(Το πρόβλημα εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου μετά το 1821 και πως εξειδικεύεται στην περίπτωση της Κύπρου σήμερα)
«Για να σκλαβώσουν τους λαούς, αρχίζουν αποκοιμίζοντάς τους»
Ζαν-Πωλ Μαρά (1743-1793)
«Προσβλέπουμε σε μια λύση ... στο πλαίσιο της
οποίας η λειτουργία του κυπριακού κράτους θα
είναι υπόθεση των ίδιων των Κυπρίων, χωρίς
παρεμβάσεις ή επιδιαιτησίες ξένων»
Κάρολος Παπούλιας, Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας, προσφώνηση στον Πρόεδρο της
Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια
4.3.2008
«Θα βάζουμε ξανά και ξανά το σχέδιο Ανάν σε δημοψήφισμα μέχρι να πούνε ναι οι Ελληνοκύπριοι»
Σερ Ντέιβιντ Χάνει, συνέντευξη στο CNN-Turk , Μάρτιος 2004
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Tο πρόβλημα εξάρτησης/ανεξαρτησίας είναι ένα κεντρικό, ίσως το πιο κεντρικό πρόβλημα του ελληνικού χώρου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως των διαφορετικών μορφών και ιδεολογιών με τις οποίες εκδηλώνεται. Το νεοελληνικό κράτος γεννήθηκε και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από ξένες δυνάμεις, ειδικά την Αγγλία και, στη συνέχεια, μετά το 1947, από τις ΗΠΑ. Η ανάπηρη ελληνική ανεξαρτησία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κοινωνικά μας προβλήματα και την ατελή, «ανολοκλήρωτη» μορφή της δημοκρατίας μας, είναι στη ρίζα των προβλημάτων και των γεωπολιτικών απειλών που αντιμετωπίζει ο ελληνικός χώρος. Η μεγαλύτερη απειλή για την εξωτερική ασφάλεια του ελληνικού λαού, προέρχεται όχι τόσο ή μόνο από το εξωτερικό της χώρας, αλλά από τον τρόπο που οι «ελίτ» του οργανώνουν την εξάρτησή τους από ξένες δυνάμεις.
Αυτό ακριβώς εξηγεί γιατί, τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία μας έχει απελπιστικά ανάγκη για να προωθήσει την ένταξή της στην ΕΕ, έχουμε καταφέρει το «ακατόρθωτο», να εξακολουθούμε να συζητάμε σχέδια λύσης του κυπριακού που, όχι μόνο αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα της στρατιωτικής εισβολής και κατοχής μετά το 1974, αλλά και τα επεκτείνουν επί των Ελληνοκυπρίων! Αυτά τα σχέδια απειλούν ευθέως την ύπαρξη συντεταγμένου κυπριακού κράτους, ύπαρξη που συνιστά, στις σημερινές συνθήκες, την πιο αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης, ελευθερίας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου. Η διατήρηση συντεταγμένου κυπριακού κράτους είναι επίσης η βασικότερη προϋπόθεση για να υπάρχει και στο μέλλον ο σημερινός βαθμός ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της μητροπολιτικής Ελλάδας – με την έννοια αυτή η απειλή για την Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη από μια κακή λύση του κυπριακού, απότι από τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Γιατί μια λύση μη βιώσιμη στην Κύπρο, θα καταστήσει την Αθήνα όιμηρο, εις το διηνεκές, της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λονδίνου.
Η απειλή είναι ίσως μεγαλύτερη σήμερα, παρά τη διαφορά στη μορφή της, απότι στην περίοδο 1972-74. ‘Ενα κράτος δεν καταλύεται μόνο με τη βία των τανκς, όπως επεχείρησε να κάνει η CIA με τον Ιωαννίδη και η Τουρκία. Καταλύεται επίσης με τη συγκατάθεση στην κατάλυσή του και μια τέτοια κατάλυση είναι πολύ αποτελεσματική, πόσω μάλλον νομιμοποιούμενη δια της υπογραφής εκλεγμένων ηγετών και δημοψηφίσματος, σε αντίθεση με βίαιη εισβολή ή πραξικόπημα, που δύσκολα μπορούν να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων και θέτουν τον νικητή προ προφανών δυσκολιών.
Το 1974 έγινε το πραξικόπημα και η εισβολή, χρειάστηκε όμως να φτάσουμε το 2000-2004, για να επιχειρήσουν οι ίδιες δυνάμεις (Αγγλία, Αμερική, Τουρκία), που επετέθησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1974, να νομιμοποιήσουν και να ολοκληρώσουν το έργο τους προωθώντας με παραπλάνηση, απειλές και χρήση της επιρροής τους στα πολιτικά κόμματα, τους οικονομικούς παράγοντες και τα ΜΜΕ Κύπρου και Ελλάδας το σχέδιο Ανάν.
Το πρόβλημα της «ανολοκλήρωτης» αυτοδιάθεσης/ανεξαρτησίας των Ελλήνων, σε Ελλάδα και σε Κύπρο, αντανακλάται, εν κατακλείδι, και στην έλλειψη εμπεδωμένης κρατικής κουλτούρας, κατανόησης του κρατικού φαινομένου, που διακρίνει την πολιτική τάξη της Κύπρου και της Ελλάδας και τις δραματικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην πράξη μια τέτοια έλλειψη κατανόησης, συνέπειες που θα μπορούσαν, στην πιο ακραία περίπτωση, να δρομολογήσουν ακόμα και μια πορεία σταδιακής εξαφάνισης των Ελλήνων από την Κύπρο.
Το μάθημα του σχεδίου Ανάν
Προτού εξηγήσουμε τι εννοούμε με τον όρο «κίνδυνος αυτοκτονίας», ας μας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε ότι έχει ήδη γινει μια τέτοια απόπειρα αυτοκτονίας το 2002-2004 με το σχέδιο Ανάν. Η ουσία του σχεδίου αυτού ήταν ο μετασχηματισμός της κρατικής εξουσίας. Παρελάμβανε μια ακρωτηριασμένη, αλλά πρακτικώς λειτουργούσα και διεθνώς αναγνωρισμένη Δημοκρατία και την μετέτρεπε σε προτεκτοράτο, δια του αποφασιστικού λόγου που θα είχαν στα πράγματα της χώρας και σε όλες τις αποφάσεις που την αφορούσαν, τρεις ξένοι δικαστές οριζόμενοι από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, και προφανώς απηχούντες την βούληση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, δικαστές που θα επέλεγαν οι ίδιοι τους διαδόχους τους. (Πέραν των δικαστών, προβλεπόταν και μια ολόκληρη στρατιά ξένων αξιωματούχων, που θα αποφάσιζαν όλα τα ζητήματα των σχέσεων ανάμεσα στις κοινότητες). Η νέα Κύπρος θα ήταν ένα κράτος διοικούμενο από ξένους και διοικούμενο από δικαστές, όχι αιρετούς εκπροσώπους του λαού.
Οι κάτοικοι του «κράτους» εστερούντο επίσης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, δηλαδή του δικαιώματος να διαθέτουν στρατό και να εισάγουν όπλα για την άμυνά τους, γεγονός αντίθετο με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και παγκοσμίως πρωτοφανές (τέτοιος όρος εις το διηνεκές δεν επεβλήθη ούτε στη ναζιστική Γερμανία και την Ιαπωνία μετά την ήττα τους, το 1945). Αντιθέτως, επετρέπετο η στάθμευση και το δικαίωμα επέμβασης ξένων δυνάμεων, Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας, η πρώτη μάλιστα διέθετε το δικαίωμα απεριόριστης στάθμευσης στρατιωτικών δυνάμεών της! (1) Τα επεμβατικά δικαιώματα των τριών δυνάμεων, αφορούσαν στην πραγματικότητα τις δύο από τις τρεις, γιατί η δράση ελληνικών στρατευμάτων στην Κύπρο είναι δύσκολη λόγω απόστασης και, κυρίως, λόγω περιορισμένης ανεξαρτησίας της Ελλάδας και των πολιτικών της, και μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο στα πλαίσια υπάρχοντος και συνεργαζόμενου κυπριακού κράτους. Επιπλέον, επεξετείνοντο και στα εσωτερικά των δύο «ομοσπόνδων» κρατών, που συνέστηνε το σχέδιο Ανάν.
Το όλο συμπληρωνόταν από ένα επαχθές καθεστώς «εσωτερικής» διχοτόμησης του νησιού, στο οποίο ασκήθηκε πολύ περισσότερη κριτική απότι στο πρηγούμενο σημείο, στο οποίο όμως δεν θέλω να σταθώ γιατί έχει εν τέλει δευτερεύουσα σημασία, συγκρινόμενο με την οικειοθελή κατάργηση της κρατικής κυριαρχίας της Κύπρου που προνοούσε το σχέδιο. Το γεγονός άλλωστε ότι η κριτική εστιάστηκε περισσότερο εκεί, μαρτυρά επίσης το έλλειμμα κρατικής κουλτούρας στην Κύπρο. Η προεκλογική συζήτηση στην Κύπρο, το 2007-2008, για το αν επροτάθη ή δεν επροτάθη η «επιστροφή» της Καρπασίας στις διαπραγματεύσεις φανερώνει ότι, ακόμη και σήμερα, δεν έγινε σε βάθος, πλήρως αντιληπτός ο «μετασχηματισμός Ανάν», η κατάργηση δηλαδή του κράτους. Εκεί ακριβώς στηριζόταν η παραπλάνηση, γιατί ο Κύπριος έτεινε να νομίσει ότι θα διατηρούσε το κράτος του και θα έλυνε ταυτόχρονα το κυπριακό, έστω με «οδυνηρή» λύση. Δεν θα επιστρεφόταν όμως καμμία Καρπασία, γιατί δεν θα υπήρχε που να επιστραφεί. Δεν θα υπήρχε το κυπριακό κράτος, αν γινόταν δεκτό το σχέδιο Ανάν. Θα υπήρχε ένα ελληνοκυπριακό κρατίδιο, υποκείμενο αφενός στην τελική εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, εκπροσωπούμενων υπό «τριών ξένων δικαστών» και «τριών ξένων στρατών», αφετέρου στα «καπρίτσια» της ‘Αγκυρας. Δεν υπήρχε κανένας υποχρεωτικός μηχανισμός και μέσο τήρησης ακόμα και του σχεδίου αυτού, το οποίο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν τελικά θα εφήρμοζε η Τουρκία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε και πιθανώς δεν θα ήθελε να «διορθώσει» τα «κακώς κείμενα». Δεν διαθέτει τέτοιους μηχανισμούς, δεν θα διέθετε τέτοιο δικαίωμα και, επιπλέον, έχει επιδείξει σε πάμπολλες περιπτώσεις την προθυμία της να αποδεχθεί κραυγαλέες παραβιάσεις του δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (λειτουργία δικτύου στρατοπέδων συγκέντρωσης και βασανιστηρίων τύπου Γκουαντάναμο, με χρήση μάλιστα και του αεροδρομίου Λάρνακας, αφαίρεση κάθε πολιτικού δικαιώματος από τους σλαβικής καταγωγής «ρωσσοφόνους» κατοίκους της Βαλτικής, παράνομος βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας και βίαιη απόσπαση του Κοσόβου από την σερβική κυριαρχία και άλλα πολλά, ων ουκ έστι αριθμός). Για να το πούμε γενικότερα, κάποιος που αντιστέκεται, ακόμη και εναντίον ισχυρών δυνάμεων, μπορεί να αναπτύξει κάποιες συμμαχίες και να απολαύσει κάποια συμπαράσταση. Κάποιος που οικειοθελώς παραδίδεται, κερδίζει μόνο την περιφρόνηση εχθρών και φίλων. Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες άμυνας ενός χώρου όπως η Κύπρος, ο μόνος όμως τρόπος για να υπάρξει αυτός ο χώρος, για να υπάρξει το κυπριακό κράτος, είναι να έχει τη θέληση να αμυνθεί.
Αν το σχέδιο Ανάν γινόταν δεκτό, η Κύπρος θα γινόταν, εσαεί και με τη δική της συγκατάθεση (!) όμηρος της καλής διάθεσης των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Τουρκίας. Φοβούμενη μια ανώμαλη κατάσταση στην Κύπρο, η κυβέρνηση της μητροπολιτικής Ελλάδας θα καθίστατο σταδιακώς δορυφόρος της ‘Αγκυρας, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον (δεν θα μπορούσε π.χ. να κάνει την πολιτική που έκανε ο Καραμανλής στα Βαλκάνια ή με τη Ρωσία, ή να συμμετάσχει σε ένα αυριανό ευρωπαϊκό αμυντικό σχήμα, αν δημιουργηθεί). Ελλάδα και Κύπρος θα έχαναν κάθε υπόλοιπο ανεξαρτησίας διατηρούν σήμερα, στα πλαίσια μιας αμερικανοτουρκικής ζώνης νεοπροτεκτοράτων, που θα άρχιζαν από την Αδριατική και θάφταναν στον Καύκασο, το Κουρδιστάν και την Κύπρο. Η ζώνη αυτή θα παρεμβαλλόταν μεταξύ Ρωσίας και «θερμών θαλασσών», μεταξύ Γαλλογερμανίας και Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία θα γινόταν εκ των πραγμάτων μέλος της ΕΕ χωρίς υποχρεώσεις. Τόσο λόγω της θεσμοποιημένης επιρροής στις αποφάσεις της ΕΕ μέσω της ψήφου της Λευκωσίας, όσο και γιατί αν αύριο, η ΕΕ ήθελε να αυτονομηθεί στο ένα ή το άλλο ζήτημα, θα κινδύνευε να της προκύψει μια εθνοτική διαμάχη τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου στο εσωτερικό της.
Δεδομένων των προνοιών του σχεδίου Ανάν, αλλά και της σοβαρότητας του τουρκικού κράτους, εν αντιθέσει με τη ραγιάδικη, ψοφοδεή νοοτροπία που επικρατεί διαχρονικά, με μικρές εξαιρέσεις, στο μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού και ελληνοκυπριακού πολιτικού προσωπικού, και δεδομένου ότι η Τουρκία είναι ήδη στο νησί, όχι μόνο δεν θα «αφομοιωνόντουσαν» οι Τουρκοκύπριοι και έποικοι από τους Ελληνοκύπριους, δεν θα «επικρατούσαν» οι Ελληνοκύπριοι, όπως νομίζουν οι δήθεν «συμφιλιωτές», αλλά μακροχρόνια θα κινδύνευαν να γίνουν, οι τελευταίοι, παρακμάζουσα μειοψηφία. Σε αντίθεση με τους λαούς των αποικιών, οι Ελληνοκύπριοι δεν θα είχαν τη συμπαράσταση κανενός, αφού θα είχαν οι ίδιοι καταργήσει, δια της ψήφου τους, τα δικαιώματά τους. Εχθροί και φίλοι θα τους περιφρονούσαν και θα τους οίκτιραν, όχι άδικα άλλωστε. Τον ξεσηκωμένο ραγιά, ακόμα κι αν τον πολεμάς, κάπου τον σέβεσαι. Τον εθελόδουλο όχι.
Βεβαίως το σχέδιο Ανάν απερρίφθη το 2004, εν μέρει και χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία (αλλαγή κυβέρνησης σε Ελλάδα και Κύπρο, καθυστέρηση Ερντογάν, «κλείδωμα» ένταξης Κύπρου, αποφασιστική στάση Προέδρου Παπαδόπουλου, στάση Καραμανλή). Σήμερα οι περισσότεροι πολιτικοί Κύπρου και Ελλάδας δηλώνουν ότι ανήκει στο «παρελθόν», περιλαμβανομένων και όσων τότε συμφώνησαν, αποφεύγουν όμως επί το πλείστον να εξηγήσουν σε τι ακριβώς διαφωνούν με αυτό που τότε συμφωνούσαν – το ζήτημα δεν είναι πως θα ονομάζεται, αλλά τι θα προβλέπει ένα σχέδιο «λύσης» του κυπριακού.
Δεν είναι φρόνιμο να ξεχάσουμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ελλαδικής και κυπριακής πολιτικής ελίτ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ υποστήριξε, με ή χωρίς ενθουσιασμό το σχέδιο Ανάν. ‘Οτι στην πραγματικότητα δεν ήταν σχέδιο Ανάν, αλλά το σχέδιο που έδωσαν στον Ανάν να παρουσιάσει οι πολιτικοί ηγέτες Ελλάδας και Κύπρου, και γι’ αυτό (και εξαιτίας των μυστικών διαβεβαιώσεων που προφανώς είχαν δώσει τα περισσότερα κόμματα) οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ηγέτες ήταν βέβαιοι ότι θα εγκρινόταν και διαμαρτύρονταν εκ των υστέρων γιατί απερρίφθη. ‘Οτι οι περισσότεροι συνταγματολόγοι και νομικοί και διεθνολόγοι της χώρας το καταδίκασαν μετά βδελυγμίας, αλλά μόνον μετά την καταψήφισή του, προηγουμένως είχαν καταπιεί τη λαλιά τους! Κι αυτό συνέβη όχι σε κάποιο δευτερεύον ή πρωτεύον ζήτημα πολιτικής, αλλά στα θεμέλια της κρατικής συγκρότησης του κυπριακού κράτους, δηλαδή στη βασική προϋπόθεση, στον σύγχρονο κόσμο, της ύπαρξης, ασφάλειας, ελευθερίας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου.
Μια «αναπηρία» στο κέντρο της ελλαδικής και κυπριακής κρατικής συγκρότησης
Η ίδια η εμφάνιση του εξωφρενικού σχεδίου Ανάν μαρτυρά ένα σοβαρό «έλλειμα» κρατικής οργάνωσης, κρατικής κουλτούρας, ανεξαρτησίας και δημοκρατικής συνείδησης που δεν απέβη μοιραία το 2004, μπορεί όμως να αποβεί στο μέλλον, μια βαθύτατη σύγχυση ως προς την ίδια την ιδέα του κράτους, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας. Ομολογεί επίσης την «ανεπάρκεια» του κράτους, του πολιτικού προσωπικού και των κοινωνιών Ελλάδας και Κύπρου.
Ο ελληνικός λαός πραγματοποίησε τρεις μεγάλες επαναστάσεις σε διάστημα δύο αιώνων: την Επανάσταση του 1821, τη δεύτερη μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση μετά τη γαλλική, την μεγαλειώδη εθνική αντίσταση (1940-1944), που απέκτησε επίσης στην πορεία έντονα κοινωνικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά και την επανάσταση της ΕΟΚΑ (1955-59), πρωτοπόρα στο κύμα εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων που συγκλόνισε την ανθρωπότητα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έκανε την Κύπρο παράδειγμα προς μίμηση και θαυμασμό σε τρεις ηπείρους. Η Επανάσταση όμως του 1821 ήρθε πολύ αργά για να επωφεληθεί της απήχησης του Διαφωτισμού και των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και πολύ νωρίς για να εκμεταλλευθεί την προϊούσα αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, δεν φάνηκε να διαθέτει μια επαρκή κοινωνική βάση για το έργο που έθεσε στον εαυτό της. ‘Ηδη, ο εμφύλιος πόλεμος του 1823-24, υπονομεύει την Επανάσταση αυτή, που δεν αποτυγχάνει μεν εντελώς, οδηγεί όμως στη δημιουργία ενός κράτους εν πολλοίς προτεκτοράτου των τριών Μεγάλων Δυνάμεων και, ιδίως, της Μεγάλης Βρετανίας. Η εξάρτηση της Ελλάδας από ξένες δυνάμεις θα συμβάλει αργότερα αποφασιστικά (αν και δεν είναι ο μόνος παράγοντας) στην καταστροφή του 1922.
Αν η Επανάσταση του 1821 ήταν μια αστραπή στη νύχτα της Ιεράς Συμμαχίας, πούχε τότε καλύψει την Ευρώπη, η αντίσταση που προέβαλε ο ελληνικός λαός στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι ήταν η πιο σημαντική, λαμβανομένου υπόψιν του μεγέθους της χώρας, που προβλήθηκε στο Τρίτο Ράιχ. Λίγοι λαοί, οι Σέρβοι, οι Σοβιετικοί, οι ‘Αγγλοι, οι Πολωνοί, μπορούν να καυχηθούν για τέτοιο ηρωϊσμό. Η εξάρτηση όμως της ηγεσίας της αντίστασης από το Κρεμλίνο και ο καθαρά ταξικός, «αντεθνικός» ρόλος του αστικού πολιτικού κόσμου, που έβλεπε τον ευατό του όχι ως ηγεσία της Ελλάδας αλλά ως προέκταση των αγγλικών συμφερόντων, οδήγησε σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο και στη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο, της Βρετανίας αρχικά, των ΗΠΑ μετά το 1947. Η ηγεσία αυτού του αμερικανικού προτεκτοράτου ήταν που πρόδωσε, και δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς, με τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, το 1960, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και δεν τους επέτρεψε να ασκήσουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, που αναγνωρίστηκε σε τόσους και τόσους λαούς των αποικιών. Αυτό το αμερικανικό προτεκτοράτο, στην τελική και πιο υποτελή μορφή του, αυτή της χούντας του Ιωαννίδη, συμμετείχε, από κοινού με την Τουρκία, στην «δίπρακτη» επιχείρηση καταστροφής της Κυπριακής Δημοκρατίας και δολοφονίας του Προέδρου της που οργάνωσε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αμερικής Χένρι Κίσσινγκερ και η CIA το 1974. Χρειάστηκε να περιμένουμε το 2000-2004, για να δούμε την ελλαδική πολιτική ηγεσία να «καθοδηγεί» πάλι την ελληνοκυπριακή ηγεσία και πάλι στον δρόμο της υποταγής, αποκαλύπτοντας τον «κρυφό», «εσωτερικό», αλλά τόσο υπαρκτό μηχανισμό εξάρτησης του ελληνικού χώρου που παραμένει και σήμερα ενεργός, θέτοντας σε κίνδυνο της εθνική ασφάλεια του ελληνικού λαού σε Κύπρο και σε Ελλάδα. Η απόλυτα εύλογη και θεμιτή επιθυμία των Ελληνοκυπρίων να ενωθεί το νησί τους με την Ελλάδα (τόσο εύλογη και θεμιτή, όσο και η ανάγκη των Τουρκοκυπρίων να τύχουν κάθε προστασίας) ματαιώθηκε και στη θέση της δημιουργήθηκε ένα ανεξάρτητο κράτος εξ αρχής υποθηκευμένο στην εσωτερική λειτουργία του με τα υπέρογκα βέτο και διεθνώς με το σύστημα εγγυήσεων και επέμβασης, που χρησιμοποίησε η Τουρκία το 1974.
Το κυπριακό πρόβλημα είναι προπάντων ένα πρόβλημα αυτοδιάθεσης, ένα πρόβλημα αντιαποικιακό στην ουσία του, στο οποίο ήρθε να προστεθεί στη συνέχεια, με την συνδρομή του αποικιοκράτη, μια εμφύλια σύγκρουση, μια εθνοτική σύγκρουση και μια εισβολή τρίτης δύναμης. Είναι επίσης μια ακόμη εκδήλωση του προβλήματος εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου, που υποθήκευσε την ιστορική του ανάπτυξη, τον καταδίκασε συχνά σε αυταρχικά καθεστώτα και εμπόδισε την κρατική, εθνική ολοκλήρωση του ελληνικού λαού. Φυσικά οι ‘Ελληνες είμαστε ικανοί για εθνικισμό, για σωβινισμό και για εγκλήματα, όπως και όλοι, ανεξαιρέτως, οι λαοί και τα κράτη του κόσμου, περιλαμβανομένων των «φτωχών Τουρκοκυπρίων», που αξίζουν μεν τη συμπαράστασή μας αν εξεγείρονται εναντίον του τουρκικού στρατιωτικού καθεστώτος, δεν αξίζουν όμως καθόλου την «αγιοποίηση», όταν δέχονται να παίξουν τον ρόλο της εφεδρικής αστυνομίας των αποικιοκρατών ή της «στρατηγικής μειονότητας»-προσχήματος μιας εισβολής, που διεκδικεί προνόμια χάρη στην ισχύ του τουρκικού στρατού και όχι στο εύλογο των δικαιωμάτων της.
‘Οσοι επικαλούνται τα πραγματικά ή υποθετικά εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων, το κάνουν κυρίως για να δικαιολογήσουν την παραίτησή τους από την υπεράσπιση του δικαιώματος των Ελληνοκυπρίων να αυτοκυβερνώνται. Η υποδούλωση όμως των Ελληνοκυπρίων, της καταπληκτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού, στην Αγγλία, την Αμερική και την Τουρκία είναι επίσης έγκλημα, διαρκές και πολύ βαρύτερο από αυτά που επικαλούνται για να την δικαιολογήσουν. Ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και κομμουνιστής, ο Ναζίμ Χικμέτ, συνιστούσε το 1955 στους συμπατριώτες του να μη δοκιμάσουν να σταματήσουν τον αγώνα των Κυπρίων για τη λευτεριά τους γιατί η Κύπρος είναι, όπως έλεγε, ένα ελληνικό νησί!
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πολύς διεθνισμός σε όλη την ψευτοπροσέγγιση ΕΚ και ΤΚ, από την οποία απουσιάζει παντελώς η ειλικρίνεια, υπάρχει κυρίως κυνισμός και προσπάθεια ωραιοποίησης. ‘Οπως είναι επίσης για κλάματα η προσπάθεια κατασκευής εκ του μη όντος μιας κυπριακής εθνικής ταυτότητας. Η Βρετανία έκανε στον ελληνικό χώρο αυτό που έκανε παντού αλλού με τις αποικίες: θεσμοθέτησε στις ρυθμίσεις που κληροδότησε την αρχή του «διαίρει και βασίλευε». ‘Οπως έκοψε ένα «φιλέτο» της Αραβίας και το ονόμασε Κουβέιτ, όπως οι Γάλλοι έκαναν το ίδιο με τον Λίβανο, έτσι ακρωτηρίασε και τον ελληνικό χώρο, δίνοντας με το ένα χέρι μια τυπική ανεξαρτησία στην Κύπρο και υπονομεύοντάς την παντοιοτρόπως με το άλλο. Ακόμη και στις μέρες μας, ένα βασικό θινκ τάνκ των ατλαντιστών, το Ιντερνάσιοναλ Κράιζις Γκρουπ, ζητάει να διακόψει η Αθήνα κάθε λειτουργία ενιαίου αμυντικού δόγματος. Αφού κατάφεραν να αποτρέψουν την ελληνική εθνική ολοκλήρωση στη δεκαετία του 1950 και του 1960, οι ‘Αγγλοαμερικανοί και οι Τούρκοι θέλουν αφενός να στερήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία από την αλληλεγγύη (της στρατιωτικής αλληλεγγύης περιλαμβανομένης) της Ελλάδας και να «απαλλάξουν» την Ελλάδα από το κυπριακό. Δεν θέλουν την Ελλάδα να συνδράμει την Κύπρο, θέλουν όμως την Ελλάδα πιέζουσα την Κυπριακή Δημοκρατία να αυτοδιαλυθεί και θα θέλουν αύριο την Κύπρο ως μοχλό διαρκούς πίεσης και ομηρίας της Ελλάδας.
Γι’ αυτό και θα ήταν απολύτως γελοία, αν δεν ήταν ιδιοτελής και εθνικά επικίνδυνη, η διαχεόμενη από το ελλαδικό κατεστημένο άποψη ότι πρέπει, επιτέλους, να «απαλλαγούμε» από το κυπριακό. Με τέτοιες αντιλήψεις η Ελλάδα οδηγήθηκε στην αποστασία και στη δικτατορία, παρολίγον να οδηγηθεί σε γενικό πόλεμο με την Τουρκία και πληρώνει σήμερα τον μισό προϋπολογισμό της σε όπλα. Ελλάδα και Κύπρος είναι αμοιβαίως εξαρτημένες κατά τρόπο αναπόφευκτο – είναι καλύτερα να αναγνωρίσουν αμφότερες αυτή τη βαθιά στρατηγική πραγματικότητα, από το να προσπαθούν να την αποφύγουν, συσσωρεύοντας καταστροφές.
Η πολύ σύντομη αυτή ιστορική νύξη δεν γίνεται για να ξαναγράψουμε εκ των υστέρων την ιστορία, αλλά για δύο άλλους λόγους. Πρώτον, για να δείξουμε ότι στον ελληνικό χώρο (Ελλάδα και Κύπρο) λειτουργούν πάντα ισχυροί μηχανισμοί εξάρτησης από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, που αντιστρατεύονται το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον του ελληνικού λαού και των δύο κρατών που αυτός αναγνωρίζει ως δικά του. Δεύτερον, για να υπογραμμίσουμε ότι η στρατηγική του «καλού παιδιού», που συνήθως χαρακτηρίζει την ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία, οδηγεί σε εθνικές τραγωδίες. Τρίτο, ότι η λογική, που δεν διατυπώνεται ποτέ ανοιχτά, υφέρπει όμως με σαφήνεια σε πολλές πολιτικές στρατηγικές, να δώσουμε την Κύπρο στους Αγγλοαμερικανούς για να βγάλουν από τη μέση την Τουρκία δεν ισχύει. Θα πάρουν ότι τους δώσουμε, δεν θα βγάλουν όμως την Τουρκία από την Κύπρο (άλλωστε οι ίδιοι την έβαλαν!).
Ο γράφων δεν είναι εναντίον των συμβιβασμών. Αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας να τα βάλουμε με τις ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη, ότι δεν θέλουμε πιθανώς να καταβάλουμε πάντα το τίμημα που απαιτεί μια μαχητικότερη υπεράσπιση των εθνικών μας δικαιωμάτων, ότι χρειάζονται στην πολιτική, όπως και στη ζωή, συμβιβασμοί. Επιπλέον, μια μικρή Κύπρος και μια Ελλάδα-μπάχαλο, κατάφεραν να μετατρέψουν πρακτικά τις θεμιτές εθνικές τους διεκδικήσεις σε μοχλό πίεσης εις βάρος τους, με το πολιτικό προσωπικό να εξαντλείται συχνά στην προσπάθεια να κοροϊδέψει τους πολίτες ως προς την ουσία των ρυθμίσεων που διαπραγματεύεται. ‘Ενας ισορροπημένος συμβιβασμός μπορεί να είναι σώφρων επιλογή. Αλλά το παν είναι να μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιοί συμβιβασμοί είναι αποδεκτοί, στα πλαίσια μιας α ή β κατάστασης, και ποιοί είναι απαράδεκτοι. Γιατί μερικές φορές το τίμημα του συμβιβασμού μπορεί επίσης να είναι πολύ μεγαλύτερο από το τίμημα της αντίστασης. Αλλά και γιατί η αξιοπρέπεια δεν είναι μόνο ηθική ιδιότητα, είναι και προϋπόθεση εθνικής και κοινωνικής επιβίωσης.
Το δυσάρεστο είναι ότι πολλές φορές ο συμβιβασμός έχει γίνει στον ελληνικό χώρο «ιδεολογία», με την κατά Μαρξ έννοια του όρου – κυρίως γιατί η άρχουσα τάξη Ελλάδας και Κύπρου επιχειρεί έτσι να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μιλάμε π.χ. για «λύση του κυπριακού» χωρίς να προσδιορίζουμε το περιεχόμενο αυτού του όρου, με τον οποίο άνετα συμφωνεί η ‘Αγκυρα και οι πάντες (το σχέδιο Ανάν «έλυνε» το κυπριακό καταλύοντας το κυπριακό κράτος). Μιλάμε για «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία», ως να είναι το απαύγασμα της παγκόσμιας πολιτικο-νομικής εξέλιξης, δεν απαντάμε όμως στο ερώτημα των ερωτημάτων: ποιός θα κάνει κουμάντο στη διζωνική-δικοινοτική ή όποια άλλη ομοσπονδία, ποιός θα έχει το νόμιμο δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις και τα μέσα να τις εφαρμόζει. Καταλήγουμε έτσι αντί να συζητάμε τακτικές και στρατηγικές, να ανταλάσσουμε ιδεολογικές κατηγορίες, με την κυρίαρχη άποψη να παραμένει, αν και τραυματισμένη μετά το 2004, το «ανήκουμε εις την Δύσιν και ας κυττάξουμε να τα βρούμε στα εθνικά έστω και με κάποιο σκόντο» («ειρήνη ή πόλεμος;» συνόψισε το τρομοκρατικό του δίλημμα ο Κώστας Σημίτης), και από την άλλη μια «αμοιγής» εθνική άποψη, που θέλει μεν να αγωνιστεί υπέρ των εθνικών συμφερόντων, δεν αποδέχεται όμως καμμία έννοια τακτικής ή συμβιβασμού (εν αμύνει τελούσα)
Η έννοια της εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου, στην οποία αποδώσαμε τόση σημασία προηγουμένως, δεν είναι ένα απλό φαινόμενο, δεν πρέπει να γίνει κατανοητή μόνο ως «πολιτικοί πουλημένοι στους ξένους». Συμβαίνει και αυτό και συχνά μάλιστα, αλλά θα ήταν απλοποίηση και χυδαιοποίηση του προβλήματος να το ανάγουμε αποκλειστικά εκεί. Ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, νοοτροπίες, παραδόσεις, λειτουργούν εδώ.
Η ιστορική εμπειρία μπορεί να είναι καλός σύμβουλος, μόνο όμως όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία της. Αλλοιώς είναι το ιδανικό μέσο για την παραπλάνηση ενός λαού, αφού τον οδηγεί στη χρήση όμοιων εργαλείων σε διαφορετικές καταστάσεις και άρα στην ήττα! Για πολλούς αιώνες, όσοι ένοιωθαν ‘Ελληνες ή Χριστιανοί, απλός λαός ή «ελίτ», έπρεπε να λειτουργούν στα πλαίσια της Οθωμανικής ή άλλων Αυτοκρατοριών. Εβγαλαν το συμπέρασμα, εν μέρει τουλάχιστον ορθό, στις συνθήκες της εποχής, ότι πρέπει «να φιλάς το χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις». Μερικοί μάλιστα δεξιοί της «υποτέλειας» ή και «μαρξίζοντες αντιεθνικιστές» θέλουν να το γενικεύσουν, υποστηρίζοντας αφενός ότι κακώς έγιναν οι εθνικές επαναστάσεις που διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ότι τα έθνη είναι παντελώς αυθαίρετες «κατασκευές» οικονομικών συμφερόντων, ή ότι σήμερα τείνουν προς εξαφάνιση οι εθνικές διαμάχες και το εθνικό ζήτημα δεν υφίσταται. Πρόκειται για γελοίες, αν όχι υστερόβουλες απόψεις και δεν θα χρονοτριβήσουμε ανασκευάζοντάς τες. Το εθνικό ζήτημα και τα έθνη απεδείχθησαν οι ισχυρότερες κοινωνικές δομές στον εικοστό αιώνα και αρκεί να ανοίξει κανείς το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση για να δει αν οι εθνικές διαμάχες είναι ξεπερασμένες. Το ζήτημα δεν είναι να τσουβαλιάζουμε εθνικισμούς καταπιεστών και καταπιεσμένων στο ίδιο τσουβάλι, ονομάζοντας διεθνισμό την υποταγή των δεύτερων στους πρώτους, αλλά να αντιμετωπίσουμε δημοκρατικά το πρόβλημα, αφού βέβαια πρώτα το αναγνωρίσουμε. Τα ηθικοπλαστικά κυρήγματα όχι μόνο δεν βοηθάνε στην επίλυση των υπαρκτών ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά την εμποδίζουν, γιατί κρύβουν την πραγματικότητα και τους λόγους της διένεξης, δηλ. το πρόβλημα που λένε ότι θέλουν να λύσουν και να αντιμετωπίσουν.
Επειδή έχουμε ζήσει αιώνες σε καθεστώς υποτέλειας, χωρίς να ολοκληρώσουμε ποτέ τη δημοκρατική μας επανάσταση, κι επειδή φάγαμε και τις «σφαλιάρες» του 1922, του 1955 και του 1974, η ιδεολογία της υποτέλειας παραμένει βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική συνείδηση, πολύ περισσότερο στη συνείδηση της ελίτ, ο ραγιάς είναι μέσα στην ψυχολογία μας. Αυτό προκαλεί δύο αντίθετες στάσεις. Την κυρίαρχη, που ζητάει διαρκώς συμβιβασμούς, καταλήγοντας να διαπραγματεύεται την ίδια την κρατική κυριαρχία και ξεχνώντας ότι τις μεγαλύτερες καταστροφές τις πάθαμε όταν είμαστε περισσότερο υποτελείς στους ξένους, όχι όταν τους αντιστεκόμαστε. Και μια πιο περιθωριακή, που αρνείται να δει το πραγματικό πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων, της τακτικής και της στρατηγικής, εν ονόματι μιας «αμοιγούς» εθνικής τοποθέτησης (επειδή τα τελευταία χρόνια τα μέσα είναι στα χέρια των φορέων της πρώτης άποψης, η δεύτερη παρουσιάζεται ως γραφική ή περιθωριακή). Κατά βάθος, η υποτέλεια ανταγωνίζεται με την εξεγερσιακή διάθεση στο ίδιο το DNA του ‘Ελληνα, αδυνατώντας συνήθως να συντεθεί σε μια ισορροπημένη στάση, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.
Η υποτέλεια ήταν ίσως μια σώφρων επιλογή στην Ελλάδα πριν το 1821, στην Κύπρο πριν το 1931. Μετά, δεν ήταν δυνατή ως στάση. Από τη στιγμή που αποκτήσαμε τα θεσμικά χαρακτηριστικά των ανεξαρτήτων κρατών, δεν μπορούμε να τα υπερασπιστούμε με τις μεθόδους των υποτελών στον Σουλτάνο ή στη Βασίλισσα της Αγγλίας. ‘Οσο «προσαρμοσμένη» κι αν είναι η πολιτική μας στους «πλούσιους και ισχυρούς», αυτοί δεν θέλουν κάτι λιγότερο από την κρατική μας υπόσταση και μας το είπαν οι ίδιοι επανειλημμένως (2). Γιατί αν είσαι κάπως ανεξάρτητο και δημοκρατικό κράτος, μπορεί σήμερα να είσαι φιλοαμερικανικό και αύριο να τους φύγεις. Αν όμως παραιτηθείς από την κρατική και διεθνή υπόστασή σου τότε δένεσαι για πάντα στο άρμα τους. (Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το τραβήξουν ως εκεί, αλλά η «ευκαμψία» των ιθυνόντων μας τους ανοίγει την όρεξη). Κι επειδή ο τουρκικός στρατός είναι μετά το 1974 στην Κύπρο, θα είμαστε εντελώς ανόητοι για να μη συνειδητοποιήσουμε ότι, χωρίς στεγανοποίηση της Κύπρου από την Τουρκία, η τελευταία (υπό δημογραφική πίεση τελούσα) θα ακολουθήσει υποχρεωτικά μια πολιτική συνέχισης και έντασης του εποικισμού, θα είναι σχεδόν υποχρεωμένη από τη δυναμική του γεωποιλιτικού ανταγωνισμού να το κάνει, που θα αλλάξει τη δημογραφική σύσταση του νησιού, μόνο σίγουρο μέσο για τον έλεγχό του. Αν δε τελικά η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, η πολιτική αυτή θα ενταθεί ακόμα περισσότερο. (Το 1974, η Τουρκία δεν κατέλαβε ολόκληρη την Κύπρο, κυρίως γιατί ήξερε ότι δεν θα είχε τι να κάνει την ελληνική πλειοψηφία του νησιού. ‘Οπως είπε ο Ναπολέων, με τις λόγχες κάνεις τα πάντα, εκτός από το να καθήσεις απάνω τους. Τόσο οι «εθνικόφρονες» όμως, όσο και οι «ενδοτικοί» παρ’ημίν, δεν μπορούν να αναλύσουν σωστά την τουρκική πολιτική, γιατί δεν μπορούν να μπουν στη θέση υποκειμένου με αυτοπεποίθηση. Είτε τρομάζουν και πανικοβάλλονται, είτε αρνούνται τον κίνδυνο).
Η νοοτροπία του «καλού παιδιού» κερδίζει μόνο την περιφρόνηση των κυρίαρχων, που δεν ενδιαφέρονται μόνο για τα χαμόγελα των πολιτικών, αλλά θέλουν να πάρουν πίσω και τις «κολοβές» έστω θεσμικές κατακτήσεις των υποτελών. Απόγονοι ραγιάδων, πιστεύουμε ασυνείδητα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον Ηγεμόνων – δεν δίνουμε μεγάλη σημασία σε θεσμούς, συμφωνίες κλπ. – πλην των περιπτώσεων που εξεγειρόμαστε. Εμμένουμε στο δίκαιο, όχι για το διεκδικήσουμε, αλλά για να εκλιπαρήσουμε τρίτους να το εφαρμόσουν μόνοι τους υπέρ μας. Επειδή οι τρίτοι, με τους οποίους συναλλασόμαστε, δεν βλέπουν τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ από τα γλοιώδη χαμόγελα της υποτέλειας – ζητάνε και τους θεσμούς, ζητάνε την υπογραφή μας για την αιώνια υποταγή μας. Γιατί ξέρουν ότι όσο δεν την έχουν πάρει, δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν και να διαιωνίσουν την υποταγή. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε τεχνικές επίβίωσης που
ταιριάζουν στην παρούσα κατάσταση, εγκαταλείποντας μεθόδους που ίσως ήταν αποτελεσματικές το 1700.
Μερικοί θεωρούν ότι κακώς εξερράγη η κυπριακή επανάσταση του 1955-59. Είναι προφανώς ανόητο συμπέρασμα, γιατί οι επαναστάσεις δεν ρωτάνε ούτε τους ιστορικούς, ούτε τους φιλοσόφους, πότε και πως θα ξεσπάσουν, και γιατί χωρίς αυτές θα ζούσαμε ακόμα στα σπήλαια. Αλλά κι αν το υιοθετήσουμε αυτό το συμπέρασμα, για τις ανάγκες του συλλογισμού μας, πάλι δεν μπορούμε να γυρίσουμε την ιστορία πίσω από το 1955 ή το 1974. Δεν μπορούμε να «ξαναπαίξουμε» το 1960 γιατί έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Θάχε μεγάλο νόημα να εξαντλήσουν οι ‘Ελληνες κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, αυτό όμως είχε, αν είχε, νόημα, κυρίως μέχρι το 1974. Μπορούν να το κάνουν και σήμερα, γιατί όχι, αυτό όμως που προέχει στις σημερινές, πολύ αλλαγμένες συνθήκες, μετά το 1974, είναι να διατηρήσουν την κρατική τους κυριαρχία τουλάχιστον εκεί που μένουν! Δεν μπορεί το δευτερεύον, η λύση του κυπριακού, να υπερβαίνει την ανάγκη του πρωτεύοντος, την ασφάλεια και επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, που δεν μπορεί να εξασφαλισθεί, σήμερα και όχι το 1700, παρά μόνο με την ανεμπόδιστη άσκηση της κρατικής κυριαρχίας τους, τουλάχιστον εκεί που ζοιυν. Αλλά το σχέδιο Ανάν καταργούσε το κυπριακό κράτος, υπήγαγε τους Κυπρίους στην εξουσία τριών ξένων δικαστών και τριών ξένων στρατών. Ορισμένοι απατεώνες επιχειρηματολόγησαν υπέρ του σχεδίου Ανάν το 2004 και υπέρ μιας λύσης «όπως-όπως» σήμερα, λέγοντας ότι τι να κάνουμε, χάσαμε τον πόλεμο, πρέπει να αναγνωρίσουμε τα τετελεσμένα. Αλλά τα τετελεσμένα είναι η ντε φάκτο κατοχή της Βόρειας Κύπρου, μη αναγνωριζόμενη από τη διεθνή κοινότητα. Αναγνώριση των τετελεσμένων θα μπορούσε να σημαίνει αναγνώριση του ψευδοκράτους έναντι εδαφών και περιορισμών στη δική του κυριαρχία, όχι να τεθούν οι ‘Ελληνες και η δική τους «ζώνη» υπό την κυριαρχία Αγγλοαμερικανών και Τούρκων. Αυτό είναι ολοκλήρωση της κατάληψης της Κύπρου!
Το 1972-74, οι δυνάμεις που ήθελαν να διαλύσουν το κυπριακό κράτος χρησιμοποίησαν τον ελληνικό και τουρκικό εθνικισμό, τις βόμβες και τις δολοφονίες. Σήμερα χρησιμοποιούν τον (ψευτο)διεθνισμό (της Αυτοκρατορίας) και την «αντιεθνικιστική» ιδεολογία. Πριν το 1974, θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε την άποψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν απειλούμενη μειονότητα. Μετά το 1974, είναι η δημογραφικώς μεν ασθενέστερη, στρατιωτικώς δε ισχυρότερη μειονότητα-πρόσχημα που χρησιμοποείται για την καταπίεση της πλειοψηφίας. ‘Οσο για τη φτώχεια και τα μύρια όσα προβλήματά τους, μάλλον υπεύθυνη είναι η ‘Αγκυρα και η ηγεσία τους και όχι οι διωγμοί των Ελληνοκύπριων. Αν χρησιμοποιήσουμε λάθος την εμπειρία του 1960-74 θα καταπολεμάμε τον ελληνικό εθνικισμό νομίζοντας ότι επανενώνουμε την Κύπρο, αντί να κινητοποιούμε τον εθνισμό της μεγάλης πλειοψηφίας των Κυπρίων για να αντισταθούμε στον ιμπεριαλισμό των Αγγλομερικανών και τον επεκτατισμό της Τουρκίας. Αυτό είναι επίσης ένα δεύτερο παράδειγμα λάθους χρήσης της ιστορικής εμπειρίας, μέσω του υστερόβουλου και καθοδηγούμενου από τις αποικιακές δυνάμεις μετασχηματισμού της σε «ιδεολογία». ‘Οπως έλεγε ο Λένιν, αλλά ξέχασαν πολλοί οπαδοί του, απαιτείται κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης. (Αυτό ακριβώς έκανε, υπό την ηγεσία του Γκορμπατσώφ, το ΚΚΣΕ, αυτοκτόνησε δηλαδή. Θεώρησε ότι ο «εχθρός» ήταν οι «αντιδραστικοί» στις τάξεις του και ο φίλος, το πρότυπο, Δύση. ‘Ετσι και σήμερα, το υπό την ηγεσία του Χριστόφια ΑΚΕΛ νομίζει ότι εχθρός είναι ο ελληνικός εθνικισμός και φίλος ο διεθνής παράγων, που θα μας βοηθήσει να λύσουμε το κυπριακό. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής ολοκληρούμενης, θα είναι το ίδιο και στην περίπτωση, η αυτοδιάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αυτοκαταστροφή του ΑΚΕΛ, που, αν συμβεί, θα ολοκληρώσει εις βάρος του ελληνικού λαού τον κύκλο γεωπολιτικών μεταβολών στην Ευρώπη που εγκαινίασε η πτώση του τείχους του Βερολίνου).
Κράτος και ιδιοκτησία
Στην εποχή μας και στις κοινωνίες μας η έννοια της ιδιοκτησίας είναι δεδομένη. Κάθε αντικείμενο, ακόμα και ιδέες ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα έχουν ιδιοκτήτη. Μπορούμε φιλοσοφικά να συζητήσουμε για την αξία του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας (που δεν ήταν πάντα και παντού τόσο εδραιωμένος όσο νομίζουμε σήμερα), αλλά δεν είναι του παρόντος. Γεγονός είναι ότι συνιστά ένα σύστημα θέσμισης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που πρακτικά λειτουργεί και τις ρυθμίζει. Αν βέβαια ένα άτομο το παρακάνει προσβάλλοντας το δίκαιο θα διακινδυνεύσει ένα έγκλημα εναντίον του, αν μια τάξη το παρακάνει θα διακινδυνεύσει μια εξέγερση, γενικά όμως το σύστημα λειτουργεί, σε συνθήκες τουλάχιστο σχετικής ευημερίας και οικονοικής σταθερότητας. Κάθε αντικείμενο έχει ιδιοκτήτη, ακόμα και στα πλαίσια μιας οικογένειας, κι αυτή η κατάσταση έχει ορισμένα πλεονεκτήματα. ‘Ενας φρόνιμος πατέρας μοιράζει σαφώς την κληρονομιά στα παιδιά του – ακόμα κι αν έχουν κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους δεν σκοτώνονται γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο διαμάχης. Αν όμως δώσετε σε δύο καλούς φίλους μια περιουσία να τη μοιράσουν, πιθανώς θα τους κάνετε εχθρούς.
Αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση, ίσως είναι προϊστορική και βάρβαρη στην πραγματικότητα, μπορεί να αντικατασταθεί σε εκατό ή χίλια χρόνια από έναν αληθινά «πολιτισμένο πολιτισμό», αυτή όμως είναι. Στο επίπεδο της διεθνούς ζωής, του συνταγματικού και του διεθνούς δικαίου, των διεθνών σχέσεων, το αντίστοιχο της ιδιοκτησίας είναι η κρατική κυριαρχία, το νόμιμο, διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα δηλαδή ενός λαού να κάνει αυτός κουμάντο στον τόπο του, να παίρνει τις αποφάσεις που τον αφορούν. Αν ορίζεται σαφώς ο έχων το νόμιμο δικαίωμα, τότε δυσκολεύονται οι διενέξεις των εχθρών. Αν δεν ορίζεται σαφώς, τότε και φιλικές δυνάμεις μπαίνουν στον πειρασμό της διένεξης.
Γι’ αυτό και τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους θεωρούν αιτίες πολέμου την κρατική τους κυριαρχία, δεν την παζαρεύουν όπως έγινε με το σχέδιο Ανάν! Το κράτος άλλωστε, με όλες τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματά του, είναι η μόνη διεθνώς σταθερή και υπαρκτή δομή. Παραιτούμενος κάποιος από το κράτος του δεν θα βρεθεί σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική ομοσπονδία ή σε κάποιον κόσμο όμορφο, αγγελικά πλασμένο, αλλά θα γίνει «κοινότης εις αναζήτηση κηδεμόνα». Ούτε καν η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση δεν είναι κρατική οντότητα και δεν έχει τρόπο να υπερασπιστεί τα μέλη της. Η συμμετοχή στην ΕΕ μπορεί να είναι ατού, δεν λύνει το πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.
Στην πραγματικότητα, η πείρα όλης της ευρωπαϊκής ιστορίας μετά το 1945, της Κύπρου περιλαμβανομένης, καταδεικνύει ότι όλες οι πολεμικές συγκρούσεις στην ήπειρο σημειώθηκαν σε καταστάσεις αμφισβητούμενης, θολής, μπερδεμένης κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι μπερδεμένες καταστάσεις με ξένους δικαστές και ξένους στρατούς που έχουν δικαίωμα επέμβασης είναι συνταγή προς καταστροφή.
Λεφτά, ειρήνη και πόλεμος
Ακούμε τώρα ότι αν η Κύπρος γίνει Σιγκαπούρη, όλα αυτά τα περί κρατικής κυριαρχίας χάνουν τη σημασία τους. Μέγα λάθος. Τα λεφτά δεν αποτρέπουν τους πολέμους, τους προκαλούν. Η Κύπρος είναι σήμερα, δεν θα γίνει αύριο «Σιγκαπούρη» και είναι τέτοια γιατί είναι διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος και γιατί δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία σε κανένα για το ποιός κάνει κουμάντο βορείως ή νοτίως της πράσινης γραμμής, άρα δεν υπάρχει γεωπολιτική αβεβαιότητα για την επιχείρηση που θα εγκατασταθεί στο νησί. Η ευημερία του νησιού δεν θα οδηγήσει στην ειρήνη, καθιστώντας περιττή την κρατική κυριαρχία, θα την καταστήσει περισσότερο αναγκαία, γιατί θα προσθέσει στη γεωπολιτική και την οικονομική επιβουλή.
Η ίδια η πείρα της Κύπρου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Ο Τούρκος διοικητής της το 1821 Μεχμέτ Κιουτσούκ ζήτησε από τον Σουλτάνο να προχωρήσει σε εκατοντάδες εκτελέσεις Ελλήνων, όχι τόσο γιατί το επέβαλε η επαναστατική τους δράση, όσο για να βρει την ευκαιρία να αρπάξει τις μεγάλες περιουσίες τους (Διονύση Διονυσίου, «Η ‘Αγνωστη Κύπρος του 1821», στο «1821, οι αθέατες όψεις», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, Αθήνα, σελ. 107). Ενάμισυ αιώνα αργότερα, η Βυρηττός δεν είναι μακριά από την Κύπρο, για να την ξεχνάνε τόσο εύκολα οι Κύπριοι. Αξίζει να προσθέσουμε ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε σε μια περίοδο «παγκοσμιοποίησης», ακόμα πιο προχωρημένης από τη σημερινή και οι εμπορικές ανταλλαγές Γαλλίας και Γερμανίας έφτασαν στο ιστορικό ζενίθ τους την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος. Η άποψη ότι η δημοκρατία και το ελεύθερο εμπόριο εμποδίζουν τους πολέμους αμφισβητείται από όλη την ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας, από την αρχαία Αθήνα και τη Μήλο, μέχρι την Αμερική και το Ιράκ.
‘Ενας Κύπριος πολιτικός πρώτης γραμμής, της αριστεράς, μου είπε μια μέρα ότι αν δώσουμε 5000 δολλάρια σε κάθε έποικο θα ξαναγυρίσει στην Τουρκία. ‘Ισως τέτοιες σκέψεις να θεωρούνται φυσικές σε ένα νησί με την ψυχοπαθολογική, «αρρωστημένη» σχέση της Κυπριακής ελίτ με το χρήμα. Με τέτοιες ιδέες όμως στα κεφάλια μας θα βρεθούμε κάποια μέρα όλοι μαζί στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ο Τούρκος έποικος δεν είναι ένας απλός «φουκαράς», έχει πίσω του ένα πολύ σοβαρό κράτος, όχι τους δικούς μας διεφθαρμένους καραγκιόζηδες και βλαχοδήμαρχους! Είναι αλήθεια ότι οι Αγγλοαμερικανοί θάθελαν ένα νησί-προτεκτοράτο και χρηματιστηριακό κέντρο υπό τον έλεγχό τους. Στα Βαλκάνια, ευνόησαν την ανάδειξη σειράς μικροπροτεκτοράτων, κέντρων παντός οργανωμένου εγκλήματος και ανεξέλεγκτης δράσης ξένων μυστικών υπηρεσιών. Θα ήθελαν ίσως να κάνουν την Κύπρο μια τέτοια «Σιγκαπούρη». Και γιατί νομίζουν οι πανέξυπνοι «φωστήρες» μας, τύπου Βασιλείου, ότι θα αναθέσουν τη διοίκηση μιας τέτοιας Σιγκαπούρης στους αιρετούς εκπροσώπους της πλειοψηφίας των κατοίκων της; Το αντίθετο θα συμβεί. Θα ευνοήσουν τη μεταβολή επί το «πολυεθνικότερο» της δημογραφικής σύστασης του πληθυσμού, για να απαλλαγούν από την ενοχλητική «λεπτομέρεια» ότι οι κάτοικοι της Κύπρου είναι κατά 80% ‘Ελληνες κι όσο μένουν ‘Ελληνες, όλο και κάτι «θα ζητάνε» από το δικαίωμά τους να διαφεντεύουν την πατρίδα τους, το δικαίωμα σε πλήρη, απεριόριστη κρατική υπόσταση.
Το πεδίο «επιτρεπτών» λύσεων του κυπριακού
Αν μπούμε, με ένα νέο σχέδιο «λύσης» του κυπριακού, σε καταστάσεις «θολής», «ασαφούς», κρατικής κυριαρχίας στην Κύπρο, αυτό θα δημιουργήσει όχι συνθήκες ειρηνικής επίλυσης, αλλά εθνοτικής διαμάχης τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου, με ότι συνεπάγεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ευημερία της Λευκωσίας θα αυξήσει, δεν θα μειώσει τον πειρασμό τρίτων να εκμεταλλευθούν τη «θολούρα» ως προς την κρατική κυριαρχία για της «βάλουν χέρι». Αυτό ακριβώς προσδιορίζει και το εύρος των δυνατών, επιτρεπτών «λύσεων» του κυπριακού. Αν παίξουμε εκτός αυτού του πλαισίου, θα έχουμε βάλει σε μεγαλύτερη προτεραιότητα την (θεωρτηική και προπαγανδιστική εν πολλοίς) «λύση του κυπριακού» και την «άρση της διχοτόμησης» από την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων, για να απαλλαγούμε από την κατηγορία ότι δεν θέλουμε λύση του κυπριακού. Το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας τέτοιας ρύθμισης θα είναι μια τραγωδία χειρότερη από αυτή που είχαμε το 1963 και το 1974, ως αποτέλεσμα, και τότε, μιας κακής συμφωνίας.
Ο Πρόεδρος Χριστόφιας τάχθηκε, σε μια συνέντευξη στη αρχή της θητείας του, εναντίον της παρουσίας ξένων δικαστών και αξιωματούχων στο μέλλον κυπριακό κράτος. Ήταν μια πολύ θετική εξέλιξη, γιατί η παρουσία ή απουσία ξένων μπορεί να κάνει τη διαφορά κράτους και προτεκτοράτου . Και το προτεκτοράτο, με τη μορφή που το επαναφέρει ένα σχέδιο Ανάν ή Μπανάν, δεν είναι μόνο αναξιοπρεπής, είναι και καταστροφική λύση. (Η απουσία ξένων είναι η εσωτερική προϋπόθεση κράτους, η απουσία επεμβατικών δικαιωμάτων και ξένων στρατών, η πλήρης κατάργησή τους είναι η εξωτερική). Δυστυχώς όμως ο κ. Χριστόφιας δεν έμεινε πιστός στην υπόσχεσή του. Οι προτάσεις του που διέρρευσαν αφήνουν ξένο δικαστή να εμπλέκεται στις κυπριακές υποθέσεις. Απλώς, ο ρόλος του περιορίζεται στη δικαστική εξουσία και όχι στη νομοθετική ή εκτελιστική.
Επιπλέον, ο Δ. Χριστόφιας προσπάθησε να καταργήσει ορισμένους από τους μηχανισμούς του σχεδίου Ανάν, όπως οι τρεις ξένοι δικαστές ως τελική νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία, χωρίς όμως να θέσει σε αμφισβήτηση τις αιτίες που τους παράγουν, εν προκειμένω την «αρχή» της «πολιτικής ισότητας», που ερμηνεύεται ως κατάργηση της «αρχής της πλειοψηφίας» και της αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος», δηλαδή της δημοκρατίας. Οι τρεις δικαστές είχαν παρουσιαστεί για να μπορεί να κυβερνάται το νησί, δεδομένης της απόλυτης ισότητας πλειοψηφίας και μειοφηψίας. Επιχειρώντας να καταργήσει τους δικαστές, αλλά μην αποκαθιστώντας τα δικαιώματα της πλειοψηφίας, ο Πρόεδρος της Κύπρου προτείνει τώρα να ασκείται εκ περιτροπής η εκτελεστική εξουσία – πότε ‘Ελληνας και πότε Τούρκος. Φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν αν ήταν Τούρκος ο πρόεδρος το 1963 ή το 1974: θάπαιρνε το κράτος με τη διεθνή του αναγνώριση που θάφευγε. Το ΑΚΕΛ έχει προφανώς και την γελοία ιδέα ότι θα κυβερνάει αιωνίως το νησί μαζί με την τουρκοκυπριακή αριστερά. Αν κρίνουμε από τις πράξεις της τελευταίας, δεν μπορούμε να είμαστε καθόλιου βέβαιοι ότι θα προτιμάνε πάντα την αριστερή από την εθνική τους ταυτότητα και τον σύνδεσμο με την Τουρκία,όπως συνήθως έκαναν μέχρι τώρα. Επιπλέον, αν αύριο οι Κύπριοι βαρεθούν τις συνεργαζόμενες αριστερές τους, θα υποστηρίξουν τις δεξιές τους. Που μπορεί να συνεργασθούν, όπως και στο παρελθόν, διαλύοντας το κράτος.
Κράτος σημαίνει νόμισμα και στρατός. Η κυπριακή Κεντρική Τράπεζα θα διοικείται εκ περιτροπής. Κοινός Στρατός δεν θα υπάρχει, θα υπάρχουν όμως δύο αστυνομίες, που στην πραγματικότητα θα είναι παραστρατιωτικές δυνάμεις δύο κρατών σε συσκευασία ενός. Γι’ αυτό η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αναθεωρήσει τη θέση της περί αποστρατιωτικοποίησης, που είναι άλλωστε κίβδηλη, αφού δεν προβλέπεται η αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων. Γιατί άλλωστε αποστρατιωτιικοποιημένη Κύπρος; Εξωτερικά, η Δημοκρατία δεν απειλεί κανένα με τον στρατό της. Εσωτερικά, αν θέλουμε κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους, αν μπορούμε να δημιουργήσουμε βάσεις κοινού κράτους, τότε μπορούμε και πρέπει να δημιουργήσουμε και κοινό στρατό. Αν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε, τότε δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε κοινό κράτος. Ποιός θα προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της Κυπριακής Δημοκρατίας; Ο στρατός είναι εξάλλου και κατεξοχήν εργαλείο συγκρότησης συνείδησης κράτους. Αυτοί που λένε ότι πιστεύουν τόσο πολύ στην κυπριακή ταυτότητα, την ταυτότητα δηλαδή του γενημμένου στην Κύπρο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί οι Κύπριοι δεν αποτελούν εθνότητα, γιατί θέλουν αποστρατιωτικοποιημένη Κύπρο; Μια Κύπρο δηλαδή στο έλεος των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, γιατί με τον όρο αποστρατιωτικοποίηση έχουμε καταλήξει να εννοούμε την οικειοθελή απεμπόληση από τους Κυπρίους του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Ακόμη και το Βατικανό ή η Μάλτα διαθέτουν στρατιωτικές δυνάμεις. Γιατί δεν πρέπει να διαθέτει η Κύπρος, χώρα που έχει υποστεί εισβολή και βρίσκεται σε τόσο στρατηγικό σημείο; Γιατί πρέπει οι Κύπριοι να είναι εσαεί πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε κράτος ειδικών αναγκών; Τι σημαίνει «αποστρατιωτικοποίηση» αν παραμείνουν τα βρετανικά στρατεύματα; Γιατί κάθε φορά που ξύνουμε την «κυπριακότητα», βρίσκουμε πάντα τη «βρετανικότητα» πίσω της;
Η διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών άρχισε με μεγάλες προκαταβολικές ελληνικές παραχωρήσεις, με διορισμό σε υπεύθυνες θέσεις των αρχιτεκτόνων και πρωταγωνιστών του σχεδίου Ανάν, χωρίς σαφές πλαίσιο αναζήτησης λύσης. Γιατί οι κ. Χριστόφιας αναγνώρισε αμέσως μετά την εκλογή του τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, υπογράφοντας το μνημόνιο με τον Γκόρντον Μπράουν, θύτη της Κύπρου στον οποίο τρέχει κάθε τόσο και γιατί αποδέχθηκε την έννοια των «συνιστώντων κρατών» στο κοινό ανακοινωθέν με τον Ταλάτ της 23.5.2008; Ο κ. Ταλάτ που, όπως όλοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έχει έλλειμμα σοβαρότητας, το ξεκαθαρίζει σε κάθε περίπτωση. Θέλει το 50% της Κύπρου και την Τουρκία στην Κύπρο. Θέλει παραμονή όλων των εποίκων. Εμείς τι συζητάμε ακριβώς μαζί του; Για ποιό λόγο δεχόμαστε και μάλιστα προτού καλά-καλά αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις την παραμονή εποίκων; Πως θα διαφοροποιήσουμε τους Τουρκοκύπριους από τους εποίκους και την Τουρκία, όταν δεχόμαστε εμείς εξ αρχής την παρουσία τους, νομιμοποιώντας ένα από τα πιο κραυγαλέα εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας στην Κύπρο; Εδώ δεν πρόκειται καν για υπερβολικές, απαράδεκτες τουρκοκυπριακές απαιτήσεις που γίνονται λόγω κάποιας «ανασφάλειας», προϊόντος μιας δικής μας «κακής συμπεριφοράς» στο παρελθόν (λες και εμείς δεν έχουμε υποστεί, εις την νιοστήν μάλιστα, την «κακή συμπεριφορά» της άλλης πλευράς). Εδώ πρόκειται για θρασείες απαιτήσεις, στηριγμένες στις λόγχες και στον «τσαμπουκά» (μην ασκείς κριτική στην Τουρκία, γιατί θα θυμώσει, είπε δημόσια ο κ. Ταλάτ στον κ. Χριστόφια).
Αυτού του είδους η διαπραγματευτική τακτική τείνει να αποθρασύνει την τουρκοκυπριακή και τουρκική ηγεσία, αποτρέποντας και όχι προκαλώντας διαφοροποίηση Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας. (Το μαρτυρά άλλωστε η εκλογική επιτυχία του κ.’Ερογλου μετά από αυτές τις παραχωρήσεις).Τέτοια διαφοροποίηση μπορεί να προκληθεί από τη σταθερότητα και τη σαφήνεια, όχι από την ευελιξία. Βεβαίως πρέπει οι Τουρκοκύπριοι να νοιώσουν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν και πολλά να κερδίσουν από τη συμμετοχή τους σε ένα κυπριακό σχέδιο. Αλλά η συμμετοχή τους σε ένα κυπριακό σχέδιο συνεπάγεται το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με την Τουρκία – δεν μπορεί να τα έχουν όλα ταυτόχρονα. Ούτε μια μειοψηφία εν τέλει και οι απαιτήσεις της μπορούν να ανατρέψουν το δικαίωμα της ελληνικής συντριπτικής πλειοψηφίας να ασκεί εξουσία, να κάνει κουμάντο, στα κεντρικά θέματα του μελλοντικού κράτους. Ούτε μπορούν οι ‘Ελληνες να μην εκδηλώνουν τον εθνισμό και όχι εθνικισμό τους, γιατί θα παρεξηγηθούν οι Τούρκοι. Χρειάζεται να βρεθεί μια δύσκολη, σύνθετη ισορροπία, ανάμεσα στην απαραίτητη καλλιέργεια του εθνισμού, της εθνικής ταυτότητας, του ισχυρότερου όπλου ενός λαού που απειλείται και στην απαραίτητη καταπολέμηση ενός εθνικισμού, που δεν μας βγήκε ποτέ σε καλό. Δυστυχώς, συχνά οι πολιτικοί και οι δημόσιοι παράγοντες δυσκολεύονται πολύ, λόγω και της σύνθετης φύσης του προβλήματος, να βρουν έναν δρόμο ανάμεσα στα δύο άκρα.
Δεν μπορεί όμως να βρεθεί αξιοπρεπής και ασφαλής λύση του κυπριακού, όσες παραχωρήσεις κι αν κάνουμε, εφόσον δεν πιεσθεί η Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, αν πιεσθεί, θα ενδώσει. Η Αθήνα έχασε τη σημαντικότερη ευκαιρία που της δόθηκε μετά το 1974 στο κυπριακό, μην απαιτώντας από την ‘Αγκυρα την αποχώρηση του στρατού της από την Κύπρο, το 1999 και το 2004, όταν έδωσε το πράσινο φως στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Λευκωσία έχασε δύο ευκαιρίες. Το 2005 όταν ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας δήλωσε ότι είναι αδιανόητη η έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης με μια Τουρκία που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ (ενώ η Μέρκελ, με επιστολή της, χαρακτήριζε απαράδεκτη την κατοχή της Κύπρου). Το 2006, όταν υπό την πίεση της κυβέρνησης της Αθήνας, η Λευκωσία συγκατατέθηκε να σταματήσει τα «μικρά βέτο» και να δεχθεί επανάκριση της Τουρκίας το 2009. Προσδιόρισε έτσι μόνη της την περίοδο μέχρι τότε ως περίοδο πιέσεων για την επαναφορά μιας παραλλαγής του σχεδίου Ανάν. Και τέλος, το 2008, όταν αποδέχθηκε την επανέναρξη συνομιλιών για το κυπριακό.
Η Ελλάδα συγκατατέθηκε στην τουρκική ένταξη γιατί έτσι ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τον προφανή κίνδυνο να καταστρέψει η ίδια το στρατηγικό ώφελος από τη συμμετοχή της στην ΕΕ. ‘Οχι μόνο δεν αντήλλαξε το «ναι» με αξιοπρεπή λύση του κυπριακού, άρση της απειλής στο Αιγαίο, διακοπή του ανταγωνισμού εξοπλισμών κλπ., αλλά βρισκόμαστε τώρα στο σημείο η τουρκική ενταξιακή πορεία να καθίσταται μοχλός πίεσης στην Κύπρο και την Ελλάδα, με τους πολιτικούς μας να καλούνται να εξωραϊσουν την απώλεια της κυριαρχίας των κρατών μας, βαφτίζοντάς την «λύση του κυπριακού» ή «ελληνοτουρκική συμφιλίωση», βαφτίζοντας «πολυεθνικότητα» την υποτέλεια, «διεθνισμό» την υποταγή στην Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα μια τέτοια πολιτική δεν οδηγεί στην ειρήνη και δεν προετοιμάζει συμβιβασμό, διαμορφώνει τους όρους μελλοντικών συγκρούσεων ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, επιδεινώνει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού χώρου. Ο ανταγωνισμός των δύο χώρων είναι μια πολύ δυσάρεστη και επικίνδυνη κατάσταση, δεν αντιμετωπίζεται όμως, επιδεινώνεται το πρόβλημα και καθίσταται αδύνατη η λύση του με τις διαρκείς υποχωρήσεις.
Παραμένει ακατανόητο γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα δεν κάνουν και δεν στηρίζουν μια διεθνή πρόταση για αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής από την Κύπρο, με ανάπτυξη στα κατεχόμενα μιας ευρωπαϊκής δύναμης ασφάλειας, και με δέσμευση της Δημοκρατίας να μην επεκτείνει στον Βορρά την κυριαρχία της, έως ότου λυθεί το κυπριακό. Πως είναι δυνατόν να πετύχουν κάτι Ελλάδα και Κύπρος συμπεριφερόμενες ως διεθνείς επαίτες; Σήμερα, διεθνώς, ούτε η κυπριακή, ούτε η ελληνική διπλωματία κάνουν το παραμικρό για να ενημερώσουν τη διεθνή κοινή γνώμη για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το 1974, ή για τους λόγους που οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν. Τι μπορεί να κερδίσει μια διπλωματία που φιλοδοξεί να μαζέψει όσα ψίχουλα, αν μείνουν, από τα τραπέζια διεθνών διαβουλεύσεων, όσα είναι διατεθειμένες να της αφήσουν Λονδίνο, Ουάσιγκτον και ‘Αγκυρα;
Σε ότι αφορά την ίδια την (αγγλικής βέβαια εμπνεύσεως, όπως και όλα στο κυπριακό) διαδικασία των διακοινοτικών δεν επιτρέπει, όπως είναι δομημένη, στην κοινωνία του νησιού να γίνει υποκείμενο, να αποφασίσει τι θέλει και γιατί το θέλει, να «μιλήσει». Βρισκόμαστε στο οξύμωρο σημείο να συζητούνται, εν κρυπτώ και εν παραβύστω, ακόμα και τα «ζητήματα καθημερινότητας»! Είναι άλλωστε ήδη σαφές ότι ο Δημήτρης Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ έχουν υπερβεί ουσιαστικά τα όρια της νομιμότητας, διαπραγματευόμενοι επί θέσεων που δεν εγκρίνει ο κυπριακός λαός, ούτε και τα συγκυβερνώντα κόμματα, χάρη στην ψήφο των οποίων εξελέγη στον δεύτερο γύρο ο σημερινός Πρόεδρος και τις οποίες δεν γνωρίζουμε καν στις λεπτομέρειές τους!!! Από την άποψη αυτή, ο κ. Ταλάτ φέρεται πιο δημοκρατικά, ενημερώνοντας τους «βουλευτές» του λεπτομερώς για τις συνομιλίες.
‘Οταν οι Ελληνοκύπριοι λένε ότι θέλουν λύση του κυπριακού, εννοούν ότι θέλουν να παύσουν να βρίσκονται σε ειδικό καθεστώς, σε μια Κύπρο με κυπριακό. Ενστικτωδώς, και ορθά, διαισθάνονται ότι τελούν υπό απειλή με το κυπριακό άλυτο. Ο κίνδυνος είναι ο φόβος που δημιουργεί η απειλή να τους οδηγήσει να πάνε εκεί που φοβούνται, για να απαλλαγούν από το φόβο τους, με ένα μηχανισμό πασίγνωστο στους ψυχολόγους.Ο κίνδυνος είναι επίσης να νομίσουν ότι, επειδή έχουν συνηθίσει τον κίνδυνο, δεν υπάρχει. Αν δεχθούν, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, συνθήκες, ανταλλάγματα ή υποσχέσεις την κατάλυση του κράτους τους, θα διακινδυνεύσουν την καταστροφή τους.
Δεν θέλησα στο σημείο αυτό να εστιάσω στις διάφορες λύσεις του κυπριακού και στα συγκριτικά υπέρ ή κατά τους για δύο λόγους. Πρώτο, είναι υπόθεση των ιδίων των Κυπρίων να αχθούν στο σημείο εκείνο που θα τους επιτρέψει να διατυπώσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες και να συζητήσουν μεταξύ τους. ‘Οσο δεν το κάνουν, δεν μπορούν να υπερβούν την κατάσταση του αντικειμένου και όχι υποκειμένου της ιστορίας τους ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός μονίμως αμυνόμενου υποκειμένου. ‘Εχω την αίσθηση ότι είμαστε ακόμα πολύ μακριά από αυτό το σημείο. Κανονικά, των συνομιλιών επίλυσης, θα έπρεπε να προηγηθεί μια ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση στην κυπριακή κοινωνία για το τι θέλει, ενδεχομένως μια προ-συντακτική συνέλευση ή και προ-δημοψηφίσματα. Δεν εκπονούνται συντάγματα σε μυστικές διαβουλεύσεις διπλωματών υπό την καθοδήγηση Αγγλων και Αμερικανών απεσταλμένων. Δεύτερο και κυριότερο, είναι αδύνατη η εξεύρεση οποιασδήποτε αξιοπρεπούς και ασφαλούς λύσης του κυπριακού με την παρούσα απροθυμία των πολιτικών ηγεσιών σε Ελλάδα και Κύπρο να χρησιμοποιήσουν τα πολιτικο-διπλωματικά όπλα που διαθέτουν για να πιέσουν την Τουρκία. Τρίτο, γιατί η απειλή κατάλυσης της Δημοκρατίας είναι τόσο μεγάλη και τόσο διαρκής που αναγκαστικά συγκεντρώνει κανείς εκεί την προσοχή του.’Ισως στο μέλλον μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω μια ανάλυση των δυνατών λύσεων ή «μη λύσεων» του κυπριακού. Προς το παρόν όμως μοιάζουμε να έχουμε πάλι εγκλωβιστεί σε μια διαδικασία που κινδυνεύει να οδηγήσει σε «μονόδρομους» τύπου Ανάν, μονόδρομους που καταλήγουν στην αυτοκτονία των Ελλήνων της Κύπρου. Ελπίζω να έχω άδικο. Ελπίζω επίσης από την εμπειρία του σχεδίου Ανάν και του δημοψηφίσματος να μην έχουν αντλήσει μαθήματα μόνον οι εχθροί της Κύπρου. Εμείς πάντως, δεν πρόκειται να απαλλαγούμε από την εχθρότητά τους βαφτίζοντάς τους φίλους μας.
‘Οπως τώρα εξελίσσονται τα πράγματα, η ‘Αγκυρα θα περάσει αβρόχοις ποσίν την αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, με μια παράταση ή άλλη φόρμουλα. Μετά, η Κύπρος θα πιεσθεί αφόρητα, να συγκατατεθεί στην αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους. Επειδή το διακύβευμα αφορά εν τέλει ένα μείζονα στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ (τουρκική ένταξη και διακοπή σχέσεων με Ρωσία) και επειδή το διακύβευμα αυτό συνδέεται με τη σύγκρουση για τον έλεγχο της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, μέσω και της διεύρυνσης, που είναι η υπ. Αρ. 1 επιδίωξη διεθνώς των ΗΠΑ, πρέπει να περιμένει κανείς την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο να εξαντλήσουν την επιρροή τους για να «λύσουν» το κυπριακό, μετερχόμενοι παντός δυνατού μέσου και επιχειρώντας να εξουδετερώσουν, με κάθε μέσο, κάθε εστία αντίστασης στον πολιτικό, επιχειρηματικό, εκδοτικό και διανοούμενο κόσμο της Κύπρου και της Ελλάδας.
Ενθαρρυντικό πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι, εδώ και αρκετούς μήνες, η κοινή γνώμη της Κύπρου δείχνει να απορρίπτει βασικά στοιχεία του «επερχόμενου» σχεδίου, όπως την εκ περιτροπής προεδρία. Ακόμη όμως κι αν μειώνει, χωρίς να εξαφανίζει την πιθανότητα να εγκριθεί τελικά ένα τέτοιο σχέδιο σε ένα δημοψήφισμα υπό συνθήκες εγκλωβισμού και εκβιασμού, οι ‘Ελληνες της Κύπρου θα καταβάλουν σοβαρότατο ποιλιτικο-διπλωματικό τίμημα, όσο εξακολουθούν να αποδέχονται ή να προτείνουν, νομιμοποιώντας τες, απαράδεκτες προτάσεις που συνιστούν κατ’ ουσίαν κατάλυση του συντεταγμένου, δημοκρατικού, κυρίαρχου κυπριακού κράτους
Οκτώβρης 2009, περιοδικό Τετράδια, τεύχος 57
konstantakopoulos.blogspot.com
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
periodiko "tetradia" giannis pinei giannis kernaei
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το ένδοξος λαός του 1821 ... στο είμαστε για τα μπάζα του 2010. σωστός?
ΑπάντησηΔιαγραφή"Από το ένδοξος λαός του 1821 ... στο είμαστε για τα μπάζα του 2010. σωστός?" Η κατευθυνομενη παρέμβαση της ψευτοκουλτούρας των ΜΠΛΟΚΣ,έτσι για να συντηρούμαστε.
ΑπάντησηΔιαγραφή