέκρινε την Τουρκία στο Λονδίνο, όλα τα κόμματα πλήν ΑΚΕΛ, περιλαμβανομένου και του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ. ενέτειναν τις επικρίσεις τους προς τον κ. Χριστόφια για «παραχωρήσεις» που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων και τον δημοκρατικό χαρακτήρα του μελλοντικού κυπριακού κράτους.
Το Παρίσι «κάηκε» το 2005, όταν δοκίμασε να θέσει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προαπαιτούμενο της έναρξης διαπραγματεύσεων, για να δει, τότε, τις άμεσα ενδιαφερόμενες Λευκωσία και Αθήνα να του «βάζουν πάγο». Τώρα δεν έχει διάθεση να βγει «στη σέντρα», αν δεν έχει εγγυήσεις. Επιπλέον, κατέβαλε τίμημα για τις εχθρικές προς την ένταξη δηλώσεις Σαρκοζί, με αποκλεισμό γαλλικών εταιρειών από τον αγωγό «Ναμπούκο». Το Παρίσι αποφάσισε λοιπόν να διατηρήσει μεν την αντίθεση προς την ένταξη («η ΕΕ δεν θα διευρυνθεί πέραν των Βαλκανίων», δήλωσε ο Υφυπουργός Λελούς), να συνάψει δε τακτική συμφωνία «εκεχειρίας» με τον Γκιουλ, κατά την επίσκεψή του στη Γαλλία.
Η συμφωνία Σαρκοζί-Γκιουλ προβλέπει: αμοιβαίο σεβασμό των διαφορετικών θέσεων ως προς την τελική κατάληξη των διαπραγματεύσεων (πλήρης ένταξη ή «ειδική σχέση»), συνέχιση διαπραγματεύσεων, θεαματική αναβάθμιση διμερών σχέσεων. Η συμφωνία αυτή επιτρέπει στον Σαρκοζί να διασώσει το πολιτικό προφίλ του, συνεχίζοντας να αντιτίθεται στην τουρκική ένταξη, αλλά και στα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα να ικανοποιούνται και, ενδεχομένως, να συμμετέχουν οι γαλλικές εταιρείες στον Ναμπούκο. Διπλωματικοί παρατηρητές δεν αποκλείουν να συνηγορήσει και στο άνοιγμα του πολύ σημαντικού κεφαλαίου «ενέργεια», που έχουν μπλοκάρει Κύπρος και Ελλάδα. Από την πλευρά της, η ‘Αγκυρα αυξάνει τις πιθανότητες να ξεπεράσει χωρίς μεγάλες συνέπειες το «ορόσημο» του Δεκεμβρίου και να ασκήσει μετά μεγάλες πιέσεις για μια λύση του κυπριακού στα μέτρα της. ‘Οσο για την τελική ένταξη, η ‘Αγκυρα μπορεί να ελπίζει σε γαλλική κυβερνητική αλλαγή.
Το Παρίσι άφησε πάντως «ουρά», «υποθήκη», στην περίπτωση που η Λευκωσία αποφασίσει να «σουτάρει» τη μπαλιά. Η κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους από μια υποψήφια χώρα είναι «άκρον άωτον του παραλογισμού» (ubuesque), δήλωσε ο κ. Λελούς. Παραλογισμός βέβαια δεν είναι μόνο αυτός, αλλά και το ότι οι Γάλλοι εμφανίζοται μαχητικότεροι από τους ‘Ελληνες για τα δικά τους θέματα, παρατηρεί σαρκαστικά πρώην Κύπριος Υπουργός. Κατά πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, που δεν έγινε πάντως δυνατό να επιβεβαιωθούν ανεξάρτητα, το Παρίσι δεν είναι καθόλου ευχαριστημένο ούτε από το διαρκές φλερτ Λευκωσίας-Λονδίνου, ούτε από τη μη τήρηση συμφωνιών διευκολύνσεων στη βάση «Ανδρέας Παπανδρέου». Αυτός είναι ο λόγος που ο Σαρκοζί απέφυγε να παραστεί στα εγκαίνια του νέου αεροδρομίου Λάρνακας.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος Χριστόφιας είδε τον Γκόρντον Μπράουν (είχε προηγηθεί συνάντηση του Βρετανού και ‘Ελληνα Πρωθυπουργού) και του διετύπωσε τις αιτιάσεις του για ανεπαρκή πρόοδο των διαπραγμετεύσεων. Την ίδια στιγμή όμως ξέσπασε έντονο κύμα αγανάκτησης από την απόφαση του ‘Αγγλοιυ Πρέσβη στη Λευκωσία να παραστεί στα εγκαίνια μνημείου, στην κατεχόμενη Κερύνεια, για τους πεσόντες Βρετανούς στη διάρκεια του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (1955-59). Ενώ άλλωστε ο κ. Χριστόφιας επέκρινε την Τουρκία στο Λονδίνο, όλα τα κόμματα πλήν ΑΚΕΛ, περιλαμβανομένου και του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ. ενέτειναν τις επικρίσεις τους προς τον κ. Χριστόφια για «παραχωρήσεις» που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων και τον δημοκρατικό χαρακτήρα του μελλοντικού κυπριακού κράτους.
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009
ΓΙΑΤΙ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ο κίνδυνος μιας εθνικής (και όχι μόνο) καταστροφής
Για μια ακόμη φορά, η δύναμη ισχύος της αμερικανικής διπλωματίας έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή μας. Γιατί είναι κυρίως από τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο που θα κριθεί αποφασιστικά το μέλλον της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. (Και επιπλέον, γιατί πρέπει να προχωρήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και η αποκοπή της περιοχής από τη Ρωσία, με ότι συνεπάγεται για Σκόπια, Κόσοβο και αγωγούς). Ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων είναι το επόμενο τρίμηνο έως εξάμηνο.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχει ο υπερατλαντικός έλεγχος της Ευρώπης, στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζουμε. Η τουρκική ένταξη, αν πραγματοποιηθεί, συνιστά τη χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή ιδέα, στην ιδέα δηλαδή μιας Ευρώπης δυνάμει ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ.
Οι γεωπολιτικές αυτές συνέπειες ενισχύονται από τις κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής ένταξης. Η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ, σε όλο και πιο διαφορετικές και φτωχότερες χώρες, χωρίς αλλαγή οικονομικού μοντέλου, χωρίς ούτε καν τις χρηματοδοτικές ροές που κατευθύνθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο και με απαγόρευση φορολογικής και κοινωνικής εναρμόνισης στο εσωτερικό της ΕΕ, συνιστούν μια ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση προς τα κάτω των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς σε μια Ευρώπη που γίνεται, όλο και περισσότερο, αυτό που ανέκαθεν επεδίωκε το Λονδίνο: μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών. Ζώνη υποκείμενη στη μονεταριστική δικτατορία μερικών εκατοντάδων «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών, που κρύβονται πίσω από την Κομισιόν και την (υποτίθεται) «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια τέτοια Ευρώπη θα ολισθήσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ, καθιστάμενη απλή οικονομική και ιδεολογική «βιτρίνα» ενός ΝΑΤΟ με παγκόσμιες φιλοδοξίες.
Το σχέδιο της τουρκικής ένταξης είναι πίσω από την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας περί το κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεσηκώθηκαν ξαφνικά να ζητήσουν λύση, ούτε οι διεθνείς δυνάμεις (οι ίδιες ακριβώς άλλωστε που δημιούργησαν το κυπριιακό!) ανησύχησαν ξαφνικά για την ανάγκη συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο θέλουν λύση και τη θέλουν, όσο το δυνατόν, στα μέτρα τους, εξυπηρετική δηλαδή και της πάγιας επιδίωξής τους να ελέγξουν την Κύπρο, «οικόπεδο» πρώτης αξίας στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα.
Δεν τους φτάνουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις, επιθυμούν την κατάλυση του κυπριακού κράτους, ως οργανωμένης, θεσμικής μορφής άσκησης της κυριαρχίας στο νησί των κατοίκων του, του κυπριακού λαού. Γιατί όσο υφίσταται, έστω και ακρωτηριασμένο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο και δημοκρατικό, γνωρίζουν ότι αυτό το κράτος μπορεί αύριο να συνάψει αίφνης μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον ελλιμενισμό του ρωσικού στόλου. Δεν τους φτάνει λοιπόν η τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, ούτε η ύπαρξη βρετανικών βάσεων, χρειάζονται τη διάλυση του κράτους, την θεσμική επαναφορά της Κύπρου σε αποικιακό καθεστώς. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το «τραβήξουν» μέχρις εκεί, αλλά, πέραν του κινήτρου της ανάγκης διευκόλυνσης της τουρκικής ένταξης, έχουν διαπιστώσει από την εμπειρία τους ότι η ιθύνουσα τάξη και η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου είναι συχνά διατεθειμένη να φτάσει ως εκεί τις παραχωρήσεις, ότι συχνά προβάλλει «αντίσταση μηδέν», γεγονός που αναπόφευκτα άνοιξε την όρεξη σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο. Είναι οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου που συζητάνε εδώ και πάρα πολλά χρόνια απολύτως εξωφρενικές ρυθμίσεις, που κανένα ευρωπαϊκό ή και αφρικανικό κράτος, που θα σεβόταν έστω στοιχειωδώς τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε καν να συζητήσει. Ρυθμίσεις που, αν τις πρότεινε πρωτοετής φοιτητής νομικής, θα έπρεπε να τον αποβάλουν από το πανεπιστήμιο ως ανεπίδεκτο μαθήσεως. Ποιο κράτος μπορεί να δεχθεί αίφνης τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα τελικών αποφάσεων, εκπροσωπούμενη από μη αιρετούς εκπροσώπους; Ποιο κράτος θα μπορούσε να δεχθεί να «σταθμίζονται» οι ψήφοι των πολιτών, ανάλογα με την εθνικότητά τους; Αυτά όμως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν, αυτά προβλέπουν τώρα οι προτάσεις του κ. Χριστόφια στις διακοινοτικές της Λευκωσίας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ξαναγίνει επισήμως αποικία. Η νεοαποικιοποίησή της περνάει μέσα από την υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα καταργεί το κράτος, ως οργανωμένη μορφή λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να το λέει. Το σχέδιο Ανάν ήταν αυτό ακριβώς. ‘Εδινε την απόλυτη εξουσία στην Κύπρο σε τρεις ξένους δικαστές, που διόριζε ο Κόφι Αννάν (η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δηλαδή) και τρεις ξένους στρατούς, ενώ αφόπλιζε το νησί και στερούσε από τους κατοίκους του το κεντρικότερο δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ: το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Το σχέδιο δεν συμφιλίωνε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριιους, διαιώνιζε τις αιτίες της διαμάχης τους και προσέθετε νέες, ώστε να στηρίζει τελικά με χιλιάδες πολιτικούς και θεσμικούς μοχλούς τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αγγλοαμερικανών. Μετέτρεπε την Κύπρο σε αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Ο τρόπος που το κατάφερνε αυτό, δια της εσωτερικής θεσμικής διαιώνισης της διαμάχης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Κύπρου, θα οδηγούσε πιθανότατα σε εθνοτική σύρραξη στην Κύπρο.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήταν επιθυμητό από τον τουρκικό στρατό, που δεν ήθελε να παραδώσει την «ΤΔΒΚ». Ο Ερντογάν συμφώνησε στο σχέδιο για τρεις λόγους: πρώτον, για να προωθήσει την τουρκική ένταξη, δεύτερο, γιατί εκτιμά ότι στερούμενοι του κράτους τους, αποποιούμενοι των δικαιωμάτων τους, οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν σε θέση πλήρους αδυναμίας. Τρίτο, γιατί εκτίμησε ότι αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσε να αποσπάσει η Τουρκία στην Κύπρο κι ότι θα έβγαινε κερδισμένη καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) απολύτως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους στο μόρφωμα αυτό και κερδίζοντας ταυτόχρονα την αθώωσή της για την εισβολή του 1974 και την ενταξιακή της προοπτική.
Το σχέδιο Ανάν προσέκρουσε όμως στην αντίδραση, έστω και την τελευταία στιγμή, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Βάσου Λυσσαρίδη και μερικών συμμάχων τους, όπως, και κυρίως του ίδιου του κυπριακού λαού. Τώρα επανέρχεται με άλλη μορφή. Τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη της επαναφοράς αυτής, που οι Αγγλοαμερικανοί ενεθάρρυναν, κατά πολύ ασυνήθιστο, εξαιρετικό τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Το ΑΚΕΛ δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ελπίζει κάτι τέτοιο. Καλείται, σε αντάλλαγμα της «άδειας» να κυβερνήσει το νησί, να αναλάβει την ευθύνη να περάσει ρυθμίσεις που καταλύουν στην ουσία το κυπριακό κράτος. Φοβούμεθα ότι, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει το ΑΚΕΛ κινδυνεύει να το οδηγήσει αναπόφευκτα σε πλήρη εκφυλισμό και προδοσία (και φυσικά στο τέλος του ιστορικού κόμματος της κυπριακής αριστεράς, αφού θα το πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όταν θα έχει εκπληρώσει την «αποστολή» του). Ελπίζουμε ότι θα βρεθούν δυνάμεις να διακόψουν έναν κατήφορο που παρουσιάζειο ομοιότητες με την πορεία του ΚΚΕ το 1943-45 ή του ΚΚΣΕ το 1987-91. Δεν θα θέλαμε να περιγράψουμε έτσι το ΑΚΕΛ, με δισταγμό χρησιμοποιούμε τέτοιες βαριές εκφράσεις κι αν το κάνουμε είναι γιατί δεν θα θέλαμε ούτε η κυπριακή αριστερά, ούτε η ελληνική κεντροαριστερά να πρωταγωνιστήσουν σε μια εθνική καταστροφή, που ασφαλώς θα εξελιχθεί και σε κοινωνική. Αλλά πώς να περιγράψουμε πολιτικούς που ισχυρίζονται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι αριστεροί και δημοκράτες, συγκατατίθενται όμως με τόση ευκολία στην κατάργηση των πιο στοιχειωδών εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοεθνών τους;
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης πλευράς, κρινόμενος τουλάχιστο τοπικά, στο ίδιο το νησί. Το ίδιο και η θέληση της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, την στρατιωτική της ισχύ, αντίθετα με μια Αθήνα και Λευκωσία που φοβούνται τον ίσκιο τους και έχουν εμπεδώσει, μετά το 1974, την ήττα στο μυαλό τους (ένα μέρος μάλιστα της ελίτ και των «διανοουμένων» έχει ανακηρύξει ανύπαρκτο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό). Οι Ελληνοκύπριοι όμως και η Ελλάδα έχουν με το μέρος τους την ισχύ της νομιμότητας, που είναι σημαντικότατο ηθικο-πολιτικό όπλο, έστω και αν είναι ανεπαρκές για να λύσει όλα τα προβλήματά τους. Πολιτικοί, όχι στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει και να μην καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο το 1974. Και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στο νησί, τουλάχιστο χωρίς δυσανάλογο πολιτικό κόστος, αν δεν της είχαν δώσει την ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η κυβέρνηση Καρμανλή-Αβέρωφ, με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, που εγκαθίδρυαν ένα αντιδημοκρατικό «κράτος προς κατάρρευση» εσωτερικά, παρέχοντας δικαιώματα επέμβασης στην Τουρκία εξωτερικά.
Μετά το 1974, η νομικο-πολιτική ισχύς της ελληνοκυπριακής πλευράς και η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστάθμισαν επί 35 χρόνια την τουρκική στρατιωτική ισχύ στο νησί και, με την επιπλέον ύπαρξη του παράγοντα «Ελλάδα», διατήρησαν την ειρήνη, αποτρέποντας νέο πόλεμο.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να εμποδίσει μια δύναμη να επιτεθεί σε ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος με υποδεέστερη ισχύ. Θα καταβάλει όμως, αν το πράξει, ένα συνήθως αποτρεπτικό πολιτικό κόστος. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος που επιτίθεται να έχει νόμιμα, αναγνωρισμένα δικαιώματα επέμβασης (όπως συνέβη το 1974) ή να μην είναι σαφές ποιός εκπροσωπεί το απειλούμενο κράτος (όπως μπορεί να συμβεί με την εκ περιτροπής προεδρία που προτείνει ο κ. Χριστόφιας). Αν οι Ελληνοκύπριοι (82% του πληθυσμού!) αποποιηθούν τα δικαιώματα που διαθέτει οποιαδήποτε πλειοψηφία σε όλο τον κόσμο, δεν θα τα επιβάλουν με την ισχύ τους. Οι άλλοι θα επιβληθούν επ’ αυτών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το κράτος στην Κύπρο και όχι η διάλυση της νόμιμης κυριαρχίας της πλειοψηφίας σε αδόκιμες, θολές, αντιδημοκρατικές και νεοαποικιακές ρυθμίσεις. Το κύριο πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν, δυστυχώς όμως και με το κυοφορούμενο σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, δεν είναι ο ετεροβαρής χαρακτήρας του υπέρ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Είναι η διάλυση του κράτους που επιχειρείται.
Ας πάρουμε αίφνης την εκ περιτροπής προεδρία. Πουθενά στον κόσμο, ο εκπρόσωπος μιας μειονότητας 18% δεν γίνεται κατά περιόδους υποχρεωτικά αρχηγός του κράτους. Αν το 1963-64 ή το 1974 ήταν ο Κιουτσούκ και όχι ο Μακάριος Πρόεδρος, θα έπαιρνε μαζί του τη διεθνή αναγνώριση του κράτους και οι Ελληνοκύπριοι θα μετετρέποντο σε «κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ιστορικό διάγγελμά του ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος. ‘Οσο για τη στάθμιση των ψήφων, ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων, ούτε το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν τόλμησε να την προτείνει. Κι όμως, αυτές είναι δύο μόνο από τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς στις συνομιλίες της Λευκωσίας. Στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004) είχαμε χρησιμοποιήσει τον όρο «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» για να χαρακτηρίσουμε το μόρφωμα που δημιουργούσε αυτό το σχέδιο, στη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ μας φαίνονται καταλληλότεροι οι όροι «μεταμοντέρνος ζουρλομανδύας» ή «σαχλαμάρα». Αλλά πρόκειται για πολύ επικίνδυνη, μοιραία σαχλαμάρα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να συνεχίσουν την ασφαλή διαβίωσή τους στην Κύπρο υπό έναν όρο: να διαθέτουν, τουλάχιστον εκεί που ζουν, την προστασία κανονικού κράτους, που σημαίνει κυριαρχία της πλειοψηφίας στις βασικές κρατικές αποφάσεις, αποφασιστική απόρριψη κάθε δυνατότητας τρίτου κράτους να επεμβαίνει στα εδάφη τους, δικαίωμα αυτοάμυνας και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας, δηλαδή ένοπλες δυνάμεις. Αυτός ο όρος δεν περιγράφει την ιδεώδη λύση, περιγράφει όμως τη συνθήκη υπό την οποία μια λύση θα είναι ασφαλής, θα επιτρέπει δηλαδή μακροχρόνια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο και θα καθιστά δυσχερή έναν πόλεμο εναντίον τους.
Δυστυχώς κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, την κληρονομιά σειράς παραχωρήσεων του παρελθόντος, τη διάβρωση των πολιτικών ελίτ και τη βαθειά σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της κυριαρχίας και της κρατικής συγκρότησης, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ασφαλούς λύσης. Δυστυχώς υπό το κράτος των ίδιων παραγόντων, και οι αντιτιθέμενοι σε μια τέτοια κατάλυση του κράτους δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν εύλειπτο και πειστικό, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κύπρου λόγο, για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, πολύ περισσότερο για να πάρουν εκίνοι την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κατ’ ουσίαν, ουδείς υπερασπίζεται πολιτικά, στο εσωτερικό και διεθνώς, το κυπριακό κράτος, ως θεσμική μορφή της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού στην πατρίδα τους. Εξακολουθούν να εκφράζονται σε μια ακατανόητη πλέον γλώσσα, γεμάτη αναφορές σε νομικούς όρους, με την οποία προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την αμηχανία τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο ανακοιινωθέν του Εθνικιού Συμβουλίου). Επιπλέον, επειδή οι Κύπριοι έχουν συνηθίσει να ακούν για προσπάθειες λύσης και να μην λύνεται τίποτα, δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι αυτή τη φορά τα πράγματα, λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί». Δεν πρόκειται για απλό σχήμα λόγου, πατριωτική «κορώνα» χωρίς περιεχόμενο. Η μετατροπή της Κύπρου σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο δεν εγκυμονεί μόνο τον κίνδυνο εθνοτικής σύρραξης στο νησί ή τον κίνδυνο ενδοελληνικής σύγκρουσης (όταν οι ‘Ελληνες θα αντιληφθούν σε τι καθεστώς θα ζήσουν). Δένει και τα χέρια της μητροπολιτικής Ελλάδας, καθιστώντας 700.000 ‘Ελληνες, που θα έχουν χάσει το κράτος τους, ομήρους της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λοινδίνου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Αθήνα δεν θα μπορεί να ασκεί κυριαρχία ούτε στο Αιγαίο ή τη Θράκη.
Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα ενταθούν οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης στο πολιτικό, εκδοτικό, επιχειρηματικό, διανοούμενο προσωπικό Κύπρου και Ελλάδας. Θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που μπορεί να αποβούν χρήσιμα. Μπορεί να οργανωθούν προβοκάτσιες ή να γίνουν δήθεν «μεγάλες παραχωρήσεις» από τον Ερντογάν, που θα κάνουν μεν εντύπωση, δεν θα αλλάξουν όμως τα δεδομένα του προβλήματος, θα χρυσώσουν απλώς το χάπι των Ελληνοκυπρίων, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου («εμείς φταίμε για το κυπριακό», «κάθε καινούρια λύση θα είναι χειρότερη»), εξαιτίας της οποίας βρίσκονται υπό την επιρροή της θανάσιμης αυταπάτης ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον το κράτος στο οποίο σήμερα ζουν (απλώς θα προστεθεί κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο). Επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού», που δεν θα μπορούν να πουν όχι σε ένα δεύτερο σχέδιο, που θα φέρει μάλιστα τις υπογραφές των ηγετών τους (κι όταν μάλιστα δεν έχουν καν υπερασπιστεί διεθνώς, πολιτικά, το πρώτο όχι που είπαν)
Ειρήσθω εν παρόδω, μια τέτοια λύση δεν θα είναι μόνο παγίδα για την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι και για την Ευρώπη. Η Τουρκία θα αποκτήσει από τώρα δικαιώματα εντός της ΕΕ, δια της επιρροής στην ψήφο των Ελληνοκυπρίων. Τόσο η ‘Αγκυρα, όσο και πας ενδιαφερόμενος θα αποκτήσει επιπλέον έναν μοχλό μετατροπής, μέσα από τις ασάφειες του σχεδίου, της Κύπρου σε μια Βοσνία εντός της ΕΕ. Και να θέλει, δεν θα μπορεί να πει όχι στην τουρκική ένταξη, χωρίς να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Κύπρο (αν όχι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας).
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες, σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Θάταν πραγματικά κρίμα, εξαιτίας του πολιτικού προσωπικού Ελλάδας και Κύπρου και της διάβρωσης των δύο κοινωνιών, να πετύχουν τώρα έναν θρίαμβο με μοιραίες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
18-10-2009, Δημοσιεύτηκε στο κυπριακό περιοδικό "Σύγχρονη 'Αποψη", τ. 18
Για μια ακόμη φορά, η δύναμη ισχύος της αμερικανικής διπλωματίας έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή μας. Γιατί είναι κυρίως από τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο που θα κριθεί αποφασιστικά το μέλλον της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. (Και επιπλέον, γιατί πρέπει να προχωρήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και η αποκοπή της περιοχής από τη Ρωσία, με ότι συνεπάγεται για Σκόπια, Κόσοβο και αγωγούς). Ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων είναι το επόμενο τρίμηνο έως εξάμηνο.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχει ο υπερατλαντικός έλεγχος της Ευρώπης, στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζουμε. Η τουρκική ένταξη, αν πραγματοποιηθεί, συνιστά τη χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή ιδέα, στην ιδέα δηλαδή μιας Ευρώπης δυνάμει ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ.
Οι γεωπολιτικές αυτές συνέπειες ενισχύονται από τις κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής ένταξης. Η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ, σε όλο και πιο διαφορετικές και φτωχότερες χώρες, χωρίς αλλαγή οικονομικού μοντέλου, χωρίς ούτε καν τις χρηματοδοτικές ροές που κατευθύνθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο και με απαγόρευση φορολογικής και κοινωνικής εναρμόνισης στο εσωτερικό της ΕΕ, συνιστούν μια ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση προς τα κάτω των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς σε μια Ευρώπη που γίνεται, όλο και περισσότερο, αυτό που ανέκαθεν επεδίωκε το Λονδίνο: μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών. Ζώνη υποκείμενη στη μονεταριστική δικτατορία μερικών εκατοντάδων «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών, που κρύβονται πίσω από την Κομισιόν και την (υποτίθεται) «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια τέτοια Ευρώπη θα ολισθήσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ, καθιστάμενη απλή οικονομική και ιδεολογική «βιτρίνα» ενός ΝΑΤΟ με παγκόσμιες φιλοδοξίες.
Το σχέδιο της τουρκικής ένταξης είναι πίσω από την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας περί το κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεσηκώθηκαν ξαφνικά να ζητήσουν λύση, ούτε οι διεθνείς δυνάμεις (οι ίδιες ακριβώς άλλωστε που δημιούργησαν το κυπριιακό!) ανησύχησαν ξαφνικά για την ανάγκη συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο θέλουν λύση και τη θέλουν, όσο το δυνατόν, στα μέτρα τους, εξυπηρετική δηλαδή και της πάγιας επιδίωξής τους να ελέγξουν την Κύπρο, «οικόπεδο» πρώτης αξίας στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα.
Δεν τους φτάνουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις, επιθυμούν την κατάλυση του κυπριακού κράτους, ως οργανωμένης, θεσμικής μορφής άσκησης της κυριαρχίας στο νησί των κατοίκων του, του κυπριακού λαού. Γιατί όσο υφίσταται, έστω και ακρωτηριασμένο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο και δημοκρατικό, γνωρίζουν ότι αυτό το κράτος μπορεί αύριο να συνάψει αίφνης μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον ελλιμενισμό του ρωσικού στόλου. Δεν τους φτάνει λοιπόν η τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, ούτε η ύπαρξη βρετανικών βάσεων, χρειάζονται τη διάλυση του κράτους, την θεσμική επαναφορά της Κύπρου σε αποικιακό καθεστώς. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το «τραβήξουν» μέχρις εκεί, αλλά, πέραν του κινήτρου της ανάγκης διευκόλυνσης της τουρκικής ένταξης, έχουν διαπιστώσει από την εμπειρία τους ότι η ιθύνουσα τάξη και η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου είναι συχνά διατεθειμένη να φτάσει ως εκεί τις παραχωρήσεις, ότι συχνά προβάλλει «αντίσταση μηδέν», γεγονός που αναπόφευκτα άνοιξε την όρεξη σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο. Είναι οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου που συζητάνε εδώ και πάρα πολλά χρόνια απολύτως εξωφρενικές ρυθμίσεις, που κανένα ευρωπαϊκό ή και αφρικανικό κράτος, που θα σεβόταν έστω στοιχειωδώς τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε καν να συζητήσει. Ρυθμίσεις που, αν τις πρότεινε πρωτοετής φοιτητής νομικής, θα έπρεπε να τον αποβάλουν από το πανεπιστήμιο ως ανεπίδεκτο μαθήσεως. Ποιο κράτος μπορεί να δεχθεί αίφνης τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα τελικών αποφάσεων, εκπροσωπούμενη από μη αιρετούς εκπροσώπους; Ποιο κράτος θα μπορούσε να δεχθεί να «σταθμίζονται» οι ψήφοι των πολιτών, ανάλογα με την εθνικότητά τους; Αυτά όμως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν, αυτά προβλέπουν τώρα οι προτάσεις του κ. Χριστόφια στις διακοινοτικές της Λευκωσίας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ξαναγίνει επισήμως αποικία. Η νεοαποικιοποίησή της περνάει μέσα από την υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα καταργεί το κράτος, ως οργανωμένη μορφή λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να το λέει. Το σχέδιο Ανάν ήταν αυτό ακριβώς. ‘Εδινε την απόλυτη εξουσία στην Κύπρο σε τρεις ξένους δικαστές, που διόριζε ο Κόφι Αννάν (η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δηλαδή) και τρεις ξένους στρατούς, ενώ αφόπλιζε το νησί και στερούσε από τους κατοίκους του το κεντρικότερο δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ: το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Το σχέδιο δεν συμφιλίωνε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριιους, διαιώνιζε τις αιτίες της διαμάχης τους και προσέθετε νέες, ώστε να στηρίζει τελικά με χιλιάδες πολιτικούς και θεσμικούς μοχλούς τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αγγλοαμερικανών. Μετέτρεπε την Κύπρο σε αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Ο τρόπος που το κατάφερνε αυτό, δια της εσωτερικής θεσμικής διαιώνισης της διαμάχης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Κύπρου, θα οδηγούσε πιθανότατα σε εθνοτική σύρραξη στην Κύπρο.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήταν επιθυμητό από τον τουρκικό στρατό, που δεν ήθελε να παραδώσει την «ΤΔΒΚ». Ο Ερντογάν συμφώνησε στο σχέδιο για τρεις λόγους: πρώτον, για να προωθήσει την τουρκική ένταξη, δεύτερο, γιατί εκτιμά ότι στερούμενοι του κράτους τους, αποποιούμενοι των δικαιωμάτων τους, οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν σε θέση πλήρους αδυναμίας. Τρίτο, γιατί εκτίμησε ότι αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσε να αποσπάσει η Τουρκία στην Κύπρο κι ότι θα έβγαινε κερδισμένη καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) απολύτως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους στο μόρφωμα αυτό και κερδίζοντας ταυτόχρονα την αθώωσή της για την εισβολή του 1974 και την ενταξιακή της προοπτική.
Το σχέδιο Ανάν προσέκρουσε όμως στην αντίδραση, έστω και την τελευταία στιγμή, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Βάσου Λυσσαρίδη και μερικών συμμάχων τους, όπως, και κυρίως του ίδιου του κυπριακού λαού. Τώρα επανέρχεται με άλλη μορφή. Τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη της επαναφοράς αυτής, που οι Αγγλοαμερικανοί ενεθάρρυναν, κατά πολύ ασυνήθιστο, εξαιρετικό τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Το ΑΚΕΛ δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ελπίζει κάτι τέτοιο. Καλείται, σε αντάλλαγμα της «άδειας» να κυβερνήσει το νησί, να αναλάβει την ευθύνη να περάσει ρυθμίσεις που καταλύουν στην ουσία το κυπριακό κράτος. Φοβούμεθα ότι, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει το ΑΚΕΛ κινδυνεύει να το οδηγήσει αναπόφευκτα σε πλήρη εκφυλισμό και προδοσία (και φυσικά στο τέλος του ιστορικού κόμματος της κυπριακής αριστεράς, αφού θα το πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όταν θα έχει εκπληρώσει την «αποστολή» του). Ελπίζουμε ότι θα βρεθούν δυνάμεις να διακόψουν έναν κατήφορο που παρουσιάζειο ομοιότητες με την πορεία του ΚΚΕ το 1943-45 ή του ΚΚΣΕ το 1987-91. Δεν θα θέλαμε να περιγράψουμε έτσι το ΑΚΕΛ, με δισταγμό χρησιμοποιούμε τέτοιες βαριές εκφράσεις κι αν το κάνουμε είναι γιατί δεν θα θέλαμε ούτε η κυπριακή αριστερά, ούτε η ελληνική κεντροαριστερά να πρωταγωνιστήσουν σε μια εθνική καταστροφή, που ασφαλώς θα εξελιχθεί και σε κοινωνική. Αλλά πώς να περιγράψουμε πολιτικούς που ισχυρίζονται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι αριστεροί και δημοκράτες, συγκατατίθενται όμως με τόση ευκολία στην κατάργηση των πιο στοιχειωδών εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοεθνών τους;
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης πλευράς, κρινόμενος τουλάχιστο τοπικά, στο ίδιο το νησί. Το ίδιο και η θέληση της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, την στρατιωτική της ισχύ, αντίθετα με μια Αθήνα και Λευκωσία που φοβούνται τον ίσκιο τους και έχουν εμπεδώσει, μετά το 1974, την ήττα στο μυαλό τους (ένα μέρος μάλιστα της ελίτ και των «διανοουμένων» έχει ανακηρύξει ανύπαρκτο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό). Οι Ελληνοκύπριοι όμως και η Ελλάδα έχουν με το μέρος τους την ισχύ της νομιμότητας, που είναι σημαντικότατο ηθικο-πολιτικό όπλο, έστω και αν είναι ανεπαρκές για να λύσει όλα τα προβλήματά τους. Πολιτικοί, όχι στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει και να μην καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο το 1974. Και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στο νησί, τουλάχιστο χωρίς δυσανάλογο πολιτικό κόστος, αν δεν της είχαν δώσει την ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η κυβέρνηση Καρμανλή-Αβέρωφ, με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, που εγκαθίδρυαν ένα αντιδημοκρατικό «κράτος προς κατάρρευση» εσωτερικά, παρέχοντας δικαιώματα επέμβασης στην Τουρκία εξωτερικά.
Μετά το 1974, η νομικο-πολιτική ισχύς της ελληνοκυπριακής πλευράς και η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστάθμισαν επί 35 χρόνια την τουρκική στρατιωτική ισχύ στο νησί και, με την επιπλέον ύπαρξη του παράγοντα «Ελλάδα», διατήρησαν την ειρήνη, αποτρέποντας νέο πόλεμο.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να εμποδίσει μια δύναμη να επιτεθεί σε ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος με υποδεέστερη ισχύ. Θα καταβάλει όμως, αν το πράξει, ένα συνήθως αποτρεπτικό πολιτικό κόστος. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος που επιτίθεται να έχει νόμιμα, αναγνωρισμένα δικαιώματα επέμβασης (όπως συνέβη το 1974) ή να μην είναι σαφές ποιός εκπροσωπεί το απειλούμενο κράτος (όπως μπορεί να συμβεί με την εκ περιτροπής προεδρία που προτείνει ο κ. Χριστόφιας). Αν οι Ελληνοκύπριοι (82% του πληθυσμού!) αποποιηθούν τα δικαιώματα που διαθέτει οποιαδήποτε πλειοψηφία σε όλο τον κόσμο, δεν θα τα επιβάλουν με την ισχύ τους. Οι άλλοι θα επιβληθούν επ’ αυτών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το κράτος στην Κύπρο και όχι η διάλυση της νόμιμης κυριαρχίας της πλειοψηφίας σε αδόκιμες, θολές, αντιδημοκρατικές και νεοαποικιακές ρυθμίσεις. Το κύριο πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν, δυστυχώς όμως και με το κυοφορούμενο σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, δεν είναι ο ετεροβαρής χαρακτήρας του υπέρ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Είναι η διάλυση του κράτους που επιχειρείται.
Ας πάρουμε αίφνης την εκ περιτροπής προεδρία. Πουθενά στον κόσμο, ο εκπρόσωπος μιας μειονότητας 18% δεν γίνεται κατά περιόδους υποχρεωτικά αρχηγός του κράτους. Αν το 1963-64 ή το 1974 ήταν ο Κιουτσούκ και όχι ο Μακάριος Πρόεδρος, θα έπαιρνε μαζί του τη διεθνή αναγνώριση του κράτους και οι Ελληνοκύπριοι θα μετετρέποντο σε «κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ιστορικό διάγγελμά του ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος. ‘Οσο για τη στάθμιση των ψήφων, ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων, ούτε το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν τόλμησε να την προτείνει. Κι όμως, αυτές είναι δύο μόνο από τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς στις συνομιλίες της Λευκωσίας. Στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004) είχαμε χρησιμοποιήσει τον όρο «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» για να χαρακτηρίσουμε το μόρφωμα που δημιουργούσε αυτό το σχέδιο, στη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ μας φαίνονται καταλληλότεροι οι όροι «μεταμοντέρνος ζουρλομανδύας» ή «σαχλαμάρα». Αλλά πρόκειται για πολύ επικίνδυνη, μοιραία σαχλαμάρα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να συνεχίσουν την ασφαλή διαβίωσή τους στην Κύπρο υπό έναν όρο: να διαθέτουν, τουλάχιστον εκεί που ζουν, την προστασία κανονικού κράτους, που σημαίνει κυριαρχία της πλειοψηφίας στις βασικές κρατικές αποφάσεις, αποφασιστική απόρριψη κάθε δυνατότητας τρίτου κράτους να επεμβαίνει στα εδάφη τους, δικαίωμα αυτοάμυνας και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας, δηλαδή ένοπλες δυνάμεις. Αυτός ο όρος δεν περιγράφει την ιδεώδη λύση, περιγράφει όμως τη συνθήκη υπό την οποία μια λύση θα είναι ασφαλής, θα επιτρέπει δηλαδή μακροχρόνια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο και θα καθιστά δυσχερή έναν πόλεμο εναντίον τους.
Δυστυχώς κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, την κληρονομιά σειράς παραχωρήσεων του παρελθόντος, τη διάβρωση των πολιτικών ελίτ και τη βαθειά σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της κυριαρχίας και της κρατικής συγκρότησης, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ασφαλούς λύσης. Δυστυχώς υπό το κράτος των ίδιων παραγόντων, και οι αντιτιθέμενοι σε μια τέτοια κατάλυση του κράτους δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν εύλειπτο και πειστικό, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κύπρου λόγο, για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, πολύ περισσότερο για να πάρουν εκίνοι την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κατ’ ουσίαν, ουδείς υπερασπίζεται πολιτικά, στο εσωτερικό και διεθνώς, το κυπριακό κράτος, ως θεσμική μορφή της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού στην πατρίδα τους. Εξακολουθούν να εκφράζονται σε μια ακατανόητη πλέον γλώσσα, γεμάτη αναφορές σε νομικούς όρους, με την οποία προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την αμηχανία τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο ανακοιινωθέν του Εθνικιού Συμβουλίου). Επιπλέον, επειδή οι Κύπριοι έχουν συνηθίσει να ακούν για προσπάθειες λύσης και να μην λύνεται τίποτα, δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι αυτή τη φορά τα πράγματα, λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί». Δεν πρόκειται για απλό σχήμα λόγου, πατριωτική «κορώνα» χωρίς περιεχόμενο. Η μετατροπή της Κύπρου σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο δεν εγκυμονεί μόνο τον κίνδυνο εθνοτικής σύρραξης στο νησί ή τον κίνδυνο ενδοελληνικής σύγκρουσης (όταν οι ‘Ελληνες θα αντιληφθούν σε τι καθεστώς θα ζήσουν). Δένει και τα χέρια της μητροπολιτικής Ελλάδας, καθιστώντας 700.000 ‘Ελληνες, που θα έχουν χάσει το κράτος τους, ομήρους της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λοινδίνου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Αθήνα δεν θα μπορεί να ασκεί κυριαρχία ούτε στο Αιγαίο ή τη Θράκη.
Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα ενταθούν οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης στο πολιτικό, εκδοτικό, επιχειρηματικό, διανοούμενο προσωπικό Κύπρου και Ελλάδας. Θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που μπορεί να αποβούν χρήσιμα. Μπορεί να οργανωθούν προβοκάτσιες ή να γίνουν δήθεν «μεγάλες παραχωρήσεις» από τον Ερντογάν, που θα κάνουν μεν εντύπωση, δεν θα αλλάξουν όμως τα δεδομένα του προβλήματος, θα χρυσώσουν απλώς το χάπι των Ελληνοκυπρίων, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου («εμείς φταίμε για το κυπριακό», «κάθε καινούρια λύση θα είναι χειρότερη»), εξαιτίας της οποίας βρίσκονται υπό την επιρροή της θανάσιμης αυταπάτης ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον το κράτος στο οποίο σήμερα ζουν (απλώς θα προστεθεί κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο). Επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού», που δεν θα μπορούν να πουν όχι σε ένα δεύτερο σχέδιο, που θα φέρει μάλιστα τις υπογραφές των ηγετών τους (κι όταν μάλιστα δεν έχουν καν υπερασπιστεί διεθνώς, πολιτικά, το πρώτο όχι που είπαν)
Ειρήσθω εν παρόδω, μια τέτοια λύση δεν θα είναι μόνο παγίδα για την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι και για την Ευρώπη. Η Τουρκία θα αποκτήσει από τώρα δικαιώματα εντός της ΕΕ, δια της επιρροής στην ψήφο των Ελληνοκυπρίων. Τόσο η ‘Αγκυρα, όσο και πας ενδιαφερόμενος θα αποκτήσει επιπλέον έναν μοχλό μετατροπής, μέσα από τις ασάφειες του σχεδίου, της Κύπρου σε μια Βοσνία εντός της ΕΕ. Και να θέλει, δεν θα μπορεί να πει όχι στην τουρκική ένταξη, χωρίς να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Κύπρο (αν όχι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας).
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες, σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Θάταν πραγματικά κρίμα, εξαιτίας του πολιτικού προσωπικού Ελλάδας και Κύπρου και της διάβρωσης των δύο κοινωνιών, να πετύχουν τώρα έναν θρίαμβο με μοιραίες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
18-10-2009, Δημοσιεύτηκε στο κυπριακό περιοδικό "Σύγχρονη 'Αποψη", τ. 18
ΓΙΑΤΙ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ο κίνδυνος μιας εθνικής (και όχι μόνο) καταστροφής
Για μια ακόμη φορά, η δύναμη ισχύος της αμερικανικής διπλωματίας έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή μας. Γιατί είναι κυρίως από τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο που θα κριθεί αποφασιστικά το μέλλον της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. (Και επιπλέον, γιατί πρέπει να προχωρήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και η αποκοπή της περιοχής από τη Ρωσία, με ότι συνεπάγεται για Σκόπια, Κόσοβο και αγωγούς). Ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων είναι το επόμενο τρίμηνο έως εξάμηνο.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχει ο υπερατλαντικός έλεγχος της Ευρώπης, στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζουμε. Η τουρκική ένταξη, αν πραγματοποιηθεί, συνιστά τη χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή ιδέα, στην ιδέα δηλαδή μιας Ευρώπης δυνάμει ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ.
Οι γεωπολιτικές αυτές συνέπειες ενισχύονται από τις κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής ένταξης. Η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ, σε όλο και πιο διαφορετικές και φτωχότερες χώρες, χωρίς αλλαγή οικονομικού μοντέλου, χωρίς ούτε καν τις χρηματοδοτικές ροές που κατευθύνθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο και με απαγόρευση φορολογικής και κοινωνικής εναρμόνισης στο εσωτερικό της ΕΕ, συνιστούν μια ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση προς τα κάτω των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς σε μια Ευρώπη που γίνεται, όλο και περισσότερο, αυτό που ανέκαθεν επεδίωκε το Λονδίνο: μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών. Ζώνη υποκείμενη στη μονεταριστική δικτατορία μερικών εκατοντάδων «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών, που κρύβονται πίσω από την Κομισιόν και την (υποτίθεται) «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια τέτοια Ευρώπη θα ολισθήσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ, καθιστάμενη απλή οικονομική και ιδεολογική «βιτρίνα» ενός ΝΑΤΟ με παγκόσμιες φιλοδοξίες.
Το σχέδιο της τουρκικής ένταξης είναι πίσω από την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας περί το κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεσηκώθηκαν ξαφνικά να ζητήσουν λύση, ούτε οι διεθνείς δυνάμεις (οι ίδιες ακριβώς άλλωστε που δημιούργησαν το κυπριιακό!) ανησύχησαν ξαφνικά για την ανάγκη συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο θέλουν λύση και τη θέλουν, όσο το δυνατόν, στα μέτρα τους, εξυπηρετική δηλαδή και της πάγιας επιδίωξής τους να ελέγξουν την Κύπρο, «οικόπεδο» πρώτης αξίας στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα.
Δεν τους φτάνουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις, επιθυμούν την κατάλυση του κυπριακού κράτους, ως οργανωμένης, θεσμικής μορφής άσκησης της κυριαρχίας στο νησί των κατοίκων του, του κυπριακού λαού. Γιατί όσο υφίσταται, έστω και ακρωτηριασμένο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο και δημοκρατικό, γνωρίζουν ότι αυτό το κράτος μπορεί αύριο να συνάψει αίφνης μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον ελλιμενισμό του ρωσικού στόλου. Δεν τους φτάνει λοιπόν η τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, ούτε η ύπαρξη βρετανικών βάσεων, χρειάζονται τη διάλυση του κράτους, την θεσμική επαναφορά της Κύπρου σε αποικιακό καθεστώς. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το «τραβήξουν» μέχρις εκεί, αλλά, πέραν του κινήτρου της ανάγκης διευκόλυνσης της τουρκικής ένταξης, έχουν διαπιστώσει από την εμπειρία τους ότι η ιθύνουσα τάξη και η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου είναι συχνά διατεθειμένη να φτάσει ως εκεί τις παραχωρήσεις, ότι συχνά προβάλλει «αντίσταση μηδέν», γεγονός που αναπόφευκτα άνοιξε την όρεξη σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο. Είναι οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου που συζητάνε εδώ και πάρα πολλά χρόνια απολύτως εξωφρενικές ρυθμίσεις, που κανένα ευρωπαϊκό ή και αφρικανικό κράτος, που θα σεβόταν έστω στοιχειωδώς τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε καν να συζητήσει. Ρυθμίσεις που, αν τις πρότεινε πρωτοετής φοιτητής νομικής, θα έπρεπε να τον αποβάλουν από το πανεπιστήμιο ως ανεπίδεκτο μαθήσεως. Ποιο κράτος μπορεί να δεχθεί αίφνης τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα τελικών αποφάσεων, εκπροσωπούμενη από μη αιρετούς εκπροσώπους; Ποιο κράτος θα μπορούσε να δεχθεί να «σταθμίζονται» οι ψήφοι των πολιτών, ανάλογα με την εθνικότητά τους; Αυτά όμως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν, αυτά προβλέπουν τώρα οι προτάσεις του κ. Χριστόφια στις διακοινοτικές της Λευκωσίας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ξαναγίνει επισήμως αποικία. Η νεοαποικιοποίησή της περνάει μέσα από την υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα καταργεί το κράτος, ως οργανωμένη μορφή λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να το λέει. Το σχέδιο Ανάν ήταν αυτό ακριβώς. ‘Εδινε την απόλυτη εξουσία στην Κύπρο σε τρεις ξένους δικαστές, που διόριζε ο Κόφι Αννάν (η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δηλαδή) και τρεις ξένους στρατούς, ενώ αφόπλιζε το νησί και στερούσε από τους κατοίκους του το κεντρικότερο δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ: το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Το σχέδιο δεν συμφιλίωνε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριιους, διαιώνιζε τις αιτίες της διαμάχης τους και προσέθετε νέες, ώστε να στηρίζει τελικά με χιλιάδες πολιτικούς και θεσμικούς μοχλούς τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αγγλοαμερικανών. Μετέτρεπε την Κύπρο σε αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Ο τρόπος που το κατάφερνε αυτό, δια της εσωτερικής θεσμικής διαιώνισης της διαμάχης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Κύπρου, θα οδηγούσε πιθανότατα σε εθνοτική σύρραξη στην Κύπρο.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήταν επιθυμητό από τον τουρκικό στρατό, που δεν ήθελε να παραδώσει την «ΤΔΒΚ». Ο Ερντογάν συμφώνησε στο σχέδιο για τρεις λόγους: πρώτον, για να προωθήσει την τουρκική ένταξη, δεύτερο, γιατί εκτιμά ότι στερούμενοι του κράτους τους, αποποιούμενοι των δικαιωμάτων τους, οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν σε θέση πλήρους αδυναμίας. Τρίτο, γιατί εκτίμησε ότι αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσε να αποσπάσει η Τουρκία στην Κύπρο κι ότι θα έβγαινε κερδισμένη καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) απολύτως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους στο μόρφωμα αυτό και κερδίζοντας ταυτόχρονα την αθώωσή της για την εισβολή του 1974 και την ενταξιακή της προοπτική.
Το σχέδιο Ανάν προσέκρουσε όμως στην αντίδραση, έστω και την τελευταία στιγμή, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Βάσου Λυσσαρίδη και μερικών συμμάχων τους, όπως, και κυρίως του ίδιου του κυπριακού λαού. Τώρα επανέρχεται με άλλη μορφή. Τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη της επαναφοράς αυτής, που οι Αγγλοαμερικανοί ενεθάρρυναν, κατά πολύ ασυνήθιστο, εξαιρετικό τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Το ΑΚΕΛ δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ελπίζει κάτι τέτοιο. Καλείται, σε αντάλλαγμα της «άδειας» να κυβερνήσει το νησί, να αναλάβει την ευθύνη να περάσει ρυθμίσεις που καταλύουν στην ουσία το κυπριακό κράτος. Φοβούμεθα ότι, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει το ΑΚΕΛ κινδυνεύει να το οδηγήσει αναπόφευκτα σε πλήρη εκφυλισμό και προδοσία (και φυσικά στο τέλος του ιστορικού κόμματος της κυπριακής αριστεράς, αφού θα το πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όταν θα έχει εκπληρώσει την «αποστολή» του). Ελπίζουμε ότι θα βρεθούν δυνάμεις να διακόψουν έναν κατήφορο που παρουσιάζειο ομοιότητες με την πορεία του ΚΚΕ το 1943-45 ή του ΚΚΣΕ το 1987-91. Δεν θα θέλαμε να περιγράψουμε έτσι το ΑΚΕΛ, με δισταγμό χρησιμοποιούμε τέτοιες βαριές εκφράσεις κι αν το κάνουμε είναι γιατί δεν θα θέλαμε ούτε η κυπριακή αριστερά, ούτε η ελληνική κεντροαριστερά να πρωταγωνιστήσουν σε μια εθνική καταστροφή, που ασφαλώς θα εξελιχθεί και σε κοινωνική. Αλλά πώς να περιγράψουμε πολιτικούς που ισχυρίζονται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι αριστεροί και δημοκράτες, συγκατατίθενται όμως με τόση ευκολία στην κατάργηση των πιο στοιχειωδών εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοεθνών τους;
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης πλευράς, κρινόμενος τουλάχιστο τοπικά, στο ίδιο το νησί. Το ίδιο και η θέληση της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, την στρατιωτική της ισχύ, αντίθετα με μια Αθήνα και Λευκωσία που φοβούνται τον ίσκιο τους και έχουν εμπεδώσει, μετά το 1974, την ήττα στο μυαλό τους (ένα μέρος μάλιστα της ελίτ και των «διανοουμένων» έχει ανακηρύξει ανύπαρκτο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό). Οι Ελληνοκύπριοι όμως και η Ελλάδα έχουν με το μέρος τους την ισχύ της νομιμότητας, που είναι σημαντικότατο ηθικο-πολιτικό όπλο, έστω και αν είναι ανεπαρκές για να λύσει όλα τα προβλήματά τους. Πολιτικοί, όχι στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει και να μην καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο το 1974. Και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στο νησί, τουλάχιστο χωρίς δυσανάλογο πολιτικό κόστος, αν δεν της είχαν δώσει την ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η κυβέρνηση Καρμανλή-Αβέρωφ, με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, που εγκαθίδρυαν ένα αντιδημοκρατικό «κράτος προς κατάρρευση» εσωτερικά, παρέχοντας δικαιώματα επέμβασης στην Τουρκία εξωτερικά.
Μετά το 1974, η νομικο-πολιτική ισχύς της ελληνοκυπριακής πλευράς και η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστάθμισαν επί 35 χρόνια την τουρκική στρατιωτική ισχύ στο νησί και, με την επιπλέον ύπαρξη του παράγοντα «Ελλάδα», διατήρησαν την ειρήνη, αποτρέποντας νέο πόλεμο.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να εμποδίσει μια δύναμη να επιτεθεί σε ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος με υποδεέστερη ισχύ. Θα καταβάλει όμως, αν το πράξει, ένα συνήθως αποτρεπτικό πολιτικό κόστος. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος που επιτίθεται να έχει νόμιμα, αναγνωρισμένα δικαιώματα επέμβασης (όπως συνέβη το 1974) ή να μην είναι σαφές ποιός εκπροσωπεί το απειλούμενο κράτος (όπως μπορεί να συμβεί με την εκ περιτροπής προεδρία που προτείνει ο κ. Χριστόφιας). Αν οι Ελληνοκύπριοι (82% του πληθυσμού!) αποποιηθούν τα δικαιώματα που διαθέτει οποιαδήποτε πλειοψηφία σε όλο τον κόσμο, δεν θα τα επιβάλουν με την ισχύ τους. Οι άλλοι θα επιβληθούν επ’ αυτών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το κράτος στην Κύπρο και όχι η διάλυση της νόμιμης κυριαρχίας της πλειοψηφίας σε αδόκιμες, θολές, αντιδημοκρατικές και νεοαποικιακές ρυθμίσεις. Το κύριο πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν, δυστυχώς όμως και με το κυοφορούμενο σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, δεν είναι ο ετεροβαρής χαρακτήρας του υπέρ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Είναι η διάλυση του κράτους που επιχειρείται.
Ας πάρουμε αίφνης την εκ περιτροπής προεδρία. Πουθενά στον κόσμο, ο εκπρόσωπος μιας μειονότητας 18% δεν γίνεται κατά περιόδους υποχρεωτικά αρχηγός του κράτους. Αν το 1963-64 ή το 1974 ήταν ο Κιουτσούκ και όχι ο Μακάριος Πρόεδρος, θα έπαιρνε μαζί του τη διεθνή αναγνώριση του κράτους και οι Ελληνοκύπριοι θα μετετρέποντο σε «κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ιστορικό διάγγελμά του ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος. ‘Οσο για τη στάθμιση των ψήφων, ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων, ούτε το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν τόλμησε να την προτείνει. Κι όμως, αυτές είναι δύο μόνο από τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς στις συνομιλίες της Λευκωσίας. Στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004) είχαμε χρησιμοποιήσει τον όρο «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» για να χαρακτηρίσουμε το μόρφωμα που δημιουργούσε αυτό το σχέδιο, στη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ μας φαίνονται καταλληλότεροι οι όροι «μεταμοντέρνος ζουρλομανδύας» ή «σαχλαμάρα». Αλλά πρόκειται για πολύ επικίνδυνη, μοιραία σαχλαμάρα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να συνεχίσουν την ασφαλή διαβίωσή τους στην Κύπρο υπό έναν όρο: να διαθέτουν, τουλάχιστον εκεί που ζουν, την προστασία κανονικού κράτους, που σημαίνει κυριαρχία της πλειοψηφίας στις βασικές κρατικές αποφάσεις, αποφασιστική απόρριψη κάθε δυνατότητας τρίτου κράτους να επεμβαίνει στα εδάφη τους, δικαίωμα αυτοάμυνας και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας, δηλαδή ένοπλες δυνάμεις. Αυτός ο όρος δεν περιγράφει την ιδεώδη λύση, περιγράφει όμως τη συνθήκη υπό την οποία μια λύση θα είναι ασφαλής, θα επιτρέπει δηλαδή μακροχρόνια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο και θα καθιστά δυσχερή έναν πόλεμο εναντίον τους.
Δυστυχώς κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, την κληρονομιά σειράς παραχωρήσεων του παρελθόντος, τη διάβρωση των πολιτικών ελίτ και τη βαθειά σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της κυριαρχίας και της κρατικής συγκρότησης, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ασφαλούς λύσης. Δυστυχώς υπό το κράτος των ίδιων παραγόντων, και οι αντιτιθέμενοι σε μια τέτοια κατάλυση του κράτους δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν εύλειπτο και πειστικό, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κύπρου λόγο, για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, πολύ περισσότερο για να πάρουν εκίνοι την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κατ’ ουσίαν, ουδείς υπερασπίζεται πολιτικά, στο εσωτερικό και διεθνώς, το κυπριακό κράτος, ως θεσμική μορφή της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού στην πατρίδα τους. Εξακολουθούν να εκφράζονται σε μια ακατανόητη πλέον γλώσσα, γεμάτη αναφορές σε νομικούς όρους, με την οποία προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την αμηχανία τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο ανακοιινωθέν του Εθνικιού Συμβουλίου). Επιπλέον, επειδή οι Κύπριοι έχουν συνηθίσει να ακούν για προσπάθειες λύσης και να μην λύνεται τίποτα, δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι αυτή τη φορά τα πράγματα, λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί». Δεν πρόκειται για απλό σχήμα λόγου, πατριωτική «κορώνα» χωρίς περιεχόμενο. Η μετατροπή της Κύπρου σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο δεν εγκυμονεί μόνο τον κίνδυνο εθνοτικής σύρραξης στο νησί ή τον κίνδυνο ενδοελληνικής σύγκρουσης (όταν οι ‘Ελληνες θα αντιληφθούν σε τι καθεστώς θα ζήσουν). Δένει και τα χέρια της μητροπολιτικής Ελλάδας, καθιστώντας 700.000 ‘Ελληνες, που θα έχουν χάσει το κράτος τους, ομήρους της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λοινδίνου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Αθήνα δεν θα μπορεί να ασκεί κυριαρχία ούτε στο Αιγαίο ή τη Θράκη.
Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα ενταθούν οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης στο πολιτικό, εκδοτικό, επιχειρηματικό, διανοούμενο προσωπικό Κύπρου και Ελλάδας. Θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που μπορεί να αποβούν χρήσιμα. Μπορεί να οργανωθούν προβοκάτσιες ή να γίνουν δήθεν «μεγάλες παραχωρήσεις» από τον Ερντογάν, που θα κάνουν μεν εντύπωση, δεν θα αλλάξουν όμως τα δεδομένα του προβλήματος, θα χρυσώσουν απλώς το χάπι των Ελληνοκυπρίων, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου («εμείς φταίμε για το κυπριακό», «κάθε καινούρια λύση θα είναι χειρότερη»), εξαιτίας της οποίας βρίσκονται υπό την επιρροή της θανάσιμης αυταπάτης ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον το κράτος στο οποίο σήμερα ζουν (απλώς θα προστεθεί κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο). Επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού», που δεν θα μπορούν να πουν όχι σε ένα δεύτερο σχέδιο, που θα φέρει μάλιστα τις υπογραφές των ηγετών τους (κι όταν μάλιστα δεν έχουν καν υπερασπιστεί διεθνώς, πολιτικά, το πρώτο όχι που είπαν)
Ειρήσθω εν παρόδω, μια τέτοια λύση δεν θα είναι μόνο παγίδα για την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι και για την Ευρώπη. Η Τουρκία θα αποκτήσει από τώρα δικαιώματα εντός της ΕΕ, δια της επιρροής στην ψήφο των Ελληνοκυπρίων. Τόσο η ‘Αγκυρα, όσο και πας ενδιαφερόμενος θα αποκτήσει επιπλέον έναν μοχλό μετατροπής, μέσα από τις ασάφειες του σχεδίου, της Κύπρου σε μια Βοσνία εντός της ΕΕ. Και να θέλει, δεν θα μπορεί να πει όχι στην τουρκική ένταξη, χωρίς να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Κύπρο (αν όχι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας).
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες, σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Θάταν πραγματικά κρίμα, εξαιτίας του πολιτικού προσωπικού Ελλάδας και Κύπρου και της διάβρωσης των δύο κοινωνιών, να πετύχουν τώρα έναν θρίαμβο με μοιραίες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
18-10-2009
Dημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σύγχρονη 'Αποψη" της Λευκωσίας, τ.18
Για μια ακόμη φορά, η δύναμη ισχύος της αμερικανικής διπλωματίας έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή μας. Γιατί είναι κυρίως από τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κύπρο που θα κριθεί αποφασιστικά το μέλλον της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. (Και επιπλέον, γιατί πρέπει να προχωρήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και η αποκοπή της περιοχής από τη Ρωσία, με ότι συνεπάγεται για Σκόπια, Κόσοβο και αγωγούς). Ο κρίσιμος χρόνος για την επίτευξη των αγγλοαμερικανικών επιδιώξεων είναι το επόμενο τρίμηνο έως εξάμηνο.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχει ο υπερατλαντικός έλεγχος της Ευρώπης, στοιχείο απαραίτητο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζουμε. Η τουρκική ένταξη, αν πραγματοποιηθεί, συνιστά τη χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή ιδέα, στην ιδέα δηλαδή μιας Ευρώπης δυνάμει ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ.
Οι γεωπολιτικές αυτές συνέπειες ενισχύονται από τις κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής ένταξης. Η διαρκής διεύρυνση της ΕΕ, σε όλο και πιο διαφορετικές και φτωχότερες χώρες, χωρίς αλλαγή οικονομικού μοντέλου, χωρίς ούτε καν τις χρηματοδοτικές ροές που κατευθύνθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο και με απαγόρευση φορολογικής και κοινωνικής εναρμόνισης στο εσωτερικό της ΕΕ, συνιστούν μια ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξίσωση προς τα κάτω των κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών στάνταρτς σε μια Ευρώπη που γίνεται, όλο και περισσότερο, αυτό που ανέκαθεν επεδίωκε το Λονδίνο: μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών. Ζώνη υποκείμενη στη μονεταριστική δικτατορία μερικών εκατοντάδων «ευρωατλαντικών» επιχειρήσεων και τραπεζών, που κρύβονται πίσω από την Κομισιόν και την (υποτίθεται) «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια τέτοια Ευρώπη θα ολισθήσει αναπόφευκτα όλο και περισσότερο στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ, καθιστάμενη απλή οικονομική και ιδεολογική «βιτρίνα» ενός ΝΑΤΟ με παγκόσμιες φιλοδοξίες.
Το σχέδιο της τουρκικής ένταξης είναι πίσω από την κινητικότητα της τελευταίας δεκαετίας περί το κυπριακό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν ξεσηκώθηκαν ξαφνικά να ζητήσουν λύση, ούτε οι διεθνείς δυνάμεις (οι ίδιες ακριβώς άλλωστε που δημιούργησαν το κυπριιακό!) ανησύχησαν ξαφνικά για την ανάγκη συμφιλίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο θέλουν λύση και τη θέλουν, όσο το δυνατόν, στα μέτρα τους, εξυπηρετική δηλαδή και της πάγιας επιδίωξής τους να ελέγξουν την Κύπρο, «οικόπεδο» πρώτης αξίας στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα.
Δεν τους φτάνουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις, επιθυμούν την κατάλυση του κυπριακού κράτους, ως οργανωμένης, θεσμικής μορφής άσκησης της κυριαρχίας στο νησί των κατοίκων του, του κυπριακού λαού. Γιατί όσο υφίσταται, έστω και ακρωτηριασμένο κυπριακό κράτος, ανεξάρτητο και δημοκρατικό, γνωρίζουν ότι αυτό το κράτος μπορεί αύριο να συνάψει αίφνης μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον ελλιμενισμό του ρωσικού στόλου. Δεν τους φτάνει λοιπόν η τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, ούτε η ύπαρξη βρετανικών βάσεων, χρειάζονται τη διάλυση του κράτους, την θεσμική επαναφορά της Κύπρου σε αποικιακό καθεστώς. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το «τραβήξουν» μέχρις εκεί, αλλά, πέραν του κινήτρου της ανάγκης διευκόλυνσης της τουρκικής ένταξης, έχουν διαπιστώσει από την εμπειρία τους ότι η ιθύνουσα τάξη και η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου είναι συχνά διατεθειμένη να φτάσει ως εκεί τις παραχωρήσεις, ότι συχνά προβάλλει «αντίσταση μηδέν», γεγονός που αναπόφευκτα άνοιξε την όρεξη σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο. Είναι οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου που συζητάνε εδώ και πάρα πολλά χρόνια απολύτως εξωφρενικές ρυθμίσεις, που κανένα ευρωπαϊκό ή και αφρικανικό κράτος, που θα σεβόταν έστω στοιχειωδώς τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε καν να συζητήσει. Ρυθμίσεις που, αν τις πρότεινε πρωτοετής φοιτητής νομικής, θα έπρεπε να τον αποβάλουν από το πανεπιστήμιο ως ανεπίδεκτο μαθήσεως. Ποιο κράτος μπορεί να δεχθεί αίφνης τη μετατροπή της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα τελικών αποφάσεων, εκπροσωπούμενη από μη αιρετούς εκπροσώπους; Ποιο κράτος θα μπορούσε να δεχθεί να «σταθμίζονται» οι ψήφοι των πολιτών, ανάλογα με την εθνικότητά τους; Αυτά όμως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν, αυτά προβλέπουν τώρα οι προτάσεις του κ. Χριστόφια στις διακοινοτικές της Λευκωσίας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ξαναγίνει επισήμως αποικία. Η νεοαποικιοποίησή της περνάει μέσα από την υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα καταργεί το κράτος, ως οργανωμένη μορφή λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να το λέει. Το σχέδιο Ανάν ήταν αυτό ακριβώς. ‘Εδινε την απόλυτη εξουσία στην Κύπρο σε τρεις ξένους δικαστές, που διόριζε ο Κόφι Αννάν (η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δηλαδή) και τρεις ξένους στρατούς, ενώ αφόπλιζε το νησί και στερούσε από τους κατοίκους του το κεντρικότερο δικαίωμα που τους αναγνωρίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ: το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Το σχέδιο δεν συμφιλίωνε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριιους, διαιώνιζε τις αιτίες της διαμάχης τους και προσέθετε νέες, ώστε να στηρίζει τελικά με χιλιάδες πολιτικούς και θεσμικούς μοχλούς τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αγγλοαμερικανών. Μετέτρεπε την Κύπρο σε αγγλοαμερικανικό προτεκτοράτο. Ο τρόπος που το κατάφερνε αυτό, δια της εσωτερικής θεσμικής διαιώνισης της διαμάχης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Κύπρου, θα οδηγούσε πιθανότατα σε εθνοτική σύρραξη στην Κύπρο.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήταν επιθυμητό από τον τουρκικό στρατό, που δεν ήθελε να παραδώσει την «ΤΔΒΚ». Ο Ερντογάν συμφώνησε στο σχέδιο για τρεις λόγους: πρώτον, για να προωθήσει την τουρκική ένταξη, δεύτερο, γιατί εκτιμά ότι στερούμενοι του κράτους τους, αποποιούμενοι των δικαιωμάτων τους, οι Ελληνοκύπριοι θα βρεθούν σε θέση πλήρους αδυναμίας. Τρίτο, γιατί εκτίμησε ότι αυτό ήταν το μάξιμουμ που μπορούσε να αποσπάσει η Τουρκία στην Κύπρο κι ότι θα έβγαινε κερδισμένη καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) απολύτως ισότιμους με τους Ελληνοκύπριους στο μόρφωμα αυτό και κερδίζοντας ταυτόχρονα την αθώωσή της για την εισβολή του 1974 και την ενταξιακή της προοπτική.
Το σχέδιο Ανάν προσέκρουσε όμως στην αντίδραση, έστω και την τελευταία στιγμή, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Βάσου Λυσσαρίδη και μερικών συμμάχων τους, όπως, και κυρίως του ίδιου του κυπριακού λαού. Τώρα επανέρχεται με άλλη μορφή. Τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη της επαναφοράς αυτής, που οι Αγγλοαμερικανοί ενεθάρρυναν, κατά πολύ ασυνήθιστο, εξαιρετικό τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Το ΑΚΕΛ δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ελπίζει κάτι τέτοιο. Καλείται, σε αντάλλαγμα της «άδειας» να κυβερνήσει το νησί, να αναλάβει την ευθύνη να περάσει ρυθμίσεις που καταλύουν στην ουσία το κυπριακό κράτος. Φοβούμεθα ότι, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει το ΑΚΕΛ κινδυνεύει να το οδηγήσει αναπόφευκτα σε πλήρη εκφυλισμό και προδοσία (και φυσικά στο τέλος του ιστορικού κόμματος της κυπριακής αριστεράς, αφού θα το πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όταν θα έχει εκπληρώσει την «αποστολή» του). Ελπίζουμε ότι θα βρεθούν δυνάμεις να διακόψουν έναν κατήφορο που παρουσιάζειο ομοιότητες με την πορεία του ΚΚΕ το 1943-45 ή του ΚΚΣΕ το 1987-91. Δεν θα θέλαμε να περιγράψουμε έτσι το ΑΚΕΛ, με δισταγμό χρησιμοποιούμε τέτοιες βαριές εκφράσεις κι αν το κάνουμε είναι γιατί δεν θα θέλαμε ούτε η κυπριακή αριστερά, ούτε η ελληνική κεντροαριστερά να πρωταγωνιστήσουν σε μια εθνική καταστροφή, που ασφαλώς θα εξελιχθεί και σε κοινωνική. Αλλά πώς να περιγράψουμε πολιτικούς που ισχυρίζονται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι αριστεροί και δημοκράτες, συγκατατίθενται όμως με τόση ευκολία στην κατάργηση των πιο στοιχειωδών εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοεθνών τους;
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης πλευράς, κρινόμενος τουλάχιστο τοπικά, στο ίδιο το νησί. Το ίδιο και η θέληση της ‘Αγκυρας να χρησιμοποιήσει, αν χρειασθεί, την στρατιωτική της ισχύ, αντίθετα με μια Αθήνα και Λευκωσία που φοβούνται τον ίσκιο τους και έχουν εμπεδώσει, μετά το 1974, την ήττα στο μυαλό τους (ένα μέρος μάλιστα της ελίτ και των «διανοουμένων» έχει ανακηρύξει ανύπαρκτο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό). Οι Ελληνοκύπριοι όμως και η Ελλάδα έχουν με το μέρος τους την ισχύ της νομιμότητας, που είναι σημαντικότατο ηθικο-πολιτικό όπλο, έστω και αν είναι ανεπαρκές για να λύσει όλα τα προβλήματά τους. Πολιτικοί, όχι στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν την Τουρκία να σταματήσει και να μην καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο το 1974. Και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στο νησί, τουλάχιστο χωρίς δυσανάλογο πολιτικό κόστος, αν δεν της είχαν δώσει την ευκαιρία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η κυβέρνηση Καρμανλή-Αβέρωφ, με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, που εγκαθίδρυαν ένα αντιδημοκρατικό «κράτος προς κατάρρευση» εσωτερικά, παρέχοντας δικαιώματα επέμβασης στην Τουρκία εξωτερικά.
Μετά το 1974, η νομικο-πολιτική ισχύς της ελληνοκυπριακής πλευράς και η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστάθμισαν επί 35 χρόνια την τουρκική στρατιωτική ισχύ στο νησί και, με την επιπλέον ύπαρξη του παράγοντα «Ελλάδα», διατήρησαν την ειρήνη, αποτρέποντας νέο πόλεμο.
Βεβαίως, ουδείς μπορεί να εμποδίσει μια δύναμη να επιτεθεί σε ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος με υποδεέστερη ισχύ. Θα καταβάλει όμως, αν το πράξει, ένα συνήθως αποτρεπτικό πολιτικό κόστος. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος που επιτίθεται να έχει νόμιμα, αναγνωρισμένα δικαιώματα επέμβασης (όπως συνέβη το 1974) ή να μην είναι σαφές ποιός εκπροσωπεί το απειλούμενο κράτος (όπως μπορεί να συμβεί με την εκ περιτροπής προεδρία που προτείνει ο κ. Χριστόφιας). Αν οι Ελληνοκύπριοι (82% του πληθυσμού!) αποποιηθούν τα δικαιώματα που διαθέτει οποιαδήποτε πλειοψηφία σε όλο τον κόσμο, δεν θα τα επιβάλουν με την ισχύ τους. Οι άλλοι θα επιβληθούν επ’ αυτών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το κράτος στην Κύπρο και όχι η διάλυση της νόμιμης κυριαρχίας της πλειοψηφίας σε αδόκιμες, θολές, αντιδημοκρατικές και νεοαποικιακές ρυθμίσεις. Το κύριο πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν, δυστυχώς όμως και με το κυοφορούμενο σχέδιο Χριστόφια-Ταλάτ, δεν είναι ο ετεροβαρής χαρακτήρας του υπέρ της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Είναι η διάλυση του κράτους που επιχειρείται.
Ας πάρουμε αίφνης την εκ περιτροπής προεδρία. Πουθενά στον κόσμο, ο εκπρόσωπος μιας μειονότητας 18% δεν γίνεται κατά περιόδους υποχρεωτικά αρχηγός του κράτους. Αν το 1963-64 ή το 1974 ήταν ο Κιουτσούκ και όχι ο Μακάριος Πρόεδρος, θα έπαιρνε μαζί του τη διεθνή αναγνώριση του κράτους και οι Ελληνοκύπριοι θα μετετρέποντο σε «κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ιστορικό διάγγελμά του ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος. ‘Οσο για τη στάθμιση των ψήφων, ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων, ούτε το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν τόλμησε να την προτείνει. Κι όμως, αυτές είναι δύο μόνο από τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς στις συνομιλίες της Λευκωσίας. Στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004) είχαμε χρησιμοποιήσει τον όρο «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο» για να χαρακτηρίσουμε το μόρφωμα που δημιουργούσε αυτό το σχέδιο, στη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ μας φαίνονται καταλληλότεροι οι όροι «μεταμοντέρνος ζουρλομανδύας» ή «σαχλαμάρα». Αλλά πρόκειται για πολύ επικίνδυνη, μοιραία σαχλαμάρα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να συνεχίσουν την ασφαλή διαβίωσή τους στην Κύπρο υπό έναν όρο: να διαθέτουν, τουλάχιστον εκεί που ζουν, την προστασία κανονικού κράτους, που σημαίνει κυριαρχία της πλειοψηφίας στις βασικές κρατικές αποφάσεις, αποφασιστική απόρριψη κάθε δυνατότητας τρίτου κράτους να επεμβαίνει στα εδάφη τους, δικαίωμα αυτοάμυνας και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας, δηλαδή ένοπλες δυνάμεις. Αυτός ο όρος δεν περιγράφει την ιδεώδη λύση, περιγράφει όμως τη συνθήκη υπό την οποία μια λύση θα είναι ασφαλής, θα επιτρέπει δηλαδή μακροχρόνια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων στην Κύπρο και θα καθιστά δυσχερή έναν πόλεμο εναντίον τους.
Δυστυχώς κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, την κληρονομιά σειράς παραχωρήσεων του παρελθόντος, τη διάβρωση των πολιτικών ελίτ και τη βαθειά σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της κυριαρχίας και της κρατικής συγκρότησης, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ασφαλούς λύσης. Δυστυχώς υπό το κράτος των ίδιων παραγόντων, και οι αντιτιθέμενοι σε μια τέτοια κατάλυση του κράτους δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν εύλειπτο και πειστικό, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κύπρου λόγο, για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, πολύ περισσότερο για να πάρουν εκίνοι την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κατ’ ουσίαν, ουδείς υπερασπίζεται πολιτικά, στο εσωτερικό και διεθνώς, το κυπριακό κράτος, ως θεσμική μορφή της κυριαρχίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού στην πατρίδα τους. Εξακολουθούν να εκφράζονται σε μια ακατανόητη πλέον γλώσσα, γεμάτη αναφορές σε νομικούς όρους, με την οποία προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την αμηχανία τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο ανακοιινωθέν του Εθνικιού Συμβουλίου). Επιπλέον, επειδή οι Κύπριοι έχουν συνηθίσει να ακούν για προσπάθειες λύσης και να μην λύνεται τίποτα, δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρά είναι αυτή τη φορά τα πράγματα, λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Αν η Κύπρος χαθεί και η Ελλάδα θα χαθεί». Δεν πρόκειται για απλό σχήμα λόγου, πατριωτική «κορώνα» χωρίς περιεχόμενο. Η μετατροπή της Κύπρου σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο δεν εγκυμονεί μόνο τον κίνδυνο εθνοτικής σύρραξης στο νησί ή τον κίνδυνο ενδοελληνικής σύγκρουσης (όταν οι ‘Ελληνες θα αντιληφθούν σε τι καθεστώς θα ζήσουν). Δένει και τα χέρια της μητροπολιτικής Ελλάδας, καθιστώντας 700.000 ‘Ελληνες, που θα έχουν χάσει το κράτος τους, ομήρους της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λοινδίνου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, η Αθήνα δεν θα μπορεί να ασκεί κυριαρχία ούτε στο Αιγαίο ή τη Θράκη.
Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα ενταθούν οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης στο πολιτικό, εκδοτικό, επιχειρηματικό, διανοούμενο προσωπικό Κύπρου και Ελλάδας. Θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που μπορεί να αποβούν χρήσιμα. Μπορεί να οργανωθούν προβοκάτσιες ή να γίνουν δήθεν «μεγάλες παραχωρήσεις» από τον Ερντογάν, που θα κάνουν μεν εντύπωση, δεν θα αλλάξουν όμως τα δεδομένα του προβλήματος, θα χρυσώσουν απλώς το χάπι των Ελληνοκυπρίων, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες πλύση εγκεφάλου («εμείς φταίμε για το κυπριακό», «κάθε καινούρια λύση θα είναι χειρότερη»), εξαιτίας της οποίας βρίσκονται υπό την επιρροή της θανάσιμης αυταπάτης ότι θα διατηρήσουν και στο μέλλον το κράτος στο οποίο σήμερα ζουν (απλώς θα προστεθεί κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο). Επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού», που δεν θα μπορούν να πουν όχι σε ένα δεύτερο σχέδιο, που θα φέρει μάλιστα τις υπογραφές των ηγετών τους (κι όταν μάλιστα δεν έχουν καν υπερασπιστεί διεθνώς, πολιτικά, το πρώτο όχι που είπαν)
Ειρήσθω εν παρόδω, μια τέτοια λύση δεν θα είναι μόνο παγίδα για την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι και για την Ευρώπη. Η Τουρκία θα αποκτήσει από τώρα δικαιώματα εντός της ΕΕ, δια της επιρροής στην ψήφο των Ελληνοκυπρίων. Τόσο η ‘Αγκυρα, όσο και πας ενδιαφερόμενος θα αποκτήσει επιπλέον έναν μοχλό μετατροπής, μέσα από τις ασάφειες του σχεδίου, της Κύπρου σε μια Βοσνία εντός της ΕΕ. Και να θέλει, δεν θα μπορεί να πει όχι στην τουρκική ένταξη, χωρίς να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Κύπρο (αν όχι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας).
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες, σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Θάταν πραγματικά κρίμα, εξαιτίας του πολιτικού προσωπικού Ελλάδας και Κύπρου και της διάβρωσης των δύο κοινωνιών, να πετύχουν τώρα έναν θρίαμβο με μοιραίες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
18-10-2009
Dημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σύγχρονη 'Αποψη" της Λευκωσίας, τ.18
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009
Κύπρος: Υπό πίεση ο Χριστόφιας ενόψει Δεκεμβρίου
Με την πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ από τους Αγγλογάλλους, πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέκρινε ο Κύπριος Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας την πολιτική «καλοπιάσματος» της ‘Αγκυρας, μιλώντας σε Ευρωπαίους δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες. Εκ των υστέρων διέψευσε ότι το έκανε, αλλά η εντύπωση ήταν αρκετά έντονη για να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τοποθετηθεί επί του θέματος. H Κομισιόν μίλησε για «ανιστόρητες συγκρίσεις», ταυτόχρονα όμως ένοιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για τη στάση της έναντι της ‘Αγκυρας, υπενθυμίζοντας το μπλοκάρισμα των οκτώ κεφαλαίων. (Στην πραγματικότητα το μπλοκάρισμα έγινε από την ίδια την Κύπρο και επικυρώθηκε στη συνέχεια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να τα ανοίξει, αφού απαιτείται ομοφωνία). Στην Κύπρο, τα «αντιπολιτευόμενα-συμπολιτευόμενα» κόμματα ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ χαιρέτισαν τις δηλώσεις Χριστόφια, αγνοώντας τη διάψευση του Προέδρου!
‘Οσο πλησιάζει ο κρίσιμος Δεκέμβρης και συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις επίλυσης, ο Κύπριος Πρόεδρος αισθάνεται να αυξάνονται οι (αντίθετες) πιέσεις από όλες τις πλευρές προς τη Λευκωσία, και από τον ατλαντικό άξονα στην ΕΕ και από τον γαλλογερμανικό και από την κυπριακή κοινή γνώμη και τους συνεταίρους του στην κυβέρνηση. Οι Αγγλοαμερικανοί και η Κομισιόν θέλουν να περάσει η ‘Αγκυρα τις «εξετάσεις» αβρόχοις ποσίν, χωρίς δηλαδή να ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμιά της στα κυπριακά σκάφη, όπως έχει αναλάβει υποχρέωση (δεν της έχει ζητηθεί ούτε καν η ... αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, πόσο μάλλον η αποχώρηση του στρατού κατοχής).
Ο «τούρκος μαθητής» είναι βέβαια γνωστός για τη «δυστροπία» του. ‘Οχι μόνο συνήθισε να προβιβάζεται ακόμα κι όταν δίνει επιδεικτικά λευκή κόλλα, αλλά και ... καμαρώνει γι’ αυτή τη συνήθεια! ‘Οταν οι Αζέροι διαμαρτυρήθηκαν γιατί η ‘Αγκυρα αθέτησε τις υποσχέσεις που τους έδωσε για μη άνοιγμα των συνόρων, ο Πρόεδρος Γκιουλ τους είπε να μην ανησυχούν γιατί δεν πρόκειται να τηρήσει ούτε τη συμφωνία που έκανε με τους Αρμένιους. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών του, υπενθύμισε ότι και για την Κύπρο η ‘Αγκυρα υπέγραψε συμφωνία χωρίς να την τηρήσει! Οι δηλώσεις αυτές έγιναν στο Ναχιτσεβάν, ενώπιον όλων των ηγετών του «τουρκικού κόσμου».
Από την άλλη μεριά, είναι πια αισθητή η μετατόπιση της Γερμανίας και της Γαλλίας προς όλο και εχθρικότερες, προς την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, θέσεις. Η αντίθεση στην ένταξη μοιάζει πλέον πλειοψηφική στην ευρωπαϊκή δεξιά, που ελέγχει τις περισσότερες ευρωπαίκές κυβερνήσεις. Το αν και πόσο έντονα θα εκδηλωθεί τον Δεκέμβριο εξαρτάται από δύο παράγοντες: πρώτον, τη στάση που θα κρατήσουν οι άμεσα θιγόμενες από την τουρκική πολιτική Κύπρος και Ελλάδα, γιατί δεν μπορούν Γάλλοι και Γερμανοί να γίνουν «πιο Κύπριοι ή ‘Ελληνες από τους Κύπριους και τους ‘Ελληνες», δεύτερο, τη διαπραγμάτευση Ευρώπης-ΗΠΑ και το πόση πίεση θα ασκήσει η Ουάσιγκτον στους συμμάχους της. Η ένταξη της Τουρκίας συνιστά μείζονα, στρατηγική επιδίωξη των Αμερικανών, ο Ομπάμα όμως έχει μεγάλη ανάγκη συνεργασίας με την Ευρώπη σε κρίσιμα θέματα όπως το Αφγανιστάν, το Ιράν, αλλά και το σύνολο των αναδυόμενων «παικτών» και «προκλήσεων». Και η Ευρώπη από την πλευρά της δεν επιιθυμεί «μετωπική» σύγκρουση με τις ΗΠΑ, ανάλογη αυτής του 2003 για το Ιράκ. Πάντως, ο Νικολά Σαρκοζί δεν θα μεταβεί τελικά στην Κύπρο αυτές τις μέρες, ενδεχόμενο που είχε αντιμετωπίσει σε μια στιγμή.
Και η κυπριακή κοινή γνώμη δεν θα δεχθεί εύκολα μια ακόμα παράταση στην Τουρκία, πόσο μάλλον που ο ίδιος ο κ. Χριστόφιας έχει δηλώσει ότι η ‘Αγκυρα δεν θα γλυτώσει χωρίς συνέπειες τη μη εφαρμιογή της ανειλημμένης της υποχρέωσης για άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων. Αν και απέφυγε, είναι αλήθεια, να ξεκαθαρίσει ποιές θα είναι οι συνέπειες.
Η θέση του Κύπριου Προέδρου γίνεται ακόμα δυσκολότερη γιατί, ενώ έχει ήδη κάνει πολύ μεγάλες παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να επικρίνεται από τη «συμπολίτευση-αντιπολίτευση», ιδίως το ΔΗΚΟ, ότι «ξεπέρασε τις κόκκινες γραμμές» κι ότι παραπλάνησε το Εθνικό Συμβούλιο, αποκρύπτοντας προτάσεις που έχει υποβάλλει, δεν έχει συναντήσει ούτε ικανοποιητική ανταπόκριση από την άλλη πλευρά, ούτε αναγνώριση των προσπαθειών του από τον «διεθνή παράγοντα». Η κοινή γνώμη διαφωνεί με τους χειρισμούς του στο κυπριακό, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, αλλά δυσφορία με την τροπή των διαπραγματεύσεων έχει προκληθεί τόσο σε ορισμένους ισχυρούς κύκλους επιχειρηματικούς κύκλους, όσο και στο εσωτερικό του ίδιου του κυβερνώντος ΑΚΕΛ. Το ιστορικό κόμμα της κυπριακής αριστεράς χαρακτηρίζεται άλλωστε διαχρονικά από μεγάλες και απότομες στροφές στην πολιτική του και μεγάλη ικανότητα προσαρμογής στις διαθέσεις της κοινωνίας. Το 1931 αποδοκίμασε την εξέγερση κατά των ‘Αγγλων, για να αλλάξει πορεία τρεις μέρες αργότερα, ενώ το 1955 καυτηρίασε την ΕΟΚΑ, για να μεταβάλλει επίσης πολιτική στη συνέχεια, κάνοντας μάλιστα την αυτοκριτική του.
Λόγω βεβαίως της δομής αυτού του κόμματος, είναι πολύ σπάνια η ανοιχτή εκδήλωση διαφωνιών, εντούτοις καλά πληροφορημένες πηγές υποστηρίζουν ότι αριθμός σημαντικών στελεχών του ανησυχεί έντονα για την πορεία της διαπραγμάτευσης. Αυτός εκριβώς, υποστηρίζουν, είναι ο λόγος που ο κ. Χριστόφιας επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση ομόφωνης απόφασης υποστήριξης στην πολιτική του από την Κεντρική Επιτροπή. Η «είδηση», υποστηρίζουν, δεν είναι στην ομοφωνία, αλλά στην ανάγκη έκδοσης της απόφασης για κάτι που είναι ουσιαστικά αυτονόητο και στη σχετική προβολή της από τη «Χαραυγή».
Η κύρια κριτική που ασκείται στον κ. Χριστόφια αφορά τον βιώσιμο και δημοκρατικό χαρακτήρα της λύσης που θα προκύψει, αν γίνουν δεκτές οι ελληνικές προτάσεις. Αλλά επίσης και το γεγονός ότι αυτές οι προτάσεις έγιναν με δική του πρωτοβουλία, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με το Εθνικό Συμβούλιο ή, τουλάχιστο, τα «συγκυβερνώντα» κόμματα και χωρίς να περιέχονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του Προέδρου.
Σφοδρή κριτική γίνεται τόσο στην εκ περιτροπής Προεδρία, δηλαδή την πρόνοια ότι θα αναλαμβάνει υποχρεωτικός Τούρκος την προεδρία του κράτους κατά διαστήματα, αν και οι Τούρκοι είναι το 18% μόνο του πληθυσμού. «Αν αυτό το σύστημα ίσχυε το 1963 ή το 1974, ο Κιουτσούκ θα έπαιρνε την Κυπριακή Δημοκρατία και τη διεθνή αναγνώρισή της και θα έφευγε», σχολιάζει χαρακτηριστικά στέλεχος της συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης. ‘Εντονη κριτική γίνεται επίσης και σε μια, παγκοσμίως πρωτοφανή, μέθοδο «στάθμισης» των ψήφων, χάρι στην οποία κάθε ψήφος Τουρκοκυπρίου θα μετράει πολύ περισσότερο από την ψήφο ενός Ελληνοκυπρίου! ‘Ολα αυτά προνοούνται ώστε να ικανοποιηθεί η τουρκική απαίτηση να μην είναι, αν και είναι, μειονότητα. Επειδή η απαίτηση αυτή δεν περιορίζεται στην αυτοδιοίκηση της ζώνης τους, ή σε ορισμένα επιμέρους ζητήματα (π.χ. γλώσσα, εκπαίδευση κλπ.) αλλά επεκτείνεται σε όλα τα κεντρικά ζητήματα κυριαρχίας, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά με την κατάργηση των αρχών της πλειοψηφίας και της αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος», δηλ. της δημοκρατίας. Ο άλλος τρόπος να «τετραγωνισθεί» αυτός ο κύκλος είναι να μην υπάρχει κράτος, γι’ αυτό και προβλέπεται π.χ. «αποστρατιωτικοποιημένη» Κύπρος, που πρακτικά συνεπάγεται την ύπαρξη δύο παραστρατιωτικών δυνάμεων στις δύο ζώνες, «μασκαρεμένων» σε τοπικές αστυνομίες.
Το ΑΚΕΛ απαντά στις επικρίσεις αυτές υποστηρίζοντας ότι οι παραχωρήσεις αυτές έχουν γίνει από προηγούμενους Προέδρους. ‘Ισως υπολογίζει ότι τη διακυβέρνηση ενός τέτοιου κράτους θα αναλάβουν οι «αδελφές» δυνάμεις της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής αριστεράς. Το πρόβλημα με τον υπολογισμό αυτό είναι βέβαια ότι, αν αύριο οι Κύπριοι βαρεθούν να κυβερνώνται από τις συνεργαζόμενες αριστερές τους, θα υποστηρίξουν τις εθνικιστικές δεξιές τους. Που θα συνεργασθούν κι αυτές, όπως και στο παρελθόν, διαλύοντας το κοινό κράτος!
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια σοβαρή κρίση προσανατολισμού του Δημοκρατικού Κόμματος, κύριου κληρονόμου της «μακαριακής» παράδοσης, που σήμερα είναι διασπασμένο μεταξύ του Προέδρου του Μάριου Καρογιάν, υπέρμαχου της πάση θυσίας συμμετοχής στην κυβέρνηση και της «συμμορίας των τριών» (αν. Πρόεδρος Κολοκασίδης, αντιπρόεδρος Παπαδόπουλος, Γεν. Γραμματέας Κενεβέζος) που θεωρούν ότι το ΔΗΚΟ οφείλει να αποχωρήσει από την κυβέρνηση και να καταγγείλει ανοιχτά τη διαπραγματευτική τακτική Χριστόφια.
"Κόσμος του Επενδυτή", 07/11/2009
‘Οσο πλησιάζει ο κρίσιμος Δεκέμβρης και συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις επίλυσης, ο Κύπριος Πρόεδρος αισθάνεται να αυξάνονται οι (αντίθετες) πιέσεις από όλες τις πλευρές προς τη Λευκωσία, και από τον ατλαντικό άξονα στην ΕΕ και από τον γαλλογερμανικό και από την κυπριακή κοινή γνώμη και τους συνεταίρους του στην κυβέρνηση. Οι Αγγλοαμερικανοί και η Κομισιόν θέλουν να περάσει η ‘Αγκυρα τις «εξετάσεις» αβρόχοις ποσίν, χωρίς δηλαδή να ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμιά της στα κυπριακά σκάφη, όπως έχει αναλάβει υποχρέωση (δεν της έχει ζητηθεί ούτε καν η ... αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, πόσο μάλλον η αποχώρηση του στρατού κατοχής).
Ο «τούρκος μαθητής» είναι βέβαια γνωστός για τη «δυστροπία» του. ‘Οχι μόνο συνήθισε να προβιβάζεται ακόμα κι όταν δίνει επιδεικτικά λευκή κόλλα, αλλά και ... καμαρώνει γι’ αυτή τη συνήθεια! ‘Οταν οι Αζέροι διαμαρτυρήθηκαν γιατί η ‘Αγκυρα αθέτησε τις υποσχέσεις που τους έδωσε για μη άνοιγμα των συνόρων, ο Πρόεδρος Γκιουλ τους είπε να μην ανησυχούν γιατί δεν πρόκειται να τηρήσει ούτε τη συμφωνία που έκανε με τους Αρμένιους. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών του, υπενθύμισε ότι και για την Κύπρο η ‘Αγκυρα υπέγραψε συμφωνία χωρίς να την τηρήσει! Οι δηλώσεις αυτές έγιναν στο Ναχιτσεβάν, ενώπιον όλων των ηγετών του «τουρκικού κόσμου».
Από την άλλη μεριά, είναι πια αισθητή η μετατόπιση της Γερμανίας και της Γαλλίας προς όλο και εχθρικότερες, προς την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, θέσεις. Η αντίθεση στην ένταξη μοιάζει πλέον πλειοψηφική στην ευρωπαϊκή δεξιά, που ελέγχει τις περισσότερες ευρωπαίκές κυβερνήσεις. Το αν και πόσο έντονα θα εκδηλωθεί τον Δεκέμβριο εξαρτάται από δύο παράγοντες: πρώτον, τη στάση που θα κρατήσουν οι άμεσα θιγόμενες από την τουρκική πολιτική Κύπρος και Ελλάδα, γιατί δεν μπορούν Γάλλοι και Γερμανοί να γίνουν «πιο Κύπριοι ή ‘Ελληνες από τους Κύπριους και τους ‘Ελληνες», δεύτερο, τη διαπραγμάτευση Ευρώπης-ΗΠΑ και το πόση πίεση θα ασκήσει η Ουάσιγκτον στους συμμάχους της. Η ένταξη της Τουρκίας συνιστά μείζονα, στρατηγική επιδίωξη των Αμερικανών, ο Ομπάμα όμως έχει μεγάλη ανάγκη συνεργασίας με την Ευρώπη σε κρίσιμα θέματα όπως το Αφγανιστάν, το Ιράν, αλλά και το σύνολο των αναδυόμενων «παικτών» και «προκλήσεων». Και η Ευρώπη από την πλευρά της δεν επιιθυμεί «μετωπική» σύγκρουση με τις ΗΠΑ, ανάλογη αυτής του 2003 για το Ιράκ. Πάντως, ο Νικολά Σαρκοζί δεν θα μεταβεί τελικά στην Κύπρο αυτές τις μέρες, ενδεχόμενο που είχε αντιμετωπίσει σε μια στιγμή.
Και η κυπριακή κοινή γνώμη δεν θα δεχθεί εύκολα μια ακόμα παράταση στην Τουρκία, πόσο μάλλον που ο ίδιος ο κ. Χριστόφιας έχει δηλώσει ότι η ‘Αγκυρα δεν θα γλυτώσει χωρίς συνέπειες τη μη εφαρμιογή της ανειλημμένης της υποχρέωσης για άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων. Αν και απέφυγε, είναι αλήθεια, να ξεκαθαρίσει ποιές θα είναι οι συνέπειες.
Η θέση του Κύπριου Προέδρου γίνεται ακόμα δυσκολότερη γιατί, ενώ έχει ήδη κάνει πολύ μεγάλες παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να επικρίνεται από τη «συμπολίτευση-αντιπολίτευση», ιδίως το ΔΗΚΟ, ότι «ξεπέρασε τις κόκκινες γραμμές» κι ότι παραπλάνησε το Εθνικό Συμβούλιο, αποκρύπτοντας προτάσεις που έχει υποβάλλει, δεν έχει συναντήσει ούτε ικανοποιητική ανταπόκριση από την άλλη πλευρά, ούτε αναγνώριση των προσπαθειών του από τον «διεθνή παράγοντα». Η κοινή γνώμη διαφωνεί με τους χειρισμούς του στο κυπριακό, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, αλλά δυσφορία με την τροπή των διαπραγματεύσεων έχει προκληθεί τόσο σε ορισμένους ισχυρούς κύκλους επιχειρηματικούς κύκλους, όσο και στο εσωτερικό του ίδιου του κυβερνώντος ΑΚΕΛ. Το ιστορικό κόμμα της κυπριακής αριστεράς χαρακτηρίζεται άλλωστε διαχρονικά από μεγάλες και απότομες στροφές στην πολιτική του και μεγάλη ικανότητα προσαρμογής στις διαθέσεις της κοινωνίας. Το 1931 αποδοκίμασε την εξέγερση κατά των ‘Αγγλων, για να αλλάξει πορεία τρεις μέρες αργότερα, ενώ το 1955 καυτηρίασε την ΕΟΚΑ, για να μεταβάλλει επίσης πολιτική στη συνέχεια, κάνοντας μάλιστα την αυτοκριτική του.
Λόγω βεβαίως της δομής αυτού του κόμματος, είναι πολύ σπάνια η ανοιχτή εκδήλωση διαφωνιών, εντούτοις καλά πληροφορημένες πηγές υποστηρίζουν ότι αριθμός σημαντικών στελεχών του ανησυχεί έντονα για την πορεία της διαπραγμάτευσης. Αυτός εκριβώς, υποστηρίζουν, είναι ο λόγος που ο κ. Χριστόφιας επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση ομόφωνης απόφασης υποστήριξης στην πολιτική του από την Κεντρική Επιτροπή. Η «είδηση», υποστηρίζουν, δεν είναι στην ομοφωνία, αλλά στην ανάγκη έκδοσης της απόφασης για κάτι που είναι ουσιαστικά αυτονόητο και στη σχετική προβολή της από τη «Χαραυγή».
Η κύρια κριτική που ασκείται στον κ. Χριστόφια αφορά τον βιώσιμο και δημοκρατικό χαρακτήρα της λύσης που θα προκύψει, αν γίνουν δεκτές οι ελληνικές προτάσεις. Αλλά επίσης και το γεγονός ότι αυτές οι προτάσεις έγιναν με δική του πρωτοβουλία, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με το Εθνικό Συμβούλιο ή, τουλάχιστο, τα «συγκυβερνώντα» κόμματα και χωρίς να περιέχονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του Προέδρου.
Σφοδρή κριτική γίνεται τόσο στην εκ περιτροπής Προεδρία, δηλαδή την πρόνοια ότι θα αναλαμβάνει υποχρεωτικός Τούρκος την προεδρία του κράτους κατά διαστήματα, αν και οι Τούρκοι είναι το 18% μόνο του πληθυσμού. «Αν αυτό το σύστημα ίσχυε το 1963 ή το 1974, ο Κιουτσούκ θα έπαιρνε την Κυπριακή Δημοκρατία και τη διεθνή αναγνώρισή της και θα έφευγε», σχολιάζει χαρακτηριστικά στέλεχος της συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης. ‘Εντονη κριτική γίνεται επίσης και σε μια, παγκοσμίως πρωτοφανή, μέθοδο «στάθμισης» των ψήφων, χάρι στην οποία κάθε ψήφος Τουρκοκυπρίου θα μετράει πολύ περισσότερο από την ψήφο ενός Ελληνοκυπρίου! ‘Ολα αυτά προνοούνται ώστε να ικανοποιηθεί η τουρκική απαίτηση να μην είναι, αν και είναι, μειονότητα. Επειδή η απαίτηση αυτή δεν περιορίζεται στην αυτοδιοίκηση της ζώνης τους, ή σε ορισμένα επιμέρους ζητήματα (π.χ. γλώσσα, εκπαίδευση κλπ.) αλλά επεκτείνεται σε όλα τα κεντρικά ζητήματα κυριαρχίας, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά με την κατάργηση των αρχών της πλειοψηφίας και της αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος», δηλ. της δημοκρατίας. Ο άλλος τρόπος να «τετραγωνισθεί» αυτός ο κύκλος είναι να μην υπάρχει κράτος, γι’ αυτό και προβλέπεται π.χ. «αποστρατιωτικοποιημένη» Κύπρος, που πρακτικά συνεπάγεται την ύπαρξη δύο παραστρατιωτικών δυνάμεων στις δύο ζώνες, «μασκαρεμένων» σε τοπικές αστυνομίες.
Το ΑΚΕΛ απαντά στις επικρίσεις αυτές υποστηρίζοντας ότι οι παραχωρήσεις αυτές έχουν γίνει από προηγούμενους Προέδρους. ‘Ισως υπολογίζει ότι τη διακυβέρνηση ενός τέτοιου κράτους θα αναλάβουν οι «αδελφές» δυνάμεις της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής αριστεράς. Το πρόβλημα με τον υπολογισμό αυτό είναι βέβαια ότι, αν αύριο οι Κύπριοι βαρεθούν να κυβερνώνται από τις συνεργαζόμενες αριστερές τους, θα υποστηρίξουν τις εθνικιστικές δεξιές τους. Που θα συνεργασθούν κι αυτές, όπως και στο παρελθόν, διαλύοντας το κοινό κράτος!
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια σοβαρή κρίση προσανατολισμού του Δημοκρατικού Κόμματος, κύριου κληρονόμου της «μακαριακής» παράδοσης, που σήμερα είναι διασπασμένο μεταξύ του Προέδρου του Μάριου Καρογιάν, υπέρμαχου της πάση θυσίας συμμετοχής στην κυβέρνηση και της «συμμορίας των τριών» (αν. Πρόεδρος Κολοκασίδης, αντιπρόεδρος Παπαδόπουλος, Γεν. Γραμματέας Κενεβέζος) που θεωρούν ότι το ΔΗΚΟ οφείλει να αποχωρήσει από την κυβέρνηση και να καταγγείλει ανοιχτά τη διαπραγματευτική τακτική Χριστόφια.
"Κόσμος του Επενδυτή", 07/11/2009
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009
ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟ
Αντιφάσεις και υπεκφυγές στην ελληνική θέση για τη Χάγη
Για να βρεις ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό που ψάχνεις. Για να πας κάπου, πρέπει να ξέρεις που θέλεις να πας. Για να λύσεις ένα πρόβλημα να γνωρίζεις ποιό είναι.
Αυτονόητα θα πείτε. Καθόλου, τουλάχιστον για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Από όλα τα θέματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα, μόνο σε δύο έχει όντως σαφή θέση. Πρώτον, υποστηρίζει με φανατισμό, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, «βρέξει, χιονίσει», την ένταξη Δυτικών Βαλκανίων και Τουρκίας στην ΕΕ, ένταξη που συνιστά μείζονα επιδίωξη της αμερικανικής πολιτικής. Δεύτερο, ζητά την καθιέρωση για την πΓΔΜ «σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις». Την πολιτική για τα Σκόπια την απέκτησε μόλις το 2007, όταν το «μαχαίρι έφτασε στο κόκαλο». Επί δύο δεκαετίες, η Αθήνα διεκήρυσσε επισήμως τη θέση «ούτε Μακεδονία, ούτε παράγωγα», ανεπισήμως όμως, οι ‘Ελληνες διπλωμάτες και πολιτικοί περίπου απολογούνταν στους ξένους για τον «εθνικισμό» των συμπολιτών τους. Οι ‘Ελληνες πολιτικοί είχαν βρει, με αυτόν τον «δυϊσμό», έναν τρόπο να είναι ταυτόχρονα ευχάριστοι στους ψηφοφόρους και στον «διεθνή παράγοντα», μαξιμαλιστές στη ρητορεία, μινιμαλιστές στην πράξη. Αυτή είναι μια κλασική ελληνική συνταγή, που αρμόζει και στον τρόπο που είμαστε οργανωμένοι ως πολιτική, κοινωνία, οικονομία, άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε και άλλα να κάνουμε, και έχει βεβαίως τις ίδιες, ολέθριες συνέπειες στη διπλωματία, που έχει και στο εσωτερικό. Μόνο όταν το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, το 2007, η Αθήνα απέκτησε πολιτική, ευθυγραμμίζοντας λόγια και πράξεις (και εκεί ακόμα όχι πλήρη, γιατί δέχεται να μη συζητηθεί το θέμα γλώσσας και εθνότητας, με κίνδυνο να διαιωνισθεί η διαφορά)
Εντούτοις, το μεγάλο πρόβλημα της νεώτερης Ελλάδας, απείρως σημαντικότερο από το «μακεδονικό», είναι η τουρκική απειλή, όπως εκδηλώνεται σε Κύπρο, Θράκη, Αιγαίο. Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή η Αθήνα εξοπλίζεται σαν αστακός. Η Ελλάδα είναι επίσης εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς την οποία δεν την συνδέουν μόνο συμβατικές ή ηθικές υποχρεώσεις αλληλεγγύης, αλλά και δικό της, ζωτικό συμφέρον ασφάλειας. Κι όμως, η Αθήνα δεν ξέρει τι ζητάει από την Τουρκία, ούτε στο Αιγαίο, ούτε στην Κύπρο!
Η επίσημη θέση των δύο «κομμάτων εξουσίας» για το Αιγαίο είναι η παραπομπή της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η θέση αυτή στερείται νοήματος ή, όταν αποκτά, είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνεται και αποδέχεται ο μέσος πολίτης. Η θέση αυτή πρωτοδιατυπώθηκε στη δεκαετία του 1970, η επανάληψή της όμως στις συνθήκες μετά το 1995 και 1996, όταν δηλαδή η Τουρκία αφενός διατύπωσε επίσημη απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας και, λόγω και έργω, εδαφικές διεκδικήσεις, αρχής γενομένης από τα ‘Ιμια. Η υφαλοκρηπίδα είναι μια έννοια που παρακολουθεί, καθορίζεται από την εδαφική κυριαρχία. Η κυριαρχία στη στεριά θεμελιώνει δικαιώματα στον αέρα, τη θάλασσα και τον πυθμένα της, όχι το αντίστροφο. Για να διανεμηθεί η υφαλοκρηπίδα, πρέπει να ξέρουμε ποιό κομμάτι γης είναι ελληνικό και ποιό τουρκικό. Μετά το 1996, η Τουρκία διεκδίκησε περισσότερα από 100 ελληνικά νησιά ή νησίδες. Για να αντιμετωπισθεί το θέμα υφαλοκρηπίδας, πρέπει, είτε να αρθούν αυτές οι διεκδικήσεις, είτε να παραπεμφθούν και αυτές στην κρίση του Δικαστηρίου. Ωραίο και φιλειρηνικό ακούγεται «να πάνε οι διαφορές στη Χάγη», μπορεί όμως ελληνική κυβέρνηση να θέσει υπό την κρίση διεθνούς δικαστηρίου το αν είναι ελληνικό το Φαρμακονήσι;
Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις στελέχη των δύο κομμάτων δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα. Οι μεν ισχυρίζονται ότι «οι θέσεις της ελληνικής πλευράς είναι πολύ ισχυρές και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα» ή «ότι θα πάρουμε ένα ρίσκο, αλλά τι να κάνουμε;» (το υποστήριξε ο κ. Πάγκαλος και σε μια δημόσια συζήτηση στο ΙΔΙΣ). Οι δε υποστηρίζουν ότι είναι αδιανόητο να θέσουμε την εδαφική ακεραιότητα υπό την κρίση 15 ξένων δικαστών, που, ακόμα και αμερόληπτοι αν είναι, δύσκολα θα ικανοποιήσουν 100% την ελληνική πλευρά, άρα θα αναγνωρίσουν την τουρκική κυριότητα σε αριθμό νησιών. Αυτά που λένε όμως ιδιωτικώς, δεν τα υπερασπίζονται δημοσίως, κρυπτόμενες οι δύο «ομάδες» πίσω από τη θέση για παραπομπή της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη, εν γνώσει τους ότι δεν μπορεί να γίνει παραπομπή μόνο για την υφαλοκρηπίδα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Τα προβλήματα με το Δικαστήριο δεν εξαντλούνται εδώ. Η παραπομπή οριστικοποιεί το εύρος των χωρικών υδάτων στο όριο που βρίσκονται σήμερα, σύμφωνα με σχετική νομολογία (υπόθεση Κατάρ/Μπαχρέιν). Μια παραπομπή τώρα συνεπάγεται την απεμπόληση του δικαιώματος επέκτασης στα 12 μίλια, αν όχι και της δυνατότητας ανακήρυξης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.
Επί επτά χρόνια έχουν γίνει 42 γύροι ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης για το Αιγαίο και με ΠΑΣΟΚ και με ΝΔ. Αν μπορούσε όντως να συνταχθεί ικανοποιητικό για τις δύο πλευρές συνυποσχετικό για παραπομπή στη Χάγη θα είχε ήδη συνταχθεί. ‘Οταν το ΠΑΣΟΚ ισχυρίσθηκε ότι, επί των ημερών του, φτάσαμε «κοντά» στο σημείο αυτό και η ‘Αγκυρα είχε παραιτηθεί των εδαφικών της διεκδικήσεων, το διέψευσε με ανακοίνωσή του το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών. Τα «σχεδόν» άλλωστε, σε συμβόλαια και συμφωνίες, ισχύουν όσο και το «ολίγον έγκυος».
‘Αλλο πρόβλημα είναι ο επηρεασμός των αποφάσεων του Δικαστηρίου από πολιτικά κριτήρια, όπως αναγνωρίζει ο Χρήστος Ροζάκης, τελευταίος ‘Ελληνας ειδήμων που θα μπορούσε να θεωρηθεί «εθνικιστής». Ο απολογισμός της διεθνούς δικαιοσύνης είναι γενικά άθλιος, αλλά και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ειδικότερα δεν τα πήγε καλύτερα. Υπό πολιτική πίεση ανέτρεψε το ίδιο απόφασή του για τη Ναμίμπια, με αποτέλεσμα οι αφρικανικές χώρες να το μποϋκοτάροιυν επί χρόνια, έως ότου έκανε την ...αυτοκριτική του. Μια παρέμβασή του στη Λατινική Αμερική, επί διαφοράς ανάλογης της ελληνοτουρκικής, παρολίγον να προκαλέσει πόλεμο, που απετράπη την τελευταία στιγμή με παπική παρέμβαση!
Η ελληνική διπλωματία υιοθέτησε αυτή τη θέση, γιατί φοβήθηκε ότι, αν υιοθετούσε τη θέση που αρμόζει στην πραγματική κατάσταση θα ερχόταν σε σύγκρουση με την ‘Αγκυρα και την Ουάσιγκτον. Η απαίτηση παραπομπής στη Χάγη είναι μια θέση που ανταποκρίνεται στην πολιτική μιας χώρας που αντιμετωπίζει κάποιες «τεχνικές» διαφορές και θέλει να τις λύσει «πολιτισμένα». Μια χώρα που απειλείται, όταν μάλιστα της ζητείται να κάνει ένα κολοσσιαίο «δώρο» προς την Τουρκία, αποδεχόμενη την ένταξή της στην ΕΕ, θα όφειλε να θέσει ως ελάχιστο προκαταρκτικό όρο την άρση της απειλής. Δηλαδή την άρση του casus belli και των εδαφικών διεκδικήσεων, αλλά και του μέσου της απειλής, που είναι ο αποβατικός στόλος της Τουρκίας, απέναντι από τη Σάμο και τη Μυτιλήνη, που είναι ο μεγαλύτερος τέτοιος στόλος στον κόσμο, με μοναδική δυνατή αποστολή την κατάληψη ελληνικού νησιού, για την οποία ασκείται κάθε χρόνο! Διερωτάται κανείς γιατί η διάλυση αυτού του στόλου δεν ετέθη στις συζητήσεις για τα περίφημα ΜΟΕ. ‘Οπως διερωτάται επίσης κανείς γιατί η Αθήνα, ενώ κάνει συνεχώς λόγο για «μέρισμα ειρήνης», προκειμένου να δικαιολογήσει την πολιτική της, δεν έκανε, ούτε σκέπτεται να κάνει καμία σοβαρή πρόταση ελέγχου και μείωσης των εξοπλισμών (π.χ. ένα πενταετές μορατόριουμ στην απόκτηση μειζόνων εξοπλιστικών συστημάτων). Σήμερα, η ‘Αγκυρα εισπράττει προενταξιακές βοήθειες της ΕΕ, εξοπλίζεται πιο άνετα και χρειάζεται μετά να εξοπλιζόμαστε και μεις για να την παρακολουθήσουμε!
Ποιό ήταν μέχρι τώρα το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής; Πρώτον, η Τουρκία και η Ουάσιγκτον έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι «πιέσιμη», με αποτέλεσμα η ‘Αγκυρα να έχει αυξήσει εδώ και δέκα χρόνια (από τότε που η Αθήνα τάχθηκε υπέρ της τουρκικής ένταξης) τις διεκδικήσεις της (τελευταίο παράδειγμα η θαλάσσια περιοχή του Καστελλόριζου). Δεύτερο, αφού δεν αντιμετώπιζαν κόστος στην ενταξιακή πορεία της ‘Αγκυρας, οι ισλαμιστές ένοιωσαν άνετα να μετατοπισθούν σε πιο εθνικιστικές θέσεις. Τρίτο, η Τουρκία «αθωώθηκε» πρακτικά για την απειλή στο Αιγαίο και την κατοχή στην Κύπρο, αφού Αθήνα-Λευκωσία, τα θύματα της τουρκικής πολιτικής έγιναν οι καλύτεροι υποστηρικτές της ένταξης! ‘Οταν μάλιστα Ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο Βιλπέν ή η Μέρκελ, «ανακαλύπτουν» το κυπριακό για τους δικούς τους λόγους, τους «βάζουν πάγο» Αθήνα και Λευκωσία, μπας και ενοχληθούν ‘Αγκυρα/Ουάσιγκτον.
Που μπορεί να οδηγήσει αυτή η πολιτική; Πρώτον, μπορεί αύριο η Τουρκία να ζητήσει εκείνη την παραπομπή στη Χάγη. Τότε η Αθήνα είτε θα πρέπει να τη δεχθεί, με τις συνέπειες που συνεπάγεται, είτε θα πρέπει να εμφανισθεί εκείνη ως «αδιάλλακτη». Δεύτερο, στην περίπτωση που η ενταξιακή πορεία της ‘Αγκυρας προχωρήσει αισίως, θα χρειασθεί να θέσει στο τέλος της διαδικασίας τα μείζονα ζητήματα που την απασχολούν. Τότε, αν υποθέσουμε ότι με κάποιο θαύμα θα βρει το θάρρος που της λείπει σήμερα, όλοι θα της αντιτείνουν «καλά, τώρα το θυμήθηκες;» Η σκέψη διαφόρων διπλωματών να θέσουν το ζήτημα στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης για την ΚΕΠΠΑ, υποβαθμίζει το θέμα από μείζον πολιτικό σε τεχνικό. Αν απειλήσει κάποιος να σε σκοτώσει, δεν πας στον συνήγορο του πολίτη να διαμαρτυρηθείς, γιατί θα γελάνε μαζί σου. Τρίτο, αν η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας ματαιωθεί με απόφαση Γαλλογερμανών, όχι μόνο η Ελλάδα δεν θα έχει κερδίσει τίποτα, αλλά και μπορεί να δει Παρίσι-Βερολίνο να «χρυσώνουν» το χάπι της Αγκυρας υποστηρίζοντας τις θέσεις της σε Αιγαίο-Κύπρο.
Αν αυτά συμβαίνουν στο Αιγαίο, τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν με το κυπριακό, όπως θα δείξουμε σε άλλο άρθρο μας και η απειλή στην Κύπρο είναι ακόμα σοβαρότερη για την ελληνική ασφάλεια και από τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Απομένει βεβαίως τώρα να δούμε τι συμπεράσματα έχει βγάλει η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και πως θα διαμορφώσει τον «οδικό χάρτη» που επαγγέλλεται.
"Επίκαιρα", 6.11.2009
Για να βρεις ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό που ψάχνεις. Για να πας κάπου, πρέπει να ξέρεις που θέλεις να πας. Για να λύσεις ένα πρόβλημα να γνωρίζεις ποιό είναι.
Αυτονόητα θα πείτε. Καθόλου, τουλάχιστον για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Από όλα τα θέματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα, μόνο σε δύο έχει όντως σαφή θέση. Πρώτον, υποστηρίζει με φανατισμό, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, «βρέξει, χιονίσει», την ένταξη Δυτικών Βαλκανίων και Τουρκίας στην ΕΕ, ένταξη που συνιστά μείζονα επιδίωξη της αμερικανικής πολιτικής. Δεύτερο, ζητά την καθιέρωση για την πΓΔΜ «σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις». Την πολιτική για τα Σκόπια την απέκτησε μόλις το 2007, όταν το «μαχαίρι έφτασε στο κόκαλο». Επί δύο δεκαετίες, η Αθήνα διεκήρυσσε επισήμως τη θέση «ούτε Μακεδονία, ούτε παράγωγα», ανεπισήμως όμως, οι ‘Ελληνες διπλωμάτες και πολιτικοί περίπου απολογούνταν στους ξένους για τον «εθνικισμό» των συμπολιτών τους. Οι ‘Ελληνες πολιτικοί είχαν βρει, με αυτόν τον «δυϊσμό», έναν τρόπο να είναι ταυτόχρονα ευχάριστοι στους ψηφοφόρους και στον «διεθνή παράγοντα», μαξιμαλιστές στη ρητορεία, μινιμαλιστές στην πράξη. Αυτή είναι μια κλασική ελληνική συνταγή, που αρμόζει και στον τρόπο που είμαστε οργανωμένοι ως πολιτική, κοινωνία, οικονομία, άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε και άλλα να κάνουμε, και έχει βεβαίως τις ίδιες, ολέθριες συνέπειες στη διπλωματία, που έχει και στο εσωτερικό. Μόνο όταν το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, το 2007, η Αθήνα απέκτησε πολιτική, ευθυγραμμίζοντας λόγια και πράξεις (και εκεί ακόμα όχι πλήρη, γιατί δέχεται να μη συζητηθεί το θέμα γλώσσας και εθνότητας, με κίνδυνο να διαιωνισθεί η διαφορά)
Εντούτοις, το μεγάλο πρόβλημα της νεώτερης Ελλάδας, απείρως σημαντικότερο από το «μακεδονικό», είναι η τουρκική απειλή, όπως εκδηλώνεται σε Κύπρο, Θράκη, Αιγαίο. Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή η Αθήνα εξοπλίζεται σαν αστακός. Η Ελλάδα είναι επίσης εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς την οποία δεν την συνδέουν μόνο συμβατικές ή ηθικές υποχρεώσεις αλληλεγγύης, αλλά και δικό της, ζωτικό συμφέρον ασφάλειας. Κι όμως, η Αθήνα δεν ξέρει τι ζητάει από την Τουρκία, ούτε στο Αιγαίο, ούτε στην Κύπρο!
Η επίσημη θέση των δύο «κομμάτων εξουσίας» για το Αιγαίο είναι η παραπομπή της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η θέση αυτή στερείται νοήματος ή, όταν αποκτά, είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνεται και αποδέχεται ο μέσος πολίτης. Η θέση αυτή πρωτοδιατυπώθηκε στη δεκαετία του 1970, η επανάληψή της όμως στις συνθήκες μετά το 1995 και 1996, όταν δηλαδή η Τουρκία αφενός διατύπωσε επίσημη απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας και, λόγω και έργω, εδαφικές διεκδικήσεις, αρχής γενομένης από τα ‘Ιμια. Η υφαλοκρηπίδα είναι μια έννοια που παρακολουθεί, καθορίζεται από την εδαφική κυριαρχία. Η κυριαρχία στη στεριά θεμελιώνει δικαιώματα στον αέρα, τη θάλασσα και τον πυθμένα της, όχι το αντίστροφο. Για να διανεμηθεί η υφαλοκρηπίδα, πρέπει να ξέρουμε ποιό κομμάτι γης είναι ελληνικό και ποιό τουρκικό. Μετά το 1996, η Τουρκία διεκδίκησε περισσότερα από 100 ελληνικά νησιά ή νησίδες. Για να αντιμετωπισθεί το θέμα υφαλοκρηπίδας, πρέπει, είτε να αρθούν αυτές οι διεκδικήσεις, είτε να παραπεμφθούν και αυτές στην κρίση του Δικαστηρίου. Ωραίο και φιλειρηνικό ακούγεται «να πάνε οι διαφορές στη Χάγη», μπορεί όμως ελληνική κυβέρνηση να θέσει υπό την κρίση διεθνούς δικαστηρίου το αν είναι ελληνικό το Φαρμακονήσι;
Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις στελέχη των δύο κομμάτων δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα. Οι μεν ισχυρίζονται ότι «οι θέσεις της ελληνικής πλευράς είναι πολύ ισχυρές και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα» ή «ότι θα πάρουμε ένα ρίσκο, αλλά τι να κάνουμε;» (το υποστήριξε ο κ. Πάγκαλος και σε μια δημόσια συζήτηση στο ΙΔΙΣ). Οι δε υποστηρίζουν ότι είναι αδιανόητο να θέσουμε την εδαφική ακεραιότητα υπό την κρίση 15 ξένων δικαστών, που, ακόμα και αμερόληπτοι αν είναι, δύσκολα θα ικανοποιήσουν 100% την ελληνική πλευρά, άρα θα αναγνωρίσουν την τουρκική κυριότητα σε αριθμό νησιών. Αυτά που λένε όμως ιδιωτικώς, δεν τα υπερασπίζονται δημοσίως, κρυπτόμενες οι δύο «ομάδες» πίσω από τη θέση για παραπομπή της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη, εν γνώσει τους ότι δεν μπορεί να γίνει παραπομπή μόνο για την υφαλοκρηπίδα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Τα προβλήματα με το Δικαστήριο δεν εξαντλούνται εδώ. Η παραπομπή οριστικοποιεί το εύρος των χωρικών υδάτων στο όριο που βρίσκονται σήμερα, σύμφωνα με σχετική νομολογία (υπόθεση Κατάρ/Μπαχρέιν). Μια παραπομπή τώρα συνεπάγεται την απεμπόληση του δικαιώματος επέκτασης στα 12 μίλια, αν όχι και της δυνατότητας ανακήρυξης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.
Επί επτά χρόνια έχουν γίνει 42 γύροι ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης για το Αιγαίο και με ΠΑΣΟΚ και με ΝΔ. Αν μπορούσε όντως να συνταχθεί ικανοποιητικό για τις δύο πλευρές συνυποσχετικό για παραπομπή στη Χάγη θα είχε ήδη συνταχθεί. ‘Οταν το ΠΑΣΟΚ ισχυρίσθηκε ότι, επί των ημερών του, φτάσαμε «κοντά» στο σημείο αυτό και η ‘Αγκυρα είχε παραιτηθεί των εδαφικών της διεκδικήσεων, το διέψευσε με ανακοίνωσή του το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών. Τα «σχεδόν» άλλωστε, σε συμβόλαια και συμφωνίες, ισχύουν όσο και το «ολίγον έγκυος».
‘Αλλο πρόβλημα είναι ο επηρεασμός των αποφάσεων του Δικαστηρίου από πολιτικά κριτήρια, όπως αναγνωρίζει ο Χρήστος Ροζάκης, τελευταίος ‘Ελληνας ειδήμων που θα μπορούσε να θεωρηθεί «εθνικιστής». Ο απολογισμός της διεθνούς δικαιοσύνης είναι γενικά άθλιος, αλλά και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ειδικότερα δεν τα πήγε καλύτερα. Υπό πολιτική πίεση ανέτρεψε το ίδιο απόφασή του για τη Ναμίμπια, με αποτέλεσμα οι αφρικανικές χώρες να το μποϋκοτάροιυν επί χρόνια, έως ότου έκανε την ...αυτοκριτική του. Μια παρέμβασή του στη Λατινική Αμερική, επί διαφοράς ανάλογης της ελληνοτουρκικής, παρολίγον να προκαλέσει πόλεμο, που απετράπη την τελευταία στιγμή με παπική παρέμβαση!
Η ελληνική διπλωματία υιοθέτησε αυτή τη θέση, γιατί φοβήθηκε ότι, αν υιοθετούσε τη θέση που αρμόζει στην πραγματική κατάσταση θα ερχόταν σε σύγκρουση με την ‘Αγκυρα και την Ουάσιγκτον. Η απαίτηση παραπομπής στη Χάγη είναι μια θέση που ανταποκρίνεται στην πολιτική μιας χώρας που αντιμετωπίζει κάποιες «τεχνικές» διαφορές και θέλει να τις λύσει «πολιτισμένα». Μια χώρα που απειλείται, όταν μάλιστα της ζητείται να κάνει ένα κολοσσιαίο «δώρο» προς την Τουρκία, αποδεχόμενη την ένταξή της στην ΕΕ, θα όφειλε να θέσει ως ελάχιστο προκαταρκτικό όρο την άρση της απειλής. Δηλαδή την άρση του casus belli και των εδαφικών διεκδικήσεων, αλλά και του μέσου της απειλής, που είναι ο αποβατικός στόλος της Τουρκίας, απέναντι από τη Σάμο και τη Μυτιλήνη, που είναι ο μεγαλύτερος τέτοιος στόλος στον κόσμο, με μοναδική δυνατή αποστολή την κατάληψη ελληνικού νησιού, για την οποία ασκείται κάθε χρόνο! Διερωτάται κανείς γιατί η διάλυση αυτού του στόλου δεν ετέθη στις συζητήσεις για τα περίφημα ΜΟΕ. ‘Οπως διερωτάται επίσης κανείς γιατί η Αθήνα, ενώ κάνει συνεχώς λόγο για «μέρισμα ειρήνης», προκειμένου να δικαιολογήσει την πολιτική της, δεν έκανε, ούτε σκέπτεται να κάνει καμία σοβαρή πρόταση ελέγχου και μείωσης των εξοπλισμών (π.χ. ένα πενταετές μορατόριουμ στην απόκτηση μειζόνων εξοπλιστικών συστημάτων). Σήμερα, η ‘Αγκυρα εισπράττει προενταξιακές βοήθειες της ΕΕ, εξοπλίζεται πιο άνετα και χρειάζεται μετά να εξοπλιζόμαστε και μεις για να την παρακολουθήσουμε!
Ποιό ήταν μέχρι τώρα το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής; Πρώτον, η Τουρκία και η Ουάσιγκτον έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι «πιέσιμη», με αποτέλεσμα η ‘Αγκυρα να έχει αυξήσει εδώ και δέκα χρόνια (από τότε που η Αθήνα τάχθηκε υπέρ της τουρκικής ένταξης) τις διεκδικήσεις της (τελευταίο παράδειγμα η θαλάσσια περιοχή του Καστελλόριζου). Δεύτερο, αφού δεν αντιμετώπιζαν κόστος στην ενταξιακή πορεία της ‘Αγκυρας, οι ισλαμιστές ένοιωσαν άνετα να μετατοπισθούν σε πιο εθνικιστικές θέσεις. Τρίτο, η Τουρκία «αθωώθηκε» πρακτικά για την απειλή στο Αιγαίο και την κατοχή στην Κύπρο, αφού Αθήνα-Λευκωσία, τα θύματα της τουρκικής πολιτικής έγιναν οι καλύτεροι υποστηρικτές της ένταξης! ‘Οταν μάλιστα Ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο Βιλπέν ή η Μέρκελ, «ανακαλύπτουν» το κυπριακό για τους δικούς τους λόγους, τους «βάζουν πάγο» Αθήνα και Λευκωσία, μπας και ενοχληθούν ‘Αγκυρα/Ουάσιγκτον.
Που μπορεί να οδηγήσει αυτή η πολιτική; Πρώτον, μπορεί αύριο η Τουρκία να ζητήσει εκείνη την παραπομπή στη Χάγη. Τότε η Αθήνα είτε θα πρέπει να τη δεχθεί, με τις συνέπειες που συνεπάγεται, είτε θα πρέπει να εμφανισθεί εκείνη ως «αδιάλλακτη». Δεύτερο, στην περίπτωση που η ενταξιακή πορεία της ‘Αγκυρας προχωρήσει αισίως, θα χρειασθεί να θέσει στο τέλος της διαδικασίας τα μείζονα ζητήματα που την απασχολούν. Τότε, αν υποθέσουμε ότι με κάποιο θαύμα θα βρει το θάρρος που της λείπει σήμερα, όλοι θα της αντιτείνουν «καλά, τώρα το θυμήθηκες;» Η σκέψη διαφόρων διπλωματών να θέσουν το ζήτημα στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης για την ΚΕΠΠΑ, υποβαθμίζει το θέμα από μείζον πολιτικό σε τεχνικό. Αν απειλήσει κάποιος να σε σκοτώσει, δεν πας στον συνήγορο του πολίτη να διαμαρτυρηθείς, γιατί θα γελάνε μαζί σου. Τρίτο, αν η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας ματαιωθεί με απόφαση Γαλλογερμανών, όχι μόνο η Ελλάδα δεν θα έχει κερδίσει τίποτα, αλλά και μπορεί να δει Παρίσι-Βερολίνο να «χρυσώνουν» το χάπι της Αγκυρας υποστηρίζοντας τις θέσεις της σε Αιγαίο-Κύπρο.
Αν αυτά συμβαίνουν στο Αιγαίο, τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν με το κυπριακό, όπως θα δείξουμε σε άλλο άρθρο μας και η απειλή στην Κύπρο είναι ακόμα σοβαρότερη για την ελληνική ασφάλεια και από τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Απομένει βεβαίως τώρα να δούμε τι συμπεράσματα έχει βγάλει η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και πως θα διαμορφώσει τον «οδικό χάρτη» που επαγγέλλεται.
"Επίκαιρα", 6.11.2009
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009
Το "πόκερ" των αγωγών: η Τουρκία εκτοπίζει την Ελλάδα
Μείζονες στρατηγικές συνέπειες για την Ελλάδα μπορούν να έχουν οι παράλληλες, ραγδαίες εξελίξεις στο «πόκερ των αγωγών», μεγάλη σύγκρουση για τον έλεγχο των διαδρομών της ενέργειας, αλλά και «τρόπο οργάνωσης» γεωπολιτικού ανταγωνισμού ισχύος. Ανταγωνισμού που θα επηρεάσει αποφασιστικά τη διεθνή θέση μεγάλων δυνάμεων και μικρών χωρών, την ανεξαρτησία της Ευρώπης και τη δυνατότητά της να συνάψει στρατηγική σχέση με τη Ρωσία, όπως και το μέλλον του πρώην σοβιετικού χώρου. Επίσης τη σχετική ισχύ, άρα τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες σημειώθηκε:
- υπογραφή συμφωνιών για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σαμψούντα-Τζεϊχάν, ευθέως ανταγωνιστικού του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και παράλληλη αδειοδότηση της διέλευσης του ΣάουθΣτρημ από την τουρκική αποκλειστική οικονομική ζώνη στη Μαύρη Θάλασσα (συζητείται και κατασκευή διυλιστηρίου στο Τζεϊχάν)
- έμμεση πλην σαφής προειδοποίηση Πούτιν προς Σόφια-Αθήνα ότι η Μόσχα θα προχωρήσει με την ‘Αγκυρα αν Βουλγαρία-Ελλάδα κωλυσιεργήσουν
- συγκρότηση μιας τετραπλής «ενεργειακής συμμαχίας» στην Ευρώπη (Ιταλία, Ρωσία, Τουρκία, Γερμανία), με κύριους άξονες τους αγωγούς αερίου Σάουθ και ΝορντΣτρημ
- θεαματική αναβάθμιση, «εκτόξευση», των ρωσο-τουρκικών σχέσεων, με παράλληλη πλήρη ατονία των ελληνορωσικών. Η κατάσταση σήμερα στο τρίγωνο «Αθήνα-Μόσχα-‘Αγκυρα» είναι αντίστροφη της προ διετίας
- πρώτες, αχνές ακόμα και ανεπίσημες, απειλές Μόσχας προς Σόφια ότι, εν ανάγκη, ο ΣάουθΣτρημ μπορεί να περάσει από τουρκικό έδαφος
Στελέχη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και παράγοντες ενεργειακών ομίλων, σημειώνουν ότι, αν οι εν εξελίξει τάσεις ολοκληρωθούν, κινδυνεύει να διαμορφωθεί η εξής κατάσταση:
- η Τουρκία να αναδειχθεί σε κύριο μεταφορέα ρωσικών-κασπιακών-μεσανατολικών ενεργειακών πόρων με ότι συνεπάγεται για την ισχύ της, αλλά και την εξάρτηση Ελλάδας, Ρωσίας, ΕΕ από την ‘Αγκυρα (εξάρτηση οι «περιπλοκές» της οποίας έγιναν ανάγλυφες από τη διαμάχη Ρωσίας-Ουκρανίας, δύο χωρών που δεν πολέμησαν βέβαια ποτέ μεταξύ τους, όπως πλειστάκις συνέβη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας)
- η Ελλάδα να χάσει κάθε δυνατότητα στήριξης, αν χρειασθεί, στο ρωσικό «αντιστήριγμα» για να αντιμετωπίσει (τόσο συχνές ιστορικά) αμερικανοτουρκικές πιέσεις, υφιστάμενη εντέλει «στρατηγική ασφυξία». Για πρώτη, μοναδική φορά στην ιστορία, η ‘Αγκυρα έχει τώρα πολύ καλύτερες σχέσεις από την Αθήνα με περίπου όλη την υφήλιο! Την ίδια ώρα που, όχι μόνο συνεχίζεται αδιάπτωτος στην πράξη (τουλάχιστον από την ‘Αγκυρα) ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός σε Κύπρο, Αιγαίο, Θράκη, αλλά και ο Υπουργός Εξωτερικών της γείτονος Νταβούτογλου υπερασπίζεται ρητά, με πρόσφατη ομιλία του στην πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, το «όραμα» μιας «νεοοθωμανικής» Βαλκανικής, αρνούμενος να επιβεβαιώσει ότι τα σύνορα της Λωζάννης είναι οριστικά.
Είναι τόσο γρήγορες οι εξελίξεις, σημειώνουν οι ίδιοι παρατηρητές, που επιβάλλεται η άμεση αποσαφήνιση της πολιτικής της Αθήνας και των ενεργειακών-διπλωματκών επιλογών της. ‘Οταν αρχίσουν να κατασκευάζονται οι αγωγοί, θα είναι πολύ αργά...
Πούτιν, Ερντογάν, αγωγοί
«Μας είναι εύκολο να εργαζόμαστε με τους Τούρκους φίλους μας, με την τουρκική ηγεσία, διότι όλες οι αμοιβαίες συμφωνίες εκτελούνται και από τις δύο πλευρές εγκαίρως».
Η παραπάνω δήλωση Πούτιν έγινε μετά τη συνάντησή του με τον Μπερλουσκόνι και «τελεκόνφερενς» των δύο με τον Ερντογάν. Συζητήθηκαν τα σχέδια ΣάουθΣτρημ, Σαμψούντα-Τζεϊχάν και νέου ρωσοτουρκικού αγωγού αερίου, του «ΜπλουΣτρημ 2». Συνιστά έμμεση, πλην εύγλωττη προειδοποίηση προς Σόφια-Αθήνα, αφού είναι στις δύο πρωτεύουσες που έχουν σημειωθεί τελευταία επιφυλάξεις για τα σχέδια αγωγών. Πόσο μάλλον συνδυαζόμενη με άλλη δήλωση του κ. Πούτιν ότι η «Τουρκία θα καταλάβει τη θέση της Ουκρανίας» στην εξαγωγή ρωσικού αερίου.
Από μια άποψη, το όλο θέμα είναι εκπληκτικό. Ερντογάν, Μπερλουσκόνι και Πούτιν κάνουν τηλεκόνφερενς για τον Σάουθ Στρημ, που πρότεινε η Αθήνα, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να εισάγει μέσω Τουρκίας όλο το ρωσικό αέριο που καταναλώνει. Πρόταση που ήταν το επίκεντρο της σχέσης που πήγαν να δημιουργήσουν Αθήνα και Μόσχα προ τριετίας. Κι ο Πούτιν εκφράζει τώρα «ανυπομονησία» για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, πρόταση της ...κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ από το 1993! ‘Ενα από τα κίνητρά της, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν το γεωπολιτικό «plus», η αύξηση δηλ. των δυσκολιών και του κόστους μιας επίθεσης στη Θράκη.
Βεβαίως, Ρώσοι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η Μόσχα θα πάρει μεγάλο ρίσκο βάζοντας όλα τα αυγά της στο τουρκικό καλάθι, κι ότι ακριβώς η ουκρανική εμπειρία πρέπει να την καταστήσει πολύ προσεκτική, δεν μπορεί όμως και να το αποφύγει αν δεν έχει άλλη διέξοδο. Γνωρίζει ότι η ‘Αγκυρα χρησιμοποίησε άγρια το χαρτί του ελέγχου των Στενών και των ρωσικών πετρελαϊκών εξαγωγών εναντίον της Μόσχας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ρωσία και Τουρκία έχουν πολεμήσει μεταξύ τους 13 φορές, ενώ υφέρπει πάντα ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας και των Μουσουλμάνων της πρ. ΕΣΣΔ.
Οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις δεν γνώρισαν όμως μόνο πολέμους, αλλά και εντυπωσιακές (αν και μακροχρόνια εύθραυστες) «συνεννοήσεις» στο παρελθόν, που κατέστησε δυνατή η κοινή, εκ δυσμών, απειλή, και πλήρωσαν «ενδιάμεσοι» (‘Ελληνες, Αρμένιοι κλπ.). Προ είκοσι ετών οι ελληνορωσικές και οι τουρκορωσικές οικονομικές σχέσεις ήταν περίποιυ ισοδύναμες, σήμερα ο ρωσο-τουρκικός τζίρος είναι πολλαπλάσιος του ελληνορωσικού, ενώ ήδη η Τουρκία έχει γίνει με τους υπάρχοντες αγωγούς βασικός διαμετακομιστής ρωσικού αερίου. Στη Μόσχα δρα επίσης ένα ισχυρότατο τουρκικό λόμπυ και μια εξαιρετικά ενεργή τουρκική διπλωματία – δεν υπάρχει τίποτα από ελληνικής πλευράς.
Σάουθστρημ vs Ναμπούκο και Τουρκία
Η πρόταση για τον Σάουθστρημ έγινε λόγω του εκβιασμού που ασκούσε το Κίεβο (και από πίσω η Ουάσιγκτον) στη Μόσχα, εκμεταλλευόμενο τη διέλευση των αγωγών αερίου από την ουκρανική επικράτεια. Το Κρεμλίνο απάντησε σχεδιάζοντας έναν «Μπλου Στρημ 2» μέσω Τουρκίας. Η Αθήνα, ενώπιον του ενδεχομένου να εισάγει όλο το αέριο από την Τουρκία, ανταπάντησε με τον Σάουθστρημ. Αυτός ο αγωγός επιτρέπει τον εφοδιασμό της Ευρώπης με ρωσικό αέριο παρακάμπτοντας την Ουκρανία, ενώ αποτρέπει τον παραλογισμό εισαγωγής ρωσικού αερίου μέσω Τουρκίας σε Ελλάδα και ΕΕ.
Απαντώντας, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν το σχέδιο «Ναμπούκο», αγωγού αερίου που θα εφοδιάζει την ΕΕ με μη ρωσικό αέριο μέσω τουρκικού εδάφους (παρακάμπτοντας και την Ελλάδα). Η εκλογή νέας βουλγαρικής κυβέρνησης, υπό συντριπτική αμερικανική επιρροή, έθεσε σε νέα αμφιβολία τον ΣάουθΣτρημ. Λόγω Ναμπούκο, η Μόσχα θέλει να κατασκευασθεί γρήγορα ο ΣάουθΣτρημ και πιέζει τη Σόφια με τις δηλώσεις Πούτιν, αλλά και με εμφάνιση, για πρώτη φορά, δημοσιευμάτων (στη ρωσική Κομερσάντ) που κάνουν λόγο για πιθανή αλλαγή του δρομολογίου του αγωγού, αν η Βουλγαρία επιμείνει στις αντιρρήσεις της. Η μόνη εφικτή αλλαγή είναι αν ο αγωγός περάσει μέσω τουρκικού εδάφους. Τότε όμως θα έχει τελείως διαφορετική «στρατηγική λειτουργία». Αντί να απεξαρτά Ελλάδα, ΕΕ και Ρωσία από την Τουρκία, θα εξαρτήσει και τις τρεις πολύ περισσότερο, συνιστώντας κολοσσιαία γεωπολιτική αναβάθμιση της ‘Αγκυρας. Δεν είμαστε εκεί, αλλά το ενδεχόμενο είναι ορατό, αν οι ενδιαφερόμενοι δεν κινητοποιήσουν την αναγκαία πολιτική βούληση.
Σαμψούντα-Τζεϊχάν vs Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη
Πριν από μερικές μέρες υπογράφτηκε πακέτο ρωσο-τουρκο-ιταλικών συμφωνιών για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σαμψούντα-Τζεϊχάν. Ο αγωγός αυτός θα επιτελεί την ίδια λειτουργία με τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, δηλαδή θα μεταφέρει ρωσικό-κασπιακό πετρέλαιο προς τη Μεσόγειο παρακάμπτοντας τα Στενά. Από οικονομικής πλευράς ο Σαμψούντα-Τζεϊχάν έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και διασχίζει όλο τον όγκο της Ανατολίας. Ο μόνος λόγος που του δίνει νόημα, από την άποψη της Τουρκίας, είναι ότι, αν δεν φτιαχτεί τελικά ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, θα εξακολουθήσει η ‘Αγκυρα να μονοπωλεί τη διέλευση του ρωσικού πετρελαίου προς τη Μεσόγειο. Οι Ρώσοι αρμόδιοι επιμένουν ότι ο αγωγός Μποιυργκάς-Αλεξανδρούπολη παραμένει ζωντανό σχέδιο και τους ενδιαφέρει πάντα, ενώ σε αναδίπλωση προχωρά τώρα και η Σόφια, τυχόν κατασκευή όμως του Σαμψούντα-Τσεϊχάν περιορίζει εξ αντικειμένου τις ποσότητες πετρελαίου προς διοχέτευση στη Μεσόγειο και, μέχρι στιγμής, οι ποσότητες αυτές δεν εξασφαλίστηκαν ούτε για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Η ρωσο-τουρκική συμφωνία εντάσσεται στα πλαίσια της πρόσφατης και εξαιρετικά θεαματικής προσέγγισης Μόσχας-‘Αγκυρας, με «κουμπάρο» Μπερλουσκόνι, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η τουρκο-αρμενική «εξομάλυνση». Η Ρωσία «ανταμοίβει» επίσης την ‘Αγκυρα για την ταχεία αδειοδότηση του Σάουθ Στρημ. Η ταχύτητα έχει σημασία γιατί ο Σάουθ Στρημ είναι ανταγωνιστικός προς τον Ναμπούκο και τον ΙΤGI (Τουρκία-Ιταλία-Ελλάδα). Η Μόσχα αντιδρά επίσης, με τον τρόπο αυτό, στα προβλήματα που καθυστέρησαν επί δεκάξι χρόνια τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Προβλήματα που ενετάθησαν μετά την εκλογή της τελευταίας βουλγαρικής κιβέρνησης, που δεν δείχνει καμμιά διάθεση να προχωρήσει το έργο, ενώ καμπάνια εναντίον του έχουν αρχίσει περιβαντολλογικές οργανώσεις της γείτονος και ο Δήμος Μπουργκάς (παραδόξως, σημείωσε δηκτικά ρωσική εφημερίδα, η κατασκευή μεγάλων αμερικανικών βάσεων, κόστους 100 εκατ.δολλαρίων, σε Βουλγαρία-Ρουμανία, δεν προκάλεσε καμία οικολογική ανησυχία).
Ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη απασχόλησε και την ελληνική προεκλογική εκστρατεία, ενώ μετά τις εκλογές η θέση που διατύπωσε ο Αν. ΥΠΕΞ κ. Δρούτσας σε ομιλία του ήταν ότι όσοι αγωγοί θα κατασκευασθούν εντός Ελλάδος θα εξυπηρετούν τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα και θα σέβονται απολύτως το περιβάλλον. (Η Μόσχα από την πλευρά της επιδιώκει, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, την αντικατάσταση των έργων που έχει αναλάβει και συνδέονται με την εκτροπή του Αχελώου με άλλα έργα ηλεκτροπαραγωγής, δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από την εκτροπή). Κυβερνητικές πηγές υπογραμμίζουν ότι ελληνική πρόθεση είναι η αδιατάρακτη συνέχιστη της ελληνορωσικής συνεργασίας, με παράλληλη βελτίωση των προνοιών. «Χρειάζεται να ελέγξουμε τα θέματα περιβάλλοντος, δεν αμφισβητούμε την ανάγκη υλοποίησης», λέει στον «Κ.τ.Ε.» κυβερνητικός παράγων, που τονίζει τη σημασία επιλογής των βέλτιστων τεχνικών κατασκευής και του σωστού σχεδιασμού, ώστε να μην υπάρξουν στην πορεία προβλήματα (π.χ. προσφυγές στο Σ.τ.Ε.) και να αποφευχθούν τυχόν ατυχήματα με δυνητικά σημαντικές συνέπειες στο Αιγαίο. Μέχρι στιγμής πάντως δεν ηγέρθη οποιοδήποιτε συγκεκριμένο αίτημα από την ελληνική κυβέρνηση προς τη ρωσική.
Είναι αλήθεια ότι ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη συνιστά μείζονα οικολογική πρόκληση. Το θέμα είναι πως μπορεί να συνδυασθεί η οικολογική με την ... υπόλοιπη ασφάλεια της Ελλάδας, για την οποία οι σχέσεις με τη Μόσχα έχουν κρίσιμη, στρατηγική σημασία.
Δανικό «ναι» στον Νορντστρημ και η νέα ενεργειακή συμμαχία στην Ευρώπη
]
Η Κοπεγχάγη συγκατατέθηκε προ ημερών στη διέλευση του Νορντστρημ, αίροντας ένα από τα τελευταία εμπόδια στην κατασκευή του αγωγού που διοχετεύει ρωσικό αέριο απευθείας στη Γερμανία, παρακάμπτοντας Πολωνία, Λευκορωσία και Ουκρανία. Η τελευταία έχει εκμεταλλευθεί «αγρίως» το γεγονός ότι είναι χώρα τράνζιτ για να αποσπά φτηνό αέριο, θέτοντας τη Μόσχα προ του διλήμματος ή να ανέχεται την κλοπή αερίου ή να πλήττει τη δική της αξιοπιστία διακόπτοντας την παροχή στη Δυτική και ΝΑ Ευρώπη. ‘Ηδη, ο αυστριακός αρμόδιος προειδοποίησε για επερχόμενη κρίση τροφοδοσίας τον ερχόμενο χειμώνα.
Ο Νορντστρημ αντιμετώπισε κάθε είδους εμπόδια και διαμαρτυρίες. Επικρίθηκε για οικολογικά προβλήματα, ότι μπορεί να βοηθήσει κατασκοπεία κατά της Σουηδίας, ή συνιστά όπλο ρωσικής επιβολής στην Ευρώπη. « Παληά ήταν τα τανκς, τώρα είναι πετρέλαιο και αέριο», δήλωσε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο πρώην αρχηγός των πολωνικών μυστικών υπηρεσιών στους Νιου Γιορκ Τάιμς! Με μάλλον ξερό τρόπο, οι υπεύθυνοι της Δανικής Υπηρεσίας Ενέργειας το ξέκοψαν: «ο αγωγός είναι απολύτως ασφαλής». Απαντώντας στις επικρίσεις ότι η εισαγωγή ρωσικού αερίου θα αυξήσει την εξάρτηση της Δανίας από τη Μόσχα, τις χαρακτήρισαν αξιοπερίεργες, δεδομένου ότι τώρα εξαρτάται κατά 100% από μία και μόνη πηγή, τη Βόρειο Θάλασσα.
Αν και δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο, το Βερολίνο πρέπει να θεωρηθεί κινητήρια δύναμη πίσω από τις τελευταίες κινήσεις στοι πόκερ των αγωγών και είναι η δική του, παρασκηνιακή πλην ισχυρή πίεση, που εξηγεί κυρίως το δανικό ναι στον Νορντστρημ. Η Γερμανία θέλει να διατηρήσει ζηλότυπα την αυτονομία του ενεργειακού της εφοδιασμού και, ευρύτερα, τη δυνατότητα αυτόνομης πολιτικής, γι’ αυτό και δεν επιθυμεί την παρεμβολή της «Νέας Ευρώπης» στις συναλλαγές της με τη Ρωσία. Σύμμαχος στο παιχνίδι αυτό ο Ιταλός Πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι, με τις εταιρείες ΕΝΙ και ‘Εντισσον κύριους εταίρους της Ρωσίας και της Τουρκίας, γεγονός που στοίχισε βέβαια στον, βαλλόμενο για σεξουαλικά σκάνδαλα πολιτικό, την μήνι της Ουάσιγκτον.
Συζήτηση για τους αγωγούς στη Βουλγαρία
Οι αγωγοί προκάλεσαν αναταραχή στη Βουλγαρία. Ο συμπρόεδρος του κυβερνητικού συνασπισμού υποστήριξε ότι ο SouthStream εμποδίζει την ευελιξία-διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας. Αντίθετα ο πρώην υπουργός Ενέργειας Οφτσάροφ, τόνισε ότι η βουλγαρική κυβέρνηση πρέπει να δηλώσει την θέση της για τα ενεργειακά σχέδια με ρωσική συμμετοχή το συντομότερο δυνατό, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η υλοποίησή τους. Για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, ο κ. Οφτσάροφ τόνισε ότι ο αγωγός μπορεί να περάσει από την Τουρκία, ενάντια στα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, αν η βουλγαρική κυβέρνηση δεν καταφέρει να λάβει απόφαση έγκαιρα. Η βουλγαρική «Στάνταρντ» επισημαίνει ότι η Τουρκία «μαζεύει ενεργειακά ατού», νέος ρόλος που «μπορεί να της ανοίξει τις πόρτες της ΕΕ. Η πρόθεση να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο διεθνούς βαρύτητας δεν περιορίζεται σε ενεργειακούς και χρηματοοικονομικούς στόχους...Ο Ερντογάν δέσμευσε σαφώς την κατασκευή του Nabucco μέσω Τουρκίας με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ...η Άγκυρα έχει θέσει ως σκοπό να καταστεί η Τουρκία ενεργειακό κράτος – κλειδί και να αποκτήσει γεωστρατηγική θέση και στρατιωτικές – πολιτικές δυνατότητες που θα αναβαθμίσουν το βάρος της...Για τη Βουλγαρία είναι εξαιρετικής σημασίας σε ποιό βαθμό η Τουρκία θα κατορθώσει να γίνει σοβαρός ενεργειακός κόμβος με διεθνές βάρος. Μια τέτοια επιτυχία θα μεταβάλει την περιφερειακή ασφάλεια...Αν επέλθουν κάποιες καταστάσεις στην Εγγύς Ανατολή, η Άγκυρα ενδέχεται να δραστηριοποιηθεί «αντισταθμιστικά» προς εμάς. Για τη Βουλγαρία είναι πολύ σημαντικό να έχει δική της γεωενεργειακή στρατηγική...»
"Κόσμος του Επενδυτή", 31.10.2009
- υπογραφή συμφωνιών για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σαμψούντα-Τζεϊχάν, ευθέως ανταγωνιστικού του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και παράλληλη αδειοδότηση της διέλευσης του ΣάουθΣτρημ από την τουρκική αποκλειστική οικονομική ζώνη στη Μαύρη Θάλασσα (συζητείται και κατασκευή διυλιστηρίου στο Τζεϊχάν)
- έμμεση πλην σαφής προειδοποίηση Πούτιν προς Σόφια-Αθήνα ότι η Μόσχα θα προχωρήσει με την ‘Αγκυρα αν Βουλγαρία-Ελλάδα κωλυσιεργήσουν
- συγκρότηση μιας τετραπλής «ενεργειακής συμμαχίας» στην Ευρώπη (Ιταλία, Ρωσία, Τουρκία, Γερμανία), με κύριους άξονες τους αγωγούς αερίου Σάουθ και ΝορντΣτρημ
- θεαματική αναβάθμιση, «εκτόξευση», των ρωσο-τουρκικών σχέσεων, με παράλληλη πλήρη ατονία των ελληνορωσικών. Η κατάσταση σήμερα στο τρίγωνο «Αθήνα-Μόσχα-‘Αγκυρα» είναι αντίστροφη της προ διετίας
- πρώτες, αχνές ακόμα και ανεπίσημες, απειλές Μόσχας προς Σόφια ότι, εν ανάγκη, ο ΣάουθΣτρημ μπορεί να περάσει από τουρκικό έδαφος
Στελέχη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και παράγοντες ενεργειακών ομίλων, σημειώνουν ότι, αν οι εν εξελίξει τάσεις ολοκληρωθούν, κινδυνεύει να διαμορφωθεί η εξής κατάσταση:
- η Τουρκία να αναδειχθεί σε κύριο μεταφορέα ρωσικών-κασπιακών-μεσανατολικών ενεργειακών πόρων με ότι συνεπάγεται για την ισχύ της, αλλά και την εξάρτηση Ελλάδας, Ρωσίας, ΕΕ από την ‘Αγκυρα (εξάρτηση οι «περιπλοκές» της οποίας έγιναν ανάγλυφες από τη διαμάχη Ρωσίας-Ουκρανίας, δύο χωρών που δεν πολέμησαν βέβαια ποτέ μεταξύ τους, όπως πλειστάκις συνέβη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας)
- η Ελλάδα να χάσει κάθε δυνατότητα στήριξης, αν χρειασθεί, στο ρωσικό «αντιστήριγμα» για να αντιμετωπίσει (τόσο συχνές ιστορικά) αμερικανοτουρκικές πιέσεις, υφιστάμενη εντέλει «στρατηγική ασφυξία». Για πρώτη, μοναδική φορά στην ιστορία, η ‘Αγκυρα έχει τώρα πολύ καλύτερες σχέσεις από την Αθήνα με περίπου όλη την υφήλιο! Την ίδια ώρα που, όχι μόνο συνεχίζεται αδιάπτωτος στην πράξη (τουλάχιστον από την ‘Αγκυρα) ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός σε Κύπρο, Αιγαίο, Θράκη, αλλά και ο Υπουργός Εξωτερικών της γείτονος Νταβούτογλου υπερασπίζεται ρητά, με πρόσφατη ομιλία του στην πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, το «όραμα» μιας «νεοοθωμανικής» Βαλκανικής, αρνούμενος να επιβεβαιώσει ότι τα σύνορα της Λωζάννης είναι οριστικά.
Είναι τόσο γρήγορες οι εξελίξεις, σημειώνουν οι ίδιοι παρατηρητές, που επιβάλλεται η άμεση αποσαφήνιση της πολιτικής της Αθήνας και των ενεργειακών-διπλωματκών επιλογών της. ‘Οταν αρχίσουν να κατασκευάζονται οι αγωγοί, θα είναι πολύ αργά...
Πούτιν, Ερντογάν, αγωγοί
«Μας είναι εύκολο να εργαζόμαστε με τους Τούρκους φίλους μας, με την τουρκική ηγεσία, διότι όλες οι αμοιβαίες συμφωνίες εκτελούνται και από τις δύο πλευρές εγκαίρως».
Η παραπάνω δήλωση Πούτιν έγινε μετά τη συνάντησή του με τον Μπερλουσκόνι και «τελεκόνφερενς» των δύο με τον Ερντογάν. Συζητήθηκαν τα σχέδια ΣάουθΣτρημ, Σαμψούντα-Τζεϊχάν και νέου ρωσοτουρκικού αγωγού αερίου, του «ΜπλουΣτρημ 2». Συνιστά έμμεση, πλην εύγλωττη προειδοποίηση προς Σόφια-Αθήνα, αφού είναι στις δύο πρωτεύουσες που έχουν σημειωθεί τελευταία επιφυλάξεις για τα σχέδια αγωγών. Πόσο μάλλον συνδυαζόμενη με άλλη δήλωση του κ. Πούτιν ότι η «Τουρκία θα καταλάβει τη θέση της Ουκρανίας» στην εξαγωγή ρωσικού αερίου.
Από μια άποψη, το όλο θέμα είναι εκπληκτικό. Ερντογάν, Μπερλουσκόνι και Πούτιν κάνουν τηλεκόνφερενς για τον Σάουθ Στρημ, που πρότεινε η Αθήνα, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να εισάγει μέσω Τουρκίας όλο το ρωσικό αέριο που καταναλώνει. Πρόταση που ήταν το επίκεντρο της σχέσης που πήγαν να δημιουργήσουν Αθήνα και Μόσχα προ τριετίας. Κι ο Πούτιν εκφράζει τώρα «ανυπομονησία» για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, πρόταση της ...κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ από το 1993! ‘Ενα από τα κίνητρά της, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν το γεωπολιτικό «plus», η αύξηση δηλ. των δυσκολιών και του κόστους μιας επίθεσης στη Θράκη.
Βεβαίως, Ρώσοι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η Μόσχα θα πάρει μεγάλο ρίσκο βάζοντας όλα τα αυγά της στο τουρκικό καλάθι, κι ότι ακριβώς η ουκρανική εμπειρία πρέπει να την καταστήσει πολύ προσεκτική, δεν μπορεί όμως και να το αποφύγει αν δεν έχει άλλη διέξοδο. Γνωρίζει ότι η ‘Αγκυρα χρησιμοποίησε άγρια το χαρτί του ελέγχου των Στενών και των ρωσικών πετρελαϊκών εξαγωγών εναντίον της Μόσχας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ρωσία και Τουρκία έχουν πολεμήσει μεταξύ τους 13 φορές, ενώ υφέρπει πάντα ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας και των Μουσουλμάνων της πρ. ΕΣΣΔ.
Οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις δεν γνώρισαν όμως μόνο πολέμους, αλλά και εντυπωσιακές (αν και μακροχρόνια εύθραυστες) «συνεννοήσεις» στο παρελθόν, που κατέστησε δυνατή η κοινή, εκ δυσμών, απειλή, και πλήρωσαν «ενδιάμεσοι» (‘Ελληνες, Αρμένιοι κλπ.). Προ είκοσι ετών οι ελληνορωσικές και οι τουρκορωσικές οικονομικές σχέσεις ήταν περίποιυ ισοδύναμες, σήμερα ο ρωσο-τουρκικός τζίρος είναι πολλαπλάσιος του ελληνορωσικού, ενώ ήδη η Τουρκία έχει γίνει με τους υπάρχοντες αγωγούς βασικός διαμετακομιστής ρωσικού αερίου. Στη Μόσχα δρα επίσης ένα ισχυρότατο τουρκικό λόμπυ και μια εξαιρετικά ενεργή τουρκική διπλωματία – δεν υπάρχει τίποτα από ελληνικής πλευράς.
Σάουθστρημ vs Ναμπούκο και Τουρκία
Η πρόταση για τον Σάουθστρημ έγινε λόγω του εκβιασμού που ασκούσε το Κίεβο (και από πίσω η Ουάσιγκτον) στη Μόσχα, εκμεταλλευόμενο τη διέλευση των αγωγών αερίου από την ουκρανική επικράτεια. Το Κρεμλίνο απάντησε σχεδιάζοντας έναν «Μπλου Στρημ 2» μέσω Τουρκίας. Η Αθήνα, ενώπιον του ενδεχομένου να εισάγει όλο το αέριο από την Τουρκία, ανταπάντησε με τον Σάουθστρημ. Αυτός ο αγωγός επιτρέπει τον εφοδιασμό της Ευρώπης με ρωσικό αέριο παρακάμπτοντας την Ουκρανία, ενώ αποτρέπει τον παραλογισμό εισαγωγής ρωσικού αερίου μέσω Τουρκίας σε Ελλάδα και ΕΕ.
Απαντώντας, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν το σχέδιο «Ναμπούκο», αγωγού αερίου που θα εφοδιάζει την ΕΕ με μη ρωσικό αέριο μέσω τουρκικού εδάφους (παρακάμπτοντας και την Ελλάδα). Η εκλογή νέας βουλγαρικής κυβέρνησης, υπό συντριπτική αμερικανική επιρροή, έθεσε σε νέα αμφιβολία τον ΣάουθΣτρημ. Λόγω Ναμπούκο, η Μόσχα θέλει να κατασκευασθεί γρήγορα ο ΣάουθΣτρημ και πιέζει τη Σόφια με τις δηλώσεις Πούτιν, αλλά και με εμφάνιση, για πρώτη φορά, δημοσιευμάτων (στη ρωσική Κομερσάντ) που κάνουν λόγο για πιθανή αλλαγή του δρομολογίου του αγωγού, αν η Βουλγαρία επιμείνει στις αντιρρήσεις της. Η μόνη εφικτή αλλαγή είναι αν ο αγωγός περάσει μέσω τουρκικού εδάφους. Τότε όμως θα έχει τελείως διαφορετική «στρατηγική λειτουργία». Αντί να απεξαρτά Ελλάδα, ΕΕ και Ρωσία από την Τουρκία, θα εξαρτήσει και τις τρεις πολύ περισσότερο, συνιστώντας κολοσσιαία γεωπολιτική αναβάθμιση της ‘Αγκυρας. Δεν είμαστε εκεί, αλλά το ενδεχόμενο είναι ορατό, αν οι ενδιαφερόμενοι δεν κινητοποιήσουν την αναγκαία πολιτική βούληση.
Σαμψούντα-Τζεϊχάν vs Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη
Πριν από μερικές μέρες υπογράφτηκε πακέτο ρωσο-τουρκο-ιταλικών συμφωνιών για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σαμψούντα-Τζεϊχάν. Ο αγωγός αυτός θα επιτελεί την ίδια λειτουργία με τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, δηλαδή θα μεταφέρει ρωσικό-κασπιακό πετρέλαιο προς τη Μεσόγειο παρακάμπτοντας τα Στενά. Από οικονομικής πλευράς ο Σαμψούντα-Τζεϊχάν έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και διασχίζει όλο τον όγκο της Ανατολίας. Ο μόνος λόγος που του δίνει νόημα, από την άποψη της Τουρκίας, είναι ότι, αν δεν φτιαχτεί τελικά ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, θα εξακολουθήσει η ‘Αγκυρα να μονοπωλεί τη διέλευση του ρωσικού πετρελαίου προς τη Μεσόγειο. Οι Ρώσοι αρμόδιοι επιμένουν ότι ο αγωγός Μποιυργκάς-Αλεξανδρούπολη παραμένει ζωντανό σχέδιο και τους ενδιαφέρει πάντα, ενώ σε αναδίπλωση προχωρά τώρα και η Σόφια, τυχόν κατασκευή όμως του Σαμψούντα-Τσεϊχάν περιορίζει εξ αντικειμένου τις ποσότητες πετρελαίου προς διοχέτευση στη Μεσόγειο και, μέχρι στιγμής, οι ποσότητες αυτές δεν εξασφαλίστηκαν ούτε για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Η ρωσο-τουρκική συμφωνία εντάσσεται στα πλαίσια της πρόσφατης και εξαιρετικά θεαματικής προσέγγισης Μόσχας-‘Αγκυρας, με «κουμπάρο» Μπερλουσκόνι, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η τουρκο-αρμενική «εξομάλυνση». Η Ρωσία «ανταμοίβει» επίσης την ‘Αγκυρα για την ταχεία αδειοδότηση του Σάουθ Στρημ. Η ταχύτητα έχει σημασία γιατί ο Σάουθ Στρημ είναι ανταγωνιστικός προς τον Ναμπούκο και τον ΙΤGI (Τουρκία-Ιταλία-Ελλάδα). Η Μόσχα αντιδρά επίσης, με τον τρόπο αυτό, στα προβλήματα που καθυστέρησαν επί δεκάξι χρόνια τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Προβλήματα που ενετάθησαν μετά την εκλογή της τελευταίας βουλγαρικής κιβέρνησης, που δεν δείχνει καμμιά διάθεση να προχωρήσει το έργο, ενώ καμπάνια εναντίον του έχουν αρχίσει περιβαντολλογικές οργανώσεις της γείτονος και ο Δήμος Μπουργκάς (παραδόξως, σημείωσε δηκτικά ρωσική εφημερίδα, η κατασκευή μεγάλων αμερικανικών βάσεων, κόστους 100 εκατ.δολλαρίων, σε Βουλγαρία-Ρουμανία, δεν προκάλεσε καμία οικολογική ανησυχία).
Ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη απασχόλησε και την ελληνική προεκλογική εκστρατεία, ενώ μετά τις εκλογές η θέση που διατύπωσε ο Αν. ΥΠΕΞ κ. Δρούτσας σε ομιλία του ήταν ότι όσοι αγωγοί θα κατασκευασθούν εντός Ελλάδος θα εξυπηρετούν τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα και θα σέβονται απολύτως το περιβάλλον. (Η Μόσχα από την πλευρά της επιδιώκει, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, την αντικατάσταση των έργων που έχει αναλάβει και συνδέονται με την εκτροπή του Αχελώου με άλλα έργα ηλεκτροπαραγωγής, δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από την εκτροπή). Κυβερνητικές πηγές υπογραμμίζουν ότι ελληνική πρόθεση είναι η αδιατάρακτη συνέχιστη της ελληνορωσικής συνεργασίας, με παράλληλη βελτίωση των προνοιών. «Χρειάζεται να ελέγξουμε τα θέματα περιβάλλοντος, δεν αμφισβητούμε την ανάγκη υλοποίησης», λέει στον «Κ.τ.Ε.» κυβερνητικός παράγων, που τονίζει τη σημασία επιλογής των βέλτιστων τεχνικών κατασκευής και του σωστού σχεδιασμού, ώστε να μην υπάρξουν στην πορεία προβλήματα (π.χ. προσφυγές στο Σ.τ.Ε.) και να αποφευχθούν τυχόν ατυχήματα με δυνητικά σημαντικές συνέπειες στο Αιγαίο. Μέχρι στιγμής πάντως δεν ηγέρθη οποιοδήποιτε συγκεκριμένο αίτημα από την ελληνική κυβέρνηση προς τη ρωσική.
Είναι αλήθεια ότι ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη συνιστά μείζονα οικολογική πρόκληση. Το θέμα είναι πως μπορεί να συνδυασθεί η οικολογική με την ... υπόλοιπη ασφάλεια της Ελλάδας, για την οποία οι σχέσεις με τη Μόσχα έχουν κρίσιμη, στρατηγική σημασία.
Δανικό «ναι» στον Νορντστρημ και η νέα ενεργειακή συμμαχία στην Ευρώπη
]
Η Κοπεγχάγη συγκατατέθηκε προ ημερών στη διέλευση του Νορντστρημ, αίροντας ένα από τα τελευταία εμπόδια στην κατασκευή του αγωγού που διοχετεύει ρωσικό αέριο απευθείας στη Γερμανία, παρακάμπτοντας Πολωνία, Λευκορωσία και Ουκρανία. Η τελευταία έχει εκμεταλλευθεί «αγρίως» το γεγονός ότι είναι χώρα τράνζιτ για να αποσπά φτηνό αέριο, θέτοντας τη Μόσχα προ του διλήμματος ή να ανέχεται την κλοπή αερίου ή να πλήττει τη δική της αξιοπιστία διακόπτοντας την παροχή στη Δυτική και ΝΑ Ευρώπη. ‘Ηδη, ο αυστριακός αρμόδιος προειδοποίησε για επερχόμενη κρίση τροφοδοσίας τον ερχόμενο χειμώνα.
Ο Νορντστρημ αντιμετώπισε κάθε είδους εμπόδια και διαμαρτυρίες. Επικρίθηκε για οικολογικά προβλήματα, ότι μπορεί να βοηθήσει κατασκοπεία κατά της Σουηδίας, ή συνιστά όπλο ρωσικής επιβολής στην Ευρώπη. « Παληά ήταν τα τανκς, τώρα είναι πετρέλαιο και αέριο», δήλωσε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο πρώην αρχηγός των πολωνικών μυστικών υπηρεσιών στους Νιου Γιορκ Τάιμς! Με μάλλον ξερό τρόπο, οι υπεύθυνοι της Δανικής Υπηρεσίας Ενέργειας το ξέκοψαν: «ο αγωγός είναι απολύτως ασφαλής». Απαντώντας στις επικρίσεις ότι η εισαγωγή ρωσικού αερίου θα αυξήσει την εξάρτηση της Δανίας από τη Μόσχα, τις χαρακτήρισαν αξιοπερίεργες, δεδομένου ότι τώρα εξαρτάται κατά 100% από μία και μόνη πηγή, τη Βόρειο Θάλασσα.
Αν και δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο, το Βερολίνο πρέπει να θεωρηθεί κινητήρια δύναμη πίσω από τις τελευταίες κινήσεις στοι πόκερ των αγωγών και είναι η δική του, παρασκηνιακή πλην ισχυρή πίεση, που εξηγεί κυρίως το δανικό ναι στον Νορντστρημ. Η Γερμανία θέλει να διατηρήσει ζηλότυπα την αυτονομία του ενεργειακού της εφοδιασμού και, ευρύτερα, τη δυνατότητα αυτόνομης πολιτικής, γι’ αυτό και δεν επιθυμεί την παρεμβολή της «Νέας Ευρώπης» στις συναλλαγές της με τη Ρωσία. Σύμμαχος στο παιχνίδι αυτό ο Ιταλός Πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι, με τις εταιρείες ΕΝΙ και ‘Εντισσον κύριους εταίρους της Ρωσίας και της Τουρκίας, γεγονός που στοίχισε βέβαια στον, βαλλόμενο για σεξουαλικά σκάνδαλα πολιτικό, την μήνι της Ουάσιγκτον.
Συζήτηση για τους αγωγούς στη Βουλγαρία
Οι αγωγοί προκάλεσαν αναταραχή στη Βουλγαρία. Ο συμπρόεδρος του κυβερνητικού συνασπισμού υποστήριξε ότι ο SouthStream εμποδίζει την ευελιξία-διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας. Αντίθετα ο πρώην υπουργός Ενέργειας Οφτσάροφ, τόνισε ότι η βουλγαρική κυβέρνηση πρέπει να δηλώσει την θέση της για τα ενεργειακά σχέδια με ρωσική συμμετοχή το συντομότερο δυνατό, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η υλοποίησή τους. Για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, ο κ. Οφτσάροφ τόνισε ότι ο αγωγός μπορεί να περάσει από την Τουρκία, ενάντια στα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, αν η βουλγαρική κυβέρνηση δεν καταφέρει να λάβει απόφαση έγκαιρα. Η βουλγαρική «Στάνταρντ» επισημαίνει ότι η Τουρκία «μαζεύει ενεργειακά ατού», νέος ρόλος που «μπορεί να της ανοίξει τις πόρτες της ΕΕ. Η πρόθεση να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο διεθνούς βαρύτητας δεν περιορίζεται σε ενεργειακούς και χρηματοοικονομικούς στόχους...Ο Ερντογάν δέσμευσε σαφώς την κατασκευή του Nabucco μέσω Τουρκίας με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ...η Άγκυρα έχει θέσει ως σκοπό να καταστεί η Τουρκία ενεργειακό κράτος – κλειδί και να αποκτήσει γεωστρατηγική θέση και στρατιωτικές – πολιτικές δυνατότητες που θα αναβαθμίσουν το βάρος της...Για τη Βουλγαρία είναι εξαιρετικής σημασίας σε ποιό βαθμό η Τουρκία θα κατορθώσει να γίνει σοβαρός ενεργειακός κόμβος με διεθνές βάρος. Μια τέτοια επιτυχία θα μεταβάλει την περιφερειακή ασφάλεια...Αν επέλθουν κάποιες καταστάσεις στην Εγγύς Ανατολή, η Άγκυρα ενδέχεται να δραστηριοποιηθεί «αντισταθμιστικά» προς εμάς. Για τη Βουλγαρία είναι πολύ σημαντικό να έχει δική της γεωενεργειακή στρατηγική...»
"Κόσμος του Επενδυτή", 31.10.2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)