Ανατριχιαστική προειδοποίηση
Εννιά χρόνια πριν από τη μάχη του Μαραθώνα σκοτώθηκε, πολεμώντας κατά των Περσών, ο Ονήσιλος, ηγέτης των Κυπρίων εξεγερμένων στο πλευρό της Ιωνικής Επανάστασης. Οι μηδίσαντες, λέει ο Ηρόδοτος, αποκεφάλισαν τη σορό του και κρέμασαν το κρανίο του στην Πύλη της Αμαθούντας. Οι μέλισσες εκδικήθηκαν όμως τους Αμαθούσιους, κάνοντας φωλιά το κρανίο και τρομοκρατώντας τους. Με εγκληματολογία και αστυνομία νάχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά, στον πατέρα της ιστορίας προσέφυγε τις προάλλες ο Λάζαρος Μαύρος, γνωστός Κύπριος δημοσιογράφος, για να σχολιάσει συμβολικά την υπόθεση αρπαγής της σορού του Προέδρου Παπαδόπουλου.
Στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος βρέθηκαν μερικοί να αφήσουν ακόμα και υπονοούμενα κατά της οικογένειας Παπαδόπουλου, τέτοιο είναι το μίσος που και νεκρός εμπνέει ο ηγέτης του ‘Όχι του 2004. Σε άρθρο του «Πολίτη» (γνωστού γιατί ποτέ δεν διαφωνεί με τη βρετανική πολιτική στο κυπριακό), εξετάζεται στα σοβαρά το ενδεχόμενο να οργάνωσε ο ίδιος ο Πρόεδρος την μετά θάνατον απαγωγή της σορού του, για να τορπιλίσει την εξεύρεση λύσης στο κυπριακό!
Εκτός από τον ίδιο τον … μακαρίτη, άλλος προνομιακός ύποπτος, αυτή τη φορά των αρχών, ήταν οι «ακροδεξιοί εθνικιστές». Τους τελευταίους μήνες ο Πρόεδρος Χριστόφιας διαπίστωσε στις δημοσκοπήσεις σταθερή άρνηση των Ελληνοκυπρίων να αποδεχθούν τις προτάσεις που κάνει στις διαπραγματεύσεις (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία). Όπως οι περισσότεροι πολιτικοί δεν πιστεύει ότι στραβά αρμενίζει ο ίδιος, αλλά ότι είναι στραβός ο γιαλός. Αντί να ενσκήψει στους βαθύτερους λόγους απόρριψης των προτάσεων, πολλαπλασίασε τις επιθέσεις στον «εθνικισμό», αναζητώντας έναν προνομιακό εχθρό σε μια (ευτυχώς) ανύπαρκτη ΕΟΚΑ Β’ ή Γ’. Πες πες, κατέληξε φαίνεται να το πιστεύει και η αστυνομία που έσπευσε να ανακρίνει τρεις Ελλαδίτες υπαξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, φερόμενους ως εμφορούμενους από «ακροδεξιές, εθνικιστικές» απόψεις. Η υπόθεση κατέρρευσε σύντομα προκαλώντας έντονες διαμαρτυρίες των ανακριθέντων και διαπομπευθέντων, χάθηκε όμως στο μεταξύ πολύτιμος χρόνος, που ενδέχεται να χρησιμοποιήθηκε για την διαφυγή των δραστών από την Κύπρο.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχει στην Κύπρο πολύ περιορισμένος αριθμός «ακροδεξιών εθνικιστών». Οι αρχές της Δημοκρατίας όμως τους παρακολουθούν ασφυκτικά εδώ και καιρό. Δύσκολα βλέπει κανείς τον λόγο για τον οποίο θα προσέβαλαν τη μνήμη του Προέδρου με τη σύληση του τάφου του. Ο ελληνικός «ακροδεξιός εθνικισμός» άλλωστε, εκ γενετής, συνδέθηκε με δυτικές μυστικές υπηρεσίες…
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η σύληση του τάφου του Προέδρου Παπαδόπουλου ήταν πολύ οργανωμένη, σχεδόν καταδρομική επιχείρηση. Συμμετείχαν τουλάχιστο πέντε άτομα, μετακινήθηκε μια μαρμάρινη πλάκα 250 κιλών, αφαιρέθηκε η σορός από το φέρετρο και ρίχτηκαν 100 κιλά ασβέστη για να σβηστούν τα ίχνη. Διήρκεσε τουλάχιστο δυόμισυ ώρες και πάρθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μην εντοπισθούν και διαφύγουν ανενόχλητοι οι δράστες. Δεν μοιάζει ενέργεια που πραγματοποιεί ένας τρελός ή μια παρέα που θέλει να σπάσει (μακάβρια έστω) πλάκα. Ούτε είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι οι όποιοι δράστες αγνόησαν το ποιος ήταν και ποιο ρόλο έπαιξε ο Κύπριος Πρόεδρος και το συνακόλουθο ρίσκο που ανελάμβαναν.
Εξετάσθηκε και το ενδεχόμενο της απαγωγής για λύτρα, αν και, προς το παρόν, δεν έχουν ζητηθεί. Αλλά δεν είναι το πιο ασφαλές και έξυπνο έγκλημα στον κόσμο να πάρεις τη σορό ενός αρχηγού κράτους και να έχεις μετά όλες τις υπηρεσίες και τον πληθυσμό του, ενδεχομένως και κάποιους πιστούς φίλους και οπαδούς του εκλιπόντος να σε κυνηγάνε. Ακόμη κι αν ζητηθούν λύτρα, θα είναι το πρόσχημα σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν μπορεί να αποσπασθεί από το πολιτικό της υπόβαθρο, εκτιμά ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιάννης Πανούσης. Πόσο εύκολο άλλωστε είναι να πιστέψει κανείς στην εκδοχή του κοινού εγκλήματος, παραμονή του μνημοσύνου και στην αρχή της κρισιμότερης φάσης των διαπραγματεύσεων μετά το 2004;
Υπάρχουν πιο πολιτικές ερμηνείες, όπως η υποστηριχθείσα από τον Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου Παπαδόπουλου Πρέσβη Τζιωνή. Ο Κύπριος διπλωμάτης υπενθυμίζει, με άρθρο του στον Φιλελεύθερο, ότι ο Παπαδόπουλος κατέστη «σύμβολο αγώνα κατά της υποταγής και εθελοδουλείας, υπέρ ελευθερίας και ανεξαρτησίας, για τη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου». Χαρακτηρίζει την κλοπή της σορού «τρομοκρατική επίθεση», που δεν έγινε από Ελληνοκύπριους. Εκτιμά ότι έχει ως στόχο «να ενσπείρει τρόμο, να κλονίσει την εμπιστοσύνη στο κράτος, να καταρρακώσει το κύρος του, να εκμηδενίσει το ηθικό του λαού, να τον ταπεινώσει, να προκαλέσει διχόνοια και ηττοπάθεια». Αν ο κ. Τζιωνής έχει δίκηο, τότε κάποιοι θέλουν να προσθέσουν τον φόβο στα επιχειρήματα υπέρ του Ναι σε ένα νέο σχέδιο – και ισχυρά αισθήματα φόβου και τρόμου διατρέχουν το συλλογικό ασυνείδητο των Ελληνοκυπρίων, λόγω των ιστορικών βιωμάτων τους.
Αλλοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι, αν η κλοπή της σορού συνιστά μήνυμα προς τον κυπριακό λαό, μια αρχή ψυχολογικού πολέμου ενόψει μιας νέας λύσης, συνιστά ακόμα περισσότερο ένα ευανάγνωστο στην κωδικοποίησή του μήνυμα προς την κυπριακή πολιτική ελίτ: «Μη διανοηθείτε να επαναλάβετε τα καλά του 2004, μη διανοιηθείτε ένα δεύτερο ¨Οχι. Μέχρι τον τάφο κι ακόμα πιο πέρα θα σας κυνηγήσουμε”. Η «προειδοποίηση», πιστεύουν οι ίδιοι αναλυτές, αφορά και τον κ. Χριστόφια, γιατί δεν θέλει ασφαλώς να πάει σε δημοψήφισμα, αν βλέπει ότι θα το χάσει. Για όσους όμως θέλουν ενδεχομένως να αποενοχοποιήσουν την Τουρκία για το κυπριακό, η δεύτερη καλύτερη επιλογή είναι η απόρριψη από τους Ελληνοκυπρίους ενός σχεδίου που θα φέρει μάλιστα τώρα την υπογραφή του ηγέτη τους.
Δεδομένου του τρομακτικού αριθμού διεθνών συνωμοσιών που χαρακτήρισαν την κυπριακή ιστορία οι Κύπριοι έχουν γίνει πολύ καχύποπτοι. Θυμούνται καλά, π.χ., ότι ο αρχιτέκτονας της βρετανικής πολιτικής στο κυπριακό Λόρδος Ντέιβιντ Χάνει δήλωσε, το 2004, ότι αν πουν ’Όχι οι Ελληνοκύπριοι στο σχέδιο Ανάν: «Θα τους το βάζουμε ξανά και ξανά σε δημοψήφισμα μέχρι να πούνε ναι». Φυσικά όμως δεν είναι δυνατό να τεκμηριωθεί οποιαδήποτε σχέση ξένων κρατών με «δραστικά μέσα» ή τις «προβοκάτσιες», όπως χαρακτήρισε ο Πρόεδρος Χριστόφιας την κλοπή της σορού, χωρίς να εξηγήσει τι εννοεί ακριβώς.
Ενδεχομένως, προσθέτουν οι ίδιοι αναλυτές, μια πρόσθετη πολιτική επιδίωξη όσων οργάνωσαν την «επιχείρηση» είναι η ενίσχυση της ήδη πολύ σοβαρής και εντεινόμενης διάσπασης στο εσωτερικό της κυπριακής ελίτ και η καλλιέργεια κλίματος καχυποψίας μεταξύ οπαδών και αντιπάλων της διαφαινόμενης λύσης. Να σημειώσουμε επίσης ότι ‘Ελληνες αναλυτές, με μακρά εμπειρία των τουρκικών θεμάτων και των τουρκικών επιχειρήσεων, δεν θεωρούν πολύ πιθανό ένα τέτοιο σχέδιο ψυχολογικού πολέμου, εάν όντως υπάρχει, να εκπονήθηκε από τουρκικές υπηρεσίες.
Σε μια υπόθεση τόσο αβέβαιη και μυστηριώδη, όλοι συμφωνούν ότι είναι αδύνατο να καταλήξει κανείς σε βέβαια συμπεράσματα, προτού τουλάχιστο υπάρξουν, αν υπάρξουν, απτά στοιχεία. Αν είναι μια υπόθεση παράφρονος ή κοινού ποινικού δικαίου θα το ξέρουμε γρήγορα. Αν είναι μια επιχείρηση με πολιτική στόχευση, όπως μοιάζει πιθανότερο στον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΑΚΕΛ Νίκο Κατσουρίδη, τότε οι δράστες δεν θα περιορισθούν σε αυτή, αλλά θα κλιμακώσουν τις «δράσεις» τους όσο πλησιάζουμε στην επίτευξη λύσης και ενδεχόμενο δημοψήφισμα.
Παρατηρητές στη Λευκωσία επισημαίνουν ότι η πηγή των κινδύνων δεν είναι τόσο ή μόνο τα όποια τυχόν σχέδια εξωτερικών δυνάμεων. Είναι κυρίως η στρατηγική ασάφεια της κυπριακής ελίτ για το τι ακριβώς επιδιώκει, αλλά και τι συνιστά εντέλει πυρήνα κρατικής κυριαρχίας. ‘Όπως επίσης ότι η επιλεγείσα διαδικασία επίλυσης δεν επιτρέπει στην κυπριακή κοινωνία να εκφρασθεί, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ όσων επιθυμούν οι πολίτες που θα ζήσουν στο μελλοντικό κράτος και όσων ρυθμίσεων διαπραγματεύεται η ηγεσία τους.
"Κόσμος του Επενδυτή", 19.12.2009
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009
Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009
Κύπρος: ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Η σύληση του τάφου του Προέδρου Παπαδόπουλου θέτει σειρά δύσκολών ερωτημάτων, πρώτο εκ των οποίων το κατά πόσον συνδέεται με το κυπριακό. Με τα ελάχιστα στοιχεία που ήδη γνωρίζουμε, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, δεν είναι όμως άχρηστο να τις κάνουμε, διατηρώντας βεβαίως επιφύλαξη για νεώτερα στοιχεία.
Ανοησίες και απιθανότητες
1. ‘Ενας παράφρων μπορεί να υπάρχει. Ομάδα παραφρόνων, με στρατιωτική πειθαρχία, που εκτελούν καλά σχεδιασμένη μακάβρια επιχείρηση, μοιάζει περίπου αδύνατη.
2. Αναφέρθηκε η περίπτωση Ελλήνων ακροδεξιών εθνικιστών, που θέλουν να ΅ηρωοποιήσουν΅ τον Παπαδόπουλου . Μοιάζει αφελής ως υπόθεση, προϊόν ΅μανίας΅ του ΑΚΕΛ να βλέπει τον ελληνικό εθνικισμό ως κύριο εχθρό του. (H ΕΣΣΔ κατέρρευσε γιατί ο Γκορμπατσώφ νόμισε ως κύριο εχθρό τους σκληροπυρηνικούς και όχι τη Δύση. Η Κίνα επεβίωσε γιατί διατήρησε πάντα στον πυρήνα της στρατηγικής της την εικόνα της Δύσης ως εχθρού). Γιατί εθνικιστικοί, ακροδεξιοί κύκλοι να θέλουν την προσβολή του Τάσσου; Πρόκειται άλλωστε για ελάχιστους ανθρώπους στην Κύπρο, υπό ασφυκτική παρακολούθηση, Aν ήταν ένοχοι, θα τους έπιαναν σε πέντε λεπτά. Tα πολιτικά προβλήματα τα δημιουργούν τα ίδια τα κόμματα και οι πολιτικοί στον εαυτό τους και δεν χρησιμεύει σε τίποτα να κατασκευάζουν εχθρούς για να τους τα αποδώσουν. Ειρήσθω εν παρόδω, ο ελληνικός ακροδεξιός εθνικισμός εκ γενετής συνδέεται με ξένες δυτικές υπηρεσίες και ποτέ δεν εξυπηρέτησε ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Γιατί τέτοιες υπηρεσίες να θέλουν ηρωοποίηση Παπαδόπουλου;
3. Kλοπή για λύτρα. Να κλέψεις σωρό αρχηγού κράτους, βάζοντας όλες τις υπηρεσίες του και τον πληθυσμό να σε κυνηγάει, δεν φαίνεται πολύ έξυπνη ή ασφαλής ως εγκληματική ενέργεια. «Ακόμα κι αν πρόκειται για ακραία πράξη οργανωμένου εγκλήματος, υπό το πρόσχημα λύτρων, δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς ένα κλίμα πολιτικών διεργασιών σε υπόγεια αλληλεπίδραση με την εγκληματική δράση», λέει ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιάννης Πανούσης. Πίσω από τα λύτρα, πιστεύει, κρύβεται πολιτική στόχευση.
Οι ΅συμπτώσεις΅
Η κλοπή της σoρού έγινε την παραμονή του ετήσιου μνημοσύνου και μετά τον τερματισμό της αξιολόγησης της Τουρκίας, θα συνέπιπτε μάλιστα κανονικά με αυτή, αν δεν είχε κλείσει το θέμα σε επίπεδο Υπουργών (με την αξιολόγηση συνέπεσε και η κορύφωση οικονομικών πιέσεων κατά της Ελλάδας, ένα είδος «Ιμίων της οικονομίας»). Η κλοπή έγινε στην αρχή μιας περιόδου λίγων μηνών, στη διάρκεια των οποίων θα κριθεί η ύπαρξη κυπριακού κράτους, η μορφή «λύσης» και οι προοπτικές της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. Για να αποδεχθούμε ερμηνείες του κοινού ποινικού δικαίου θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα απλώς συμπίπτουν με την κλοπή του λειψάνου, που είναι επίσης τελείως άσχετη με τον ρόλο που έπαιξε και τον ισχυρό συμβολισμό που εκπέμπει και σήμερα ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, του ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν και τα σχέδια των Μπους, Μπλερ και ΣΙΑ. Σας φαίνεται πολύ πιθανή η συρροή τόσων ΅συμπτώσεων΅; (Nα σημειώσουμε επίσης την εμφάνιση, κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, συνθημάτων “η Κύπρος είναι τουρκική”, γραμμένων σε τουρκική γραφή που δεν συνηθίζουν οι Τουρκοκύπριοι…)
Μια “μαφιόζικου” τύπου προειδοποίηση (ποιόν ωφελεί το έγκλημα)
Αν αποκλείσουμε τους τρελλούς και τους εγκληματίες ποινικού δικαίου, γυρνάμε στην πολιτική. Ποιόν ωφελεί το έγκλημα; Τι μήνυμα στέλνει στην πολιτική ελίτ
και την κοινή γνώμη η απαγωγή της σoρού, παραμονές ολοκλήρωσης των συνομιλιών Χριστόφια-Talat και εν όψει εμφάνισης νέου σχεδίου που, όλες οι δημοσκοπήσεις, δείχνουν ότι δεν είναι δημοφιλές.
Αν είσαστε πολιτικός στην Κύπρο και ενδεχομένως θέλατε να πείτε ¨Όχι, δεν θα σκεφτείτε τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το ¨Όχι σε σας και την οικογένειά σας; Δεν θα “διαβάζατε” στην απαγωγή το μήνυμα: “θα κυνηγήσουμε μέχρι τον τάφο κι ακόμα πιο πέρα όποιον μας φέρει εμπόδια, όποιον πει ‘Όχι, όποιον μας κοροϊδέψει». Η προειδοποίηση απευθύνεται καταρχήν στον ίδιο τον κ. Χριστόφια, στην περίπτωση που διστάσει να “τελειώσει” τη δουλειά, επιλέγοντας να μην συνυπογράψει ένα αντιδημοφιλές, μη βιώσιμο σχέδιο. Εκτός του κ. Χριστόφια, το ΅μήνυμα΅ απευθύνεται στα παιδιά του τέως Προέδρου και δύο-τρεις ακόμα πολιτικούς που σκέφτονται ενδεχομένως να επαναλάβουν αυτό που έκανε ο Τάσσος το 2004. Είναι σαν κάποιος να τους λέει: “Ξανασκεφτείτε το, ξανασκεφτείτε με ποιες δυνάμεις τα βάζετε”.
Το μήνυμα απευθύνεται ευρύτερα στο σύνολο της ελληνικής πολιτικής τάξης και τον κυπριακό λαό, επιχειρώντας να “ξυπνήσει” ισχυρά ρεύματα φόβου και υποτέλειας που διατρέχουν το συλλογικό ασυνείδητο. «Σταματήστε να κάνετε τον ξύπνιο. Αρκετά μας πρήξατε το 2004 και μας καθυστερήσατε έξη χρόνια. Θυμηθείτε τι σας έχουμε κάνει στο παρελθόν, δείτε τι μπορούμε να κάνουμε στο ίδιο σας το νησί, κάτω από τη μύτη της αστυνομίας σας, στον ίδιο σας τον Πρόεδρο, σύμβολο της αντίστασης και της δύναμής σας. Μη διανοηθείτε να επαναλάβετε τα ίδια. Υπογράψτε να τελειώνουμε. Το ξέρετε, όλη η ιστορία σας το μαθαίνει, μπορεί να αργήσουμε, θα βρούμε όμως τον τρόπο να νικήσουμε. ‘Η μήπως θα σας σώσει μια μπατιρισμένη Ελλάδα;».
Βεβαίως, η τακτική αυτή είναι “δίκοπο μαχαίρι”, μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει να τη δοκιμάσουν όσοι τη χρειάζονται. Στο κάτω-κάτω, εμπειρία δύο αιώνων ξένων επεμβάσεων στον ελληνικό χώρο δείχνει να επιβεβαιώνει την μακροχρόνια αποτελεσματικότητα τέτοιων μεθόδων, ιδίως στο επίπεδο των ΅ελίτ΅. Αν αυτή η υπόθεση εργασίας είναι σωστή, τότε βρισκόμαστε στην αρχή, τις πρώτες δοκιμές μιας μελετημένης καμπάνιας ψυχολογικού πολέμου διεθνών δυνάμεων εναντίον του κυπριακού λαού και της τωρινής ή δυνάμει ηγεσίας του.
Ο αναγνώστης μπορεί να μας αντιτάξει τρία ερωτήματα-αντιρρήσεις: Γίνονται τέτοια πράγματα; Υπάρχει τόσο σοβαρό διακύβευμα; Δεν υπάρχουν πιο αθώες, πολιτικές μέθοδοι για τις επιδιώξεις αυτές; Για το πρώτο από τα ερωτήματα αυτά παραπέμπουμε στο σύνολο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Αποτελεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, μια απίστευτη ιστορία συνωμοσιών, πραξικοπημάτων, δολοφονιών, εξαγορών με μία κεντρική επιδίωξη: τον έλεγχο του άφθαστης στρατηγικής αξίας ελληνικού χώρου. Τα άλλα δύο ερωτήματα είναι πιο ενδιαφέροντα.
Το διακύβευμα: Τουρκία, Κύπρος, Ευρώπη.
Η τουρκική ένταξη στην ΕΕ παίζει κεντρικό ρόλο στην ευρωπαϊκή, μεσανατολική, αν όχι και ρωσική πολιτική ΗΠΑ και Βρετανίας. Οριστικοποιεί τη μετατροπή της ‘Ενωσης σε υποτελή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, υποχείριο των ΅αγορών΅, πολιτικά μη ενοποιήσιμη, στρατηγικά μη χειραφετήσιμη. Μπορεί να φαίνεται δύσκολα πραγματοποιήσιμη, όσο όμως δεν συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια, παραμένει κεντρική διεθνής πολιτική ΗΠΑ-Βρετανίας παράγοντας αποτελέσματα.
Το κυπριακό, η στρατιωτική κατοχή κράτους-μέλους της ΕΕ συνιστά ακραίο παραλογισμό και το κυριότερο εμπόδιο στην τουρκική ένταξη, αλλά και τις ομαλές σχέσεις Δύσης-Τουρκίας. ‘Οσο παραμένει άλυτο θα αποτελεί τεράστια νάρκη στον δρόμο της Τουρκίας. Αν λυθεί με λύση τύπου Ανάν, αφαιρώντας από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων το δικαίωμα να ασκούν εξουσία στο νησί, δηλαδή το κράτος τους, όπως προέβλεπε αυτό το σχέδιο και όπου οδηγούν, δυστυχώς, οι προτάσεις Χριστόφια στις διαπραγματεύσεις, τότε η Τουρκία θα μπει από τώρα στην ΕΕ, η Κύπρος, το πιο στρατηγικό ίσως σημείο της υφηλίου, με τεράστιο πιθανώς οικονομικό ενδιαφέρον, θα ξαναπεράσει στον έλεγχο των αποικιοκρατικών δυνάμεων και η Ελλάδα θα γίνει προτεκτοράτο.
Σας φαίνονται απίθανα αυτά; Κατανοητό, για δείτε το όμως καλύτερα. Η Τουρκία θα μπει από τώρα στην ΕΕ, πρώτον γιατί θα αποκτήσει βαρύνουσα επιρροή στην ψήφο της Λευκωσίας στα ευρωπαϊκά όργανα δια του προωθούμενου σχεδίου λύσης, δεύτερον γιατί αν θελήσει κάποιος να μπλοκάρει στο μέλλον την πλήρη ένταξή της, θα διακινδυνεύσει μια Βοσνία στο νησί. Τη δυνατότητα τέτοιας κρίσης εμπεριέχει η σκόπιμη ασάφεια και το αδόκιμο των συζητούμενων ρυθμίσεων κυριαρχίας (εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφος, δύο κράτη σε συσκευασία ενός με δύο αστυνομίες και άρα δύο ντε φάκτο κυριαρχίες, κατάργηση δικαιώματος και μέσου αυτοάμυνας του κράτους). Με άλλα λόγια, οι Ελληνοκύπριοι, συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, 82%) θα καταστούν όμηροι της καλής θέλησης Λονδίνου, ¨Αγκυρας και Ουάσιγκτον, η πρώτη αποικία παγκοσμίως που θα παραιτηθεί οικειοθελώς και από τον τύπο της ανεξαρτησίας που απέκτησε με την επανάσταση του 1955-59.
Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την ασφάλεια ενός εκατομμυρίου Ελλήνων. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα είναι ελεύθερη, αν περάσει τέτοιο σχέδιο, όχι να κάνει πολιτική με τη Ρωσία, αλλά ούτε να ασκήσει καλά καλά την κυριαρχία της σε Αιγαίο και Θράκη. Αντί να επιλύσουμε τα ελληνοτουρκικά, θα κάνουμε πιθανότερη μια γενική, υπό πολύ δυσμενέστερους όρους σύρραξη με την Τουρκία.
Για τις διεθνείς δυνάμεις που εδώ και αιώνες θεωρούν την Ανατολική Μεσόγειο δική τους θάλασσα, το στρατηγικό διακύβευμα είναι κολοσσιαίο. Με παρόμοια λύση του κυπριακού, ΗΠΑ και Βρετανία πετυχαίνουν με έναν σμπάρο πολλά τρυγόνια, επανακτώντας την αποικία τους, που ποτέ δεν αποδέχθηκαν την έστω και κολοβωμένη ανεξαρτησία της, εμπεδώνοντας τον έλεγχο επί του ελληνικού χώρου, που θεωρείται πάντα υποψήφιος «απιστίας» με τους Ρώσους, οριστικοποιώντας τον ατλαντικό έλεγχο της ΕΕ και «δένοντας» την Τουρκία στο δυτικό άρμα.
Βεβαίως, Ουάσιγκτον και Λονδίνο, αληθινοί και διαχρονικοί σκηνοθέτες του κυπριακού είναι ορθολογικοί παίκτες. Δεν θα το αποτολμούσαν, θα επεδίωκαν να ικανοποιηθούν με λιγότερα αν έβλεπαν ότι δεν γίνεται, ή ότι το κόστος από την επιδίωξη μπορεί να γίνει δυσανάλογο. Αλλά δεν το βλέπουν και δεν το είδαν επί αιώνες. Δεν διαπιστώνουν σοβαρή αντίσταση από την ελλαδική και κυπριακή ελίτ που θα αύξανε υπέρμετρα το κόστος για τους ίδιους παρόμοιων επιδιώξεων. Ούτε η πολιτική, ούτε η οικονομική ελίτ των δύο κρατών επιθυμεί να τα βάλει μαζί τους, ακόμα και για ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα εθνικής και κρατικής κυριαρχίας. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι, βεβαίως, όχι η βελτίωση των σχέσεων με τους «συμμάχους», αλλά η πιθανότητα μείζονος κρίσεως. Γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησε ο σημερινός αρχηγός της ΝΔ το 2004, μόνο όποιος μπορεί να πει όχι, μπορεί να πει και ναι.
Δεν επαρκούν τα πολιτικά μέσα;
Θα μπορούσαν να περιορισθούν σε κλασικές προσπάθειες άσκησης πολιτικής επιρροής και αυτό έκαναν μέχρι τώρα, ιδίως ευνοώντας παντοιοτρόπως την εκλογική ήττα του Παπαδόπουλου το 2008 και ανεχόμενοι, κατά τρόπο πολύ ασυνήθιστο για την πάγια πολιτική τους, την ανάδειξη στην εξουσία ενός ΚΚ. Η επιδίωξή τους είναι η επανάληψη στην Κύπρο του σεναρίου της Ελλάδας του 1944-45, τηρουμένων των αναλογιών. (Συνήθως αντιμετωπίζουμε τη δεκαετία του 1940 από τη σκοπιά της εσωτερικής σύγκρουσης, στην πραγματικότητα όμως πρέπει να θεωρείται απαύγασμα της βρετανικής στρατηγικής, ένας από τους συγκλονιστικότερους θριάμβους του Ουίνστον Τσώρτσιλ και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην ιστορία της. Οι Βρετανοί έπρεπε να ανακτήσουν μια χώρα που ελεγχόταν κατά 90% από ένα ΚΚΕ με πλειοψηφική πολιτική επιρροή, μεγάλο, εμπειροπόλεμο στρατό και τις δάφνες της αντίστασης . Κατάφεραν αυτό που δεν θα μπορούσε ούτε στο όνειρό του να κάνει ο στρατός τους, βάζοντας τους αντιπάλους τους να δράσουν υπέρ τους! Τύφλα νάχουν Μακιαβέλι και Ταλλεϋράνδος)
¨Όπως είπαμε ΗΠΑ και Βρετανία διαθέτουν ικανοποιητική επιρροή στην ελλαδική και κυπριακή ΅ελίτ΅. Δεν υπάρχει λόγος να προσφύγουν σε άλλες, πιο ΅περίεργες΅ μεθόδους. Το πρόβλημα που ανέκυψε όμως είναι ότι σειρά δημοσκοπήσεων επί πολλούς μήνες δείχνει ότι οι Ελληνοκύπριοι απορρίπτουν το σχέδιο και τις προτάσεις των δικών τους ηγετών, καθιστώντας μια έγκριση σε δημοψήφισμα αμφίβολη, με τις σημερινές συνθήκες. Αυτό θα αυξήσει και τους δισταγμούς Χριστόφια που δεν θέλει να πάει σε δημοψήφισμα και να χάσει.
Πρέπει επομένως να συμβούν, ει δυνατόν, γεγονότα, που να αλλάξουν το σημερινό κλίμα, να περιορίσουν τις αντιρρήσεις, να δημιουργήσουν σύγχυση ως προς το διακύβευμα. Αντί οι Κύπριοι να συζητάνε για τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις του μέλλοντός τους (εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφο, πώς θα λειτουργεί αυτό το μόρφωμα και δεν θα καταρρεύσει όπως οι συμφωνίες του 1960) να συζητάνε ποιος πήρε τη σωρό του Παπαδόπουλου, αν κάνει καλό ο εθνικισμός, ίσως αύριο ποιος έβαλε βόμβα ή έκανε απόπειρα, οτιδήποτε άλλο πέραν του συγκεκριμένου διλήμματος ενώπιόν τους. Για να μην επαναληφθούν τα καλά του 2004, όταν ανετράπη ολόκληρος ο σχεδιασμός, ο κυπριακός λαός πρέπει να πάει σε δημοψήφισμα φοβισμένος, εγκλωβισμένος, εκβιασμένος, διεθνώς απομονωμένος και εσωτερικά διχασμένος. Ανεξάρτητα λοιπόν από τι έγινε με τη σωρό, στρατηγικοί αναλυτές δεν αποκλείουν να δούμε σημεία και τέρατα στο αμέσως προσεχές μέλλον στο νησί.
Συμπέρασμα
Η άμυνα απέναντι σε παρόμοιες απειλές περιλαμβάνει βεβαίως ένα επιχειρησιακό σκέλος, κυρίως όμως είναι πολιτική. Με δεδομένο το εύρος των δυνάμεων που απειλούν την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου, θα χρειαζόταν εδώ και καιρό η συγκρότηση εθνικού μετώπου. Ορθώς ο Πρόεδρος της Κύπρου ζητάει λαϊκή και πολιτική συσπείρωση. Αλλά τέτοιο μέτωπο μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί μόνο στη βάση της υπεράσπισης του πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας Κύπρου και Ελλάδας. Δεν είναι δυνατόν εν ονόματι της προστασίας μιας μειονότητος, της ανάγκης σύντομης επίλυσης του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών, της ανάγκης να αποφευχθεί μια διχοτόμηση, που εμπεριέχεται άλλωστε στις σημερινές ελληνικές προτάσεις, να καταλύεται το κυπριακό κράτος. Οι πολιτικές αυτές, ειρήσθω εν παρόδω, δεν θα φτιάξουν, θα καταστρέψουν στο τέλος τις σχέσεις και με την Τουρκία και με τους ΅΅συμμάχους΅.
Η ΅κόκκινη γραμμή΅ που ξεχωρίζει μια κακή συμφωνία από μια εθνική καταστροφή είναι η διατήρηση των Ελληνοκυπρίων, εκεί τουλάχιστο που ζουν, υπό την προστασία κανονικού, συντεταγμένου, διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, με κανόνα πλειοψηφίας, δικαίωμα αυτοάμυνας και στρατό, χωρίς επεμβατικά δικαιώματα τρίτων. ¨Όπως είχε πει ο Ανδρέας Παπανδρέου, ΅αν χαθεί η Κύπρος, θα χαθεί και η Ελλάδα΅.
Αυτά θα μπορούσαν εν τέλει και να εξηγηθούν στους δυτικούς συμμάχους, γιατί η ιστορία με την τουρκική ένταξη κινδυνεύει να γίνει το πολιτικο’διπλωματικό ισοδύναμο του παραλογισμού στο Ιράκ. Αλλά κανείς δεν θα πάρει στα σοβαρά ηγεσίες κρατών που δεν παίρνουν στα σοβαρά οι ίδιες τον εαυτό τους, τα κράτη τους, την κυριαρχία τους.
Το άρθρο αυτό θα δημοσιευτεί στο περιοδικό "Επίκαιρα" την Παρασκευή 18.12.2009
Ανοησίες και απιθανότητες
1. ‘Ενας παράφρων μπορεί να υπάρχει. Ομάδα παραφρόνων, με στρατιωτική πειθαρχία, που εκτελούν καλά σχεδιασμένη μακάβρια επιχείρηση, μοιάζει περίπου αδύνατη.
2. Αναφέρθηκε η περίπτωση Ελλήνων ακροδεξιών εθνικιστών, που θέλουν να ΅ηρωοποιήσουν΅ τον Παπαδόπουλου . Μοιάζει αφελής ως υπόθεση, προϊόν ΅μανίας΅ του ΑΚΕΛ να βλέπει τον ελληνικό εθνικισμό ως κύριο εχθρό του. (H ΕΣΣΔ κατέρρευσε γιατί ο Γκορμπατσώφ νόμισε ως κύριο εχθρό τους σκληροπυρηνικούς και όχι τη Δύση. Η Κίνα επεβίωσε γιατί διατήρησε πάντα στον πυρήνα της στρατηγικής της την εικόνα της Δύσης ως εχθρού). Γιατί εθνικιστικοί, ακροδεξιοί κύκλοι να θέλουν την προσβολή του Τάσσου; Πρόκειται άλλωστε για ελάχιστους ανθρώπους στην Κύπρο, υπό ασφυκτική παρακολούθηση, Aν ήταν ένοχοι, θα τους έπιαναν σε πέντε λεπτά. Tα πολιτικά προβλήματα τα δημιουργούν τα ίδια τα κόμματα και οι πολιτικοί στον εαυτό τους και δεν χρησιμεύει σε τίποτα να κατασκευάζουν εχθρούς για να τους τα αποδώσουν. Ειρήσθω εν παρόδω, ο ελληνικός ακροδεξιός εθνικισμός εκ γενετής συνδέεται με ξένες δυτικές υπηρεσίες και ποτέ δεν εξυπηρέτησε ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Γιατί τέτοιες υπηρεσίες να θέλουν ηρωοποίηση Παπαδόπουλου;
3. Kλοπή για λύτρα. Να κλέψεις σωρό αρχηγού κράτους, βάζοντας όλες τις υπηρεσίες του και τον πληθυσμό να σε κυνηγάει, δεν φαίνεται πολύ έξυπνη ή ασφαλής ως εγκληματική ενέργεια. «Ακόμα κι αν πρόκειται για ακραία πράξη οργανωμένου εγκλήματος, υπό το πρόσχημα λύτρων, δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς ένα κλίμα πολιτικών διεργασιών σε υπόγεια αλληλεπίδραση με την εγκληματική δράση», λέει ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιάννης Πανούσης. Πίσω από τα λύτρα, πιστεύει, κρύβεται πολιτική στόχευση.
Οι ΅συμπτώσεις΅
Η κλοπή της σoρού έγινε την παραμονή του ετήσιου μνημοσύνου και μετά τον τερματισμό της αξιολόγησης της Τουρκίας, θα συνέπιπτε μάλιστα κανονικά με αυτή, αν δεν είχε κλείσει το θέμα σε επίπεδο Υπουργών (με την αξιολόγηση συνέπεσε και η κορύφωση οικονομικών πιέσεων κατά της Ελλάδας, ένα είδος «Ιμίων της οικονομίας»). Η κλοπή έγινε στην αρχή μιας περιόδου λίγων μηνών, στη διάρκεια των οποίων θα κριθεί η ύπαρξη κυπριακού κράτους, η μορφή «λύσης» και οι προοπτικές της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. Για να αποδεχθούμε ερμηνείες του κοινού ποινικού δικαίου θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα απλώς συμπίπτουν με την κλοπή του λειψάνου, που είναι επίσης τελείως άσχετη με τον ρόλο που έπαιξε και τον ισχυρό συμβολισμό που εκπέμπει και σήμερα ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, του ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν και τα σχέδια των Μπους, Μπλερ και ΣΙΑ. Σας φαίνεται πολύ πιθανή η συρροή τόσων ΅συμπτώσεων΅; (Nα σημειώσουμε επίσης την εμφάνιση, κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, συνθημάτων “η Κύπρος είναι τουρκική”, γραμμένων σε τουρκική γραφή που δεν συνηθίζουν οι Τουρκοκύπριοι…)
Μια “μαφιόζικου” τύπου προειδοποίηση (ποιόν ωφελεί το έγκλημα)
Αν αποκλείσουμε τους τρελλούς και τους εγκληματίες ποινικού δικαίου, γυρνάμε στην πολιτική. Ποιόν ωφελεί το έγκλημα; Τι μήνυμα στέλνει στην πολιτική ελίτ
και την κοινή γνώμη η απαγωγή της σoρού, παραμονές ολοκλήρωσης των συνομιλιών Χριστόφια-Talat και εν όψει εμφάνισης νέου σχεδίου που, όλες οι δημοσκοπήσεις, δείχνουν ότι δεν είναι δημοφιλές.
Αν είσαστε πολιτικός στην Κύπρο και ενδεχομένως θέλατε να πείτε ¨Όχι, δεν θα σκεφτείτε τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το ¨Όχι σε σας και την οικογένειά σας; Δεν θα “διαβάζατε” στην απαγωγή το μήνυμα: “θα κυνηγήσουμε μέχρι τον τάφο κι ακόμα πιο πέρα όποιον μας φέρει εμπόδια, όποιον πει ‘Όχι, όποιον μας κοροϊδέψει». Η προειδοποίηση απευθύνεται καταρχήν στον ίδιο τον κ. Χριστόφια, στην περίπτωση που διστάσει να “τελειώσει” τη δουλειά, επιλέγοντας να μην συνυπογράψει ένα αντιδημοφιλές, μη βιώσιμο σχέδιο. Εκτός του κ. Χριστόφια, το ΅μήνυμα΅ απευθύνεται στα παιδιά του τέως Προέδρου και δύο-τρεις ακόμα πολιτικούς που σκέφτονται ενδεχομένως να επαναλάβουν αυτό που έκανε ο Τάσσος το 2004. Είναι σαν κάποιος να τους λέει: “Ξανασκεφτείτε το, ξανασκεφτείτε με ποιες δυνάμεις τα βάζετε”.
Το μήνυμα απευθύνεται ευρύτερα στο σύνολο της ελληνικής πολιτικής τάξης και τον κυπριακό λαό, επιχειρώντας να “ξυπνήσει” ισχυρά ρεύματα φόβου και υποτέλειας που διατρέχουν το συλλογικό ασυνείδητο. «Σταματήστε να κάνετε τον ξύπνιο. Αρκετά μας πρήξατε το 2004 και μας καθυστερήσατε έξη χρόνια. Θυμηθείτε τι σας έχουμε κάνει στο παρελθόν, δείτε τι μπορούμε να κάνουμε στο ίδιο σας το νησί, κάτω από τη μύτη της αστυνομίας σας, στον ίδιο σας τον Πρόεδρο, σύμβολο της αντίστασης και της δύναμής σας. Μη διανοηθείτε να επαναλάβετε τα ίδια. Υπογράψτε να τελειώνουμε. Το ξέρετε, όλη η ιστορία σας το μαθαίνει, μπορεί να αργήσουμε, θα βρούμε όμως τον τρόπο να νικήσουμε. ‘Η μήπως θα σας σώσει μια μπατιρισμένη Ελλάδα;».
Βεβαίως, η τακτική αυτή είναι “δίκοπο μαχαίρι”, μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει να τη δοκιμάσουν όσοι τη χρειάζονται. Στο κάτω-κάτω, εμπειρία δύο αιώνων ξένων επεμβάσεων στον ελληνικό χώρο δείχνει να επιβεβαιώνει την μακροχρόνια αποτελεσματικότητα τέτοιων μεθόδων, ιδίως στο επίπεδο των ΅ελίτ΅. Αν αυτή η υπόθεση εργασίας είναι σωστή, τότε βρισκόμαστε στην αρχή, τις πρώτες δοκιμές μιας μελετημένης καμπάνιας ψυχολογικού πολέμου διεθνών δυνάμεων εναντίον του κυπριακού λαού και της τωρινής ή δυνάμει ηγεσίας του.
Ο αναγνώστης μπορεί να μας αντιτάξει τρία ερωτήματα-αντιρρήσεις: Γίνονται τέτοια πράγματα; Υπάρχει τόσο σοβαρό διακύβευμα; Δεν υπάρχουν πιο αθώες, πολιτικές μέθοδοι για τις επιδιώξεις αυτές; Για το πρώτο από τα ερωτήματα αυτά παραπέμπουμε στο σύνολο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Αποτελεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, μια απίστευτη ιστορία συνωμοσιών, πραξικοπημάτων, δολοφονιών, εξαγορών με μία κεντρική επιδίωξη: τον έλεγχο του άφθαστης στρατηγικής αξίας ελληνικού χώρου. Τα άλλα δύο ερωτήματα είναι πιο ενδιαφέροντα.
Το διακύβευμα: Τουρκία, Κύπρος, Ευρώπη.
Η τουρκική ένταξη στην ΕΕ παίζει κεντρικό ρόλο στην ευρωπαϊκή, μεσανατολική, αν όχι και ρωσική πολιτική ΗΠΑ και Βρετανίας. Οριστικοποιεί τη μετατροπή της ‘Ενωσης σε υποτελή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, υποχείριο των ΅αγορών΅, πολιτικά μη ενοποιήσιμη, στρατηγικά μη χειραφετήσιμη. Μπορεί να φαίνεται δύσκολα πραγματοποιήσιμη, όσο όμως δεν συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια, παραμένει κεντρική διεθνής πολιτική ΗΠΑ-Βρετανίας παράγοντας αποτελέσματα.
Το κυπριακό, η στρατιωτική κατοχή κράτους-μέλους της ΕΕ συνιστά ακραίο παραλογισμό και το κυριότερο εμπόδιο στην τουρκική ένταξη, αλλά και τις ομαλές σχέσεις Δύσης-Τουρκίας. ‘Οσο παραμένει άλυτο θα αποτελεί τεράστια νάρκη στον δρόμο της Τουρκίας. Αν λυθεί με λύση τύπου Ανάν, αφαιρώντας από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων το δικαίωμα να ασκούν εξουσία στο νησί, δηλαδή το κράτος τους, όπως προέβλεπε αυτό το σχέδιο και όπου οδηγούν, δυστυχώς, οι προτάσεις Χριστόφια στις διαπραγματεύσεις, τότε η Τουρκία θα μπει από τώρα στην ΕΕ, η Κύπρος, το πιο στρατηγικό ίσως σημείο της υφηλίου, με τεράστιο πιθανώς οικονομικό ενδιαφέρον, θα ξαναπεράσει στον έλεγχο των αποικιοκρατικών δυνάμεων και η Ελλάδα θα γίνει προτεκτοράτο.
Σας φαίνονται απίθανα αυτά; Κατανοητό, για δείτε το όμως καλύτερα. Η Τουρκία θα μπει από τώρα στην ΕΕ, πρώτον γιατί θα αποκτήσει βαρύνουσα επιρροή στην ψήφο της Λευκωσίας στα ευρωπαϊκά όργανα δια του προωθούμενου σχεδίου λύσης, δεύτερον γιατί αν θελήσει κάποιος να μπλοκάρει στο μέλλον την πλήρη ένταξή της, θα διακινδυνεύσει μια Βοσνία στο νησί. Τη δυνατότητα τέτοιας κρίσης εμπεριέχει η σκόπιμη ασάφεια και το αδόκιμο των συζητούμενων ρυθμίσεων κυριαρχίας (εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφος, δύο κράτη σε συσκευασία ενός με δύο αστυνομίες και άρα δύο ντε φάκτο κυριαρχίες, κατάργηση δικαιώματος και μέσου αυτοάμυνας του κράτους). Με άλλα λόγια, οι Ελληνοκύπριοι, συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, 82%) θα καταστούν όμηροι της καλής θέλησης Λονδίνου, ¨Αγκυρας και Ουάσιγκτον, η πρώτη αποικία παγκοσμίως που θα παραιτηθεί οικειοθελώς και από τον τύπο της ανεξαρτησίας που απέκτησε με την επανάσταση του 1955-59.
Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την ασφάλεια ενός εκατομμυρίου Ελλήνων. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα είναι ελεύθερη, αν περάσει τέτοιο σχέδιο, όχι να κάνει πολιτική με τη Ρωσία, αλλά ούτε να ασκήσει καλά καλά την κυριαρχία της σε Αιγαίο και Θράκη. Αντί να επιλύσουμε τα ελληνοτουρκικά, θα κάνουμε πιθανότερη μια γενική, υπό πολύ δυσμενέστερους όρους σύρραξη με την Τουρκία.
Για τις διεθνείς δυνάμεις που εδώ και αιώνες θεωρούν την Ανατολική Μεσόγειο δική τους θάλασσα, το στρατηγικό διακύβευμα είναι κολοσσιαίο. Με παρόμοια λύση του κυπριακού, ΗΠΑ και Βρετανία πετυχαίνουν με έναν σμπάρο πολλά τρυγόνια, επανακτώντας την αποικία τους, που ποτέ δεν αποδέχθηκαν την έστω και κολοβωμένη ανεξαρτησία της, εμπεδώνοντας τον έλεγχο επί του ελληνικού χώρου, που θεωρείται πάντα υποψήφιος «απιστίας» με τους Ρώσους, οριστικοποιώντας τον ατλαντικό έλεγχο της ΕΕ και «δένοντας» την Τουρκία στο δυτικό άρμα.
Βεβαίως, Ουάσιγκτον και Λονδίνο, αληθινοί και διαχρονικοί σκηνοθέτες του κυπριακού είναι ορθολογικοί παίκτες. Δεν θα το αποτολμούσαν, θα επεδίωκαν να ικανοποιηθούν με λιγότερα αν έβλεπαν ότι δεν γίνεται, ή ότι το κόστος από την επιδίωξη μπορεί να γίνει δυσανάλογο. Αλλά δεν το βλέπουν και δεν το είδαν επί αιώνες. Δεν διαπιστώνουν σοβαρή αντίσταση από την ελλαδική και κυπριακή ελίτ που θα αύξανε υπέρμετρα το κόστος για τους ίδιους παρόμοιων επιδιώξεων. Ούτε η πολιτική, ούτε η οικονομική ελίτ των δύο κρατών επιθυμεί να τα βάλει μαζί τους, ακόμα και για ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα εθνικής και κρατικής κυριαρχίας. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι, βεβαίως, όχι η βελτίωση των σχέσεων με τους «συμμάχους», αλλά η πιθανότητα μείζονος κρίσεως. Γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησε ο σημερινός αρχηγός της ΝΔ το 2004, μόνο όποιος μπορεί να πει όχι, μπορεί να πει και ναι.
Δεν επαρκούν τα πολιτικά μέσα;
Θα μπορούσαν να περιορισθούν σε κλασικές προσπάθειες άσκησης πολιτικής επιρροής και αυτό έκαναν μέχρι τώρα, ιδίως ευνοώντας παντοιοτρόπως την εκλογική ήττα του Παπαδόπουλου το 2008 και ανεχόμενοι, κατά τρόπο πολύ ασυνήθιστο για την πάγια πολιτική τους, την ανάδειξη στην εξουσία ενός ΚΚ. Η επιδίωξή τους είναι η επανάληψη στην Κύπρο του σεναρίου της Ελλάδας του 1944-45, τηρουμένων των αναλογιών. (Συνήθως αντιμετωπίζουμε τη δεκαετία του 1940 από τη σκοπιά της εσωτερικής σύγκρουσης, στην πραγματικότητα όμως πρέπει να θεωρείται απαύγασμα της βρετανικής στρατηγικής, ένας από τους συγκλονιστικότερους θριάμβους του Ουίνστον Τσώρτσιλ και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην ιστορία της. Οι Βρετανοί έπρεπε να ανακτήσουν μια χώρα που ελεγχόταν κατά 90% από ένα ΚΚΕ με πλειοψηφική πολιτική επιρροή, μεγάλο, εμπειροπόλεμο στρατό και τις δάφνες της αντίστασης . Κατάφεραν αυτό που δεν θα μπορούσε ούτε στο όνειρό του να κάνει ο στρατός τους, βάζοντας τους αντιπάλους τους να δράσουν υπέρ τους! Τύφλα νάχουν Μακιαβέλι και Ταλλεϋράνδος)
¨Όπως είπαμε ΗΠΑ και Βρετανία διαθέτουν ικανοποιητική επιρροή στην ελλαδική και κυπριακή ΅ελίτ΅. Δεν υπάρχει λόγος να προσφύγουν σε άλλες, πιο ΅περίεργες΅ μεθόδους. Το πρόβλημα που ανέκυψε όμως είναι ότι σειρά δημοσκοπήσεων επί πολλούς μήνες δείχνει ότι οι Ελληνοκύπριοι απορρίπτουν το σχέδιο και τις προτάσεις των δικών τους ηγετών, καθιστώντας μια έγκριση σε δημοψήφισμα αμφίβολη, με τις σημερινές συνθήκες. Αυτό θα αυξήσει και τους δισταγμούς Χριστόφια που δεν θέλει να πάει σε δημοψήφισμα και να χάσει.
Πρέπει επομένως να συμβούν, ει δυνατόν, γεγονότα, που να αλλάξουν το σημερινό κλίμα, να περιορίσουν τις αντιρρήσεις, να δημιουργήσουν σύγχυση ως προς το διακύβευμα. Αντί οι Κύπριοι να συζητάνε για τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις του μέλλοντός τους (εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφο, πώς θα λειτουργεί αυτό το μόρφωμα και δεν θα καταρρεύσει όπως οι συμφωνίες του 1960) να συζητάνε ποιος πήρε τη σωρό του Παπαδόπουλου, αν κάνει καλό ο εθνικισμός, ίσως αύριο ποιος έβαλε βόμβα ή έκανε απόπειρα, οτιδήποτε άλλο πέραν του συγκεκριμένου διλήμματος ενώπιόν τους. Για να μην επαναληφθούν τα καλά του 2004, όταν ανετράπη ολόκληρος ο σχεδιασμός, ο κυπριακός λαός πρέπει να πάει σε δημοψήφισμα φοβισμένος, εγκλωβισμένος, εκβιασμένος, διεθνώς απομονωμένος και εσωτερικά διχασμένος. Ανεξάρτητα λοιπόν από τι έγινε με τη σωρό, στρατηγικοί αναλυτές δεν αποκλείουν να δούμε σημεία και τέρατα στο αμέσως προσεχές μέλλον στο νησί.
Συμπέρασμα
Η άμυνα απέναντι σε παρόμοιες απειλές περιλαμβάνει βεβαίως ένα επιχειρησιακό σκέλος, κυρίως όμως είναι πολιτική. Με δεδομένο το εύρος των δυνάμεων που απειλούν την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου, θα χρειαζόταν εδώ και καιρό η συγκρότηση εθνικού μετώπου. Ορθώς ο Πρόεδρος της Κύπρου ζητάει λαϊκή και πολιτική συσπείρωση. Αλλά τέτοιο μέτωπο μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί μόνο στη βάση της υπεράσπισης του πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας Κύπρου και Ελλάδας. Δεν είναι δυνατόν εν ονόματι της προστασίας μιας μειονότητος, της ανάγκης σύντομης επίλυσης του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών, της ανάγκης να αποφευχθεί μια διχοτόμηση, που εμπεριέχεται άλλωστε στις σημερινές ελληνικές προτάσεις, να καταλύεται το κυπριακό κράτος. Οι πολιτικές αυτές, ειρήσθω εν παρόδω, δεν θα φτιάξουν, θα καταστρέψουν στο τέλος τις σχέσεις και με την Τουρκία και με τους ΅΅συμμάχους΅.
Η ΅κόκκινη γραμμή΅ που ξεχωρίζει μια κακή συμφωνία από μια εθνική καταστροφή είναι η διατήρηση των Ελληνοκυπρίων, εκεί τουλάχιστο που ζουν, υπό την προστασία κανονικού, συντεταγμένου, διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, με κανόνα πλειοψηφίας, δικαίωμα αυτοάμυνας και στρατό, χωρίς επεμβατικά δικαιώματα τρίτων. ¨Όπως είχε πει ο Ανδρέας Παπανδρέου, ΅αν χαθεί η Κύπρος, θα χαθεί και η Ελλάδα΅.
Αυτά θα μπορούσαν εν τέλει και να εξηγηθούν στους δυτικούς συμμάχους, γιατί η ιστορία με την τουρκική ένταξη κινδυνεύει να γίνει το πολιτικο’διπλωματικό ισοδύναμο του παραλογισμού στο Ιράκ. Αλλά κανείς δεν θα πάρει στα σοβαρά ηγεσίες κρατών που δεν παίρνουν στα σοβαρά οι ίδιες τον εαυτό τους, τα κράτη τους, την κυριαρχία τους.
Το άρθρο αυτό θα δημοσιευτεί στο περιοδικό "Επίκαιρα" την Παρασκευή 18.12.2009
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ
ΣΕ "ΚΩΜΑ" Ο ΑΓΩΓΟΣ ΜΠΟΥΡΓΚΑΣ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
Ικανοποιημένος έφυγε o Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρώφ από την Αθήνα, όπου ο Γιώργος Παπανδρέου τον διαβεβαίωσε για το ισχυρό ελληνικό ενδιαφέρον για τα διμερή ενεργειακά έργα (αγωγοί Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και South Stream). Ο ‘Ελληνας Πρωθυπουργός αποδέχθηκε μάλιστα πρόσκληση να επισκεφθεί τη Μόσχα, όπερ και αναμένεται να γίνει τους πρώτους μήνες του 2010.
Την (και γεωπολιτική) σημασία του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη εξήραν εξάλλου με δηλώσεις τους ο Αναπλ. Υπουργός Εξωτερικών κ. Δρούτσας και οι Υφυπουργοί Ενέργειας και Εξωτερικών κ.κ. Μανιάτης και Κουβέλης, διασκεδάζοντας με τον τρόπο αυτό την εντύπωση που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι ότι ο κ. Παπανδρέου το «ξανασκέφτεται». Το θέμα άλλωστε της προστασίας του περιβάλλοντος από τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, που είχε τεθεί με κάποια έμφαση στο παρελθόν, δεν εθίγη κατά τη συζήτηση Λαβρώφ-Παπανδρέου, αναφέρουν καλά πληροφορημένες διπλωματικές πηγές.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα … γίνει και ο αγωγός, που πρωτοπροτάθηκε από την Αθήνα το 1993 και, έκτοτε, έχει καταστήσει το «Γιοφύρι της ‘Αρτας» πρότυπο ταχύρρυθμα εκτελούμενου έργου! Επικαλούμενος οικονομικούς και οικολογικούς λόγους, είναι ο νεοεκλεγείς Βούλγαρος Πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσωφ που μοιάζει να θέλει να το τορπιλίσει.
Είναι φανερό ότι στον κ. Μπορίσωφ δεν αρέσει καθόλου η βουλγαρορωσική συνεργασία. ‘Ηδη ακυρώθηκε η κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Μπέλενε από τους Ρώσους. Αυτή θα ήταν μια πολύ καλή είδηση για την Ελλάδα, που θα υποστεί τις κύριες συνέπειες από ένα πυρηνικό ατύχημα στη Βουλγαρία, λόγω της συνήθους φοράς ανέμων. (Μέχρι τώρα, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν παντελώς αδιαφορήσει για τα μεγάλα προβλήματα που θέτουν οι πυρηνικές φιλοδοξίες των γειτόνων μας στη Βαλκανική και την Τουρκία). Μόνο που η Σόφια δεν ακύρωσε το σχέδιο, αλλά απλώς το συμβόλαιο με τη Ρωσία και θα ξαναπροκηρύξει το έργο.
Την προθυμία του να πουλήσει αμερικανικούς αντιδραστήρες στη Βουλγαρία εξεδήλωσε και ο ειδικός απεσταλμένος για τα ενεργειακά Ρίτσαρντ Μορνιγκστάρ, τον οποίο η Ουάσιγκτον έστειλε στη Σόφια να «τακτοποιήσει» τα θέματα. Ο αμερικανός αξιωματούχος δεν παρέλειψε φυσικά να εκφράσει την αντίθεσή του στον αγωγό αερίου South Stream και να προτείνει πάλι Ναμπούκο και μόνο…Η επίσκεψή του στη βουλγαρική πρωτεύουσα έγινε μερικές μέρες πριν από την έναρξη των ρωσοβουλγαρικών συνομιλιών για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, που πραγματοποιήθηκαν χθες και προχθές και των οποίων το αποτέλεσμα δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό. Η επίσκεψή του έδωσε λαβή σε ορισμένες βουλγαρικές εφημερίδες να μιλήσουν για υπερατλαντική παρέμβαση στα βουλγαρικά πράγματα.
Πάντως, ανεξαρτήτως των δηλώσεων των πολιτικών, ο χρόνος για την υλοποίηση του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη δεν είναι ίσως απεριόριστος. ‘Ηδη έχει υπογραφεί προκαταρκτική συμφωνία Τουρκίας-Ιταλίας-Ρωσίας για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σαμψούντα-Τσεϊχάν, που είναι ανταγωνιστικός του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Το γεγονός αυτό περιορίζει τις διαθέσιμες για την τροφοδοσία του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη ποσότητες πετρελαίου.
Αίσθηση εξάλλου προκάλεσαν οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης για εισαγωγή στο μέλλον πολύ μεγαλύτερης ποσότητας αερίου μέσω Τουρκίας, απότι εκ Ρωσίας, που προκύπτουν από σχετικές δηλώσεις του κ. Μανιάτη. ‘Όπως σημειώνουν οικονομικοί παράγοντες, είναι μάλλον παράλογο η Ελλάδα να εμπιστεύεται τον ενεργειακό της εφοδιασμό σε μια χώρα που την απειλεί, έργω και λόγω, με πόλεμο και για να αμυνθεί από την οποία ξοδεύει ένα τεράστιο μέρος του προϋπολογισμού της.
"Κόσμος του Επενδυτή", 12.12.2009
Ικανοποιημένος έφυγε o Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρώφ από την Αθήνα, όπου ο Γιώργος Παπανδρέου τον διαβεβαίωσε για το ισχυρό ελληνικό ενδιαφέρον για τα διμερή ενεργειακά έργα (αγωγοί Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και South Stream). Ο ‘Ελληνας Πρωθυπουργός αποδέχθηκε μάλιστα πρόσκληση να επισκεφθεί τη Μόσχα, όπερ και αναμένεται να γίνει τους πρώτους μήνες του 2010.
Την (και γεωπολιτική) σημασία του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη εξήραν εξάλλου με δηλώσεις τους ο Αναπλ. Υπουργός Εξωτερικών κ. Δρούτσας και οι Υφυπουργοί Ενέργειας και Εξωτερικών κ.κ. Μανιάτης και Κουβέλης, διασκεδάζοντας με τον τρόπο αυτό την εντύπωση που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι ότι ο κ. Παπανδρέου το «ξανασκέφτεται». Το θέμα άλλωστε της προστασίας του περιβάλλοντος από τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, που είχε τεθεί με κάποια έμφαση στο παρελθόν, δεν εθίγη κατά τη συζήτηση Λαβρώφ-Παπανδρέου, αναφέρουν καλά πληροφορημένες διπλωματικές πηγές.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα … γίνει και ο αγωγός, που πρωτοπροτάθηκε από την Αθήνα το 1993 και, έκτοτε, έχει καταστήσει το «Γιοφύρι της ‘Αρτας» πρότυπο ταχύρρυθμα εκτελούμενου έργου! Επικαλούμενος οικονομικούς και οικολογικούς λόγους, είναι ο νεοεκλεγείς Βούλγαρος Πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσωφ που μοιάζει να θέλει να το τορπιλίσει.
Είναι φανερό ότι στον κ. Μπορίσωφ δεν αρέσει καθόλου η βουλγαρορωσική συνεργασία. ‘Ηδη ακυρώθηκε η κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα στο Μπέλενε από τους Ρώσους. Αυτή θα ήταν μια πολύ καλή είδηση για την Ελλάδα, που θα υποστεί τις κύριες συνέπειες από ένα πυρηνικό ατύχημα στη Βουλγαρία, λόγω της συνήθους φοράς ανέμων. (Μέχρι τώρα, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν παντελώς αδιαφορήσει για τα μεγάλα προβλήματα που θέτουν οι πυρηνικές φιλοδοξίες των γειτόνων μας στη Βαλκανική και την Τουρκία). Μόνο που η Σόφια δεν ακύρωσε το σχέδιο, αλλά απλώς το συμβόλαιο με τη Ρωσία και θα ξαναπροκηρύξει το έργο.
Την προθυμία του να πουλήσει αμερικανικούς αντιδραστήρες στη Βουλγαρία εξεδήλωσε και ο ειδικός απεσταλμένος για τα ενεργειακά Ρίτσαρντ Μορνιγκστάρ, τον οποίο η Ουάσιγκτον έστειλε στη Σόφια να «τακτοποιήσει» τα θέματα. Ο αμερικανός αξιωματούχος δεν παρέλειψε φυσικά να εκφράσει την αντίθεσή του στον αγωγό αερίου South Stream και να προτείνει πάλι Ναμπούκο και μόνο…Η επίσκεψή του στη βουλγαρική πρωτεύουσα έγινε μερικές μέρες πριν από την έναρξη των ρωσοβουλγαρικών συνομιλιών για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, που πραγματοποιήθηκαν χθες και προχθές και των οποίων το αποτέλεσμα δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό. Η επίσκεψή του έδωσε λαβή σε ορισμένες βουλγαρικές εφημερίδες να μιλήσουν για υπερατλαντική παρέμβαση στα βουλγαρικά πράγματα.
Πάντως, ανεξαρτήτως των δηλώσεων των πολιτικών, ο χρόνος για την υλοποίηση του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη δεν είναι ίσως απεριόριστος. ‘Ηδη έχει υπογραφεί προκαταρκτική συμφωνία Τουρκίας-Ιταλίας-Ρωσίας για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σαμψούντα-Τσεϊχάν, που είναι ανταγωνιστικός του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Το γεγονός αυτό περιορίζει τις διαθέσιμες για την τροφοδοσία του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη ποσότητες πετρελαίου.
Αίσθηση εξάλλου προκάλεσαν οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης για εισαγωγή στο μέλλον πολύ μεγαλύτερης ποσότητας αερίου μέσω Τουρκίας, απότι εκ Ρωσίας, που προκύπτουν από σχετικές δηλώσεις του κ. Μανιάτη. ‘Όπως σημειώνουν οικονομικοί παράγοντες, είναι μάλλον παράλογο η Ελλάδα να εμπιστεύεται τον ενεργειακό της εφοδιασμό σε μια χώρα που την απειλεί, έργω και λόγω, με πόλεμο και για να αμυνθεί από την οποία ξοδεύει ένα τεράστιο μέρος του προϋπολογισμού της.
"Κόσμος του Επενδυτή", 12.12.2009
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ TO ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ...
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το ευρωπαϊκό Συμβούλιο «Αξιολόγησης» (κατ’ άλλους μη αξιολόγησης) της τουρκικής (μη) συμμόρφωσης στις ανειλημμένες υποχρεώσεις και ο Πρόεδρος Χριστόφιας εξήγγειλε «εκστρατεία διαφώτισης» της ελληνοκυπριακής κοινής γνώμης για να καταλάβει τι είναι η «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία» και πως θα εφαρμοστεί στην Κύπρο αυτό το «μοντέλο λύσης». Για την ιστορία, το «μοντέλο», που δεν έχει γίνει ακόμα «κατανοητό», χρονολογείται από 32 ετών…
Προτού όμως εκδοθούν και κυκλοφορήσουν τα «φυλλάδια» που υποσχέθηκε ο Κύπριος Πρόεδρος και αναληφθούν οι άλλες δράσεις, «στοχευμένες» σε κρίσιμες για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ομάδες, η … τουρκική αεροπορία και το πολεμικό ναυτικό ανέλαβαν δική τους «εκστρατεία διαπαιδαγώγησης», παρενοχλώντας μεταξύ άλλων την πτήση του ‘Ελληνα Υπουργού ‘Αμυνας στην Κύπρο. Μπορεί η Τουρκία να έχει αρχίσει και συνεχίζει (έστω και μετ’ εμποδίων) τις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις με την υποστήριξη Λευκωσίας και Αθήνας, αλλά τις αγαπημένες της συνήθειες δεν τις εγκαταλείπει. Δεν απέφυγε έτσι προ ημερών να κάνει μερικούς «εικονικούς βομβαρδισμούς» του Αγαθονησίου και να παρενοχλήσει ελληνογαλλική άσκηση στην ίδια περιοχή, ενώ το ναυτικό της επανέλαβε τον «πόλεμο της τσιπούρας» με τους ‘Ελληνες ψαράδες…Για να μην ξεχνιόμαστε δηλαδή και για να περνάνε τα «σωστά μηνύματα», όπως παρατήρησε σαρκαστικά ο κυπριακός τύπος.
Ο Κύπριος Πρόεδρος επέκρινε επίσης τα ΜΜΕ της χώρας του, γιατί αναφέρονται περισσότερο στα αρνητικά της όποιας λύσης, αντί να προβάλλουν τα θετικά και να καλλιεργούν μια «κουλτούρα λύσης». Απομένει να δούμε τα νέα έντυπα και ιδίως με ποιόν ακριβώς τρόπο θα εξηγήσουν στους Ελληνοκυπρίους ότι οι δικές τους ψήφοι θα «μετράνε» πέντε φορές λιγότερο από τις τουρκοκυπριακές. Ομολογουμένως δεν είναι η ευκολότερη δουλειά στον κόσμο, ακόμη και για τους έμπειρους και σκληραγωγημένους «αγκιτάτορες» του ΑΚΕΛ, που ορκίζονται στον «μαρξισμό-λενινισμό». Ακόμη κι αν έχουν την υπομονή να διαβάσουν τους 56 τόμους των απάντων του Λένιν π.χ., δύσκολα θα εντοπίσουν κάτι που να μοιάζει με συνηγορία στη «σταθμισμένη ψήφο», την «εκ περιτροπής προεδρία» ή τις καλές προθέσεις της Μεγάλης Βρετανίας!
Ειρήσθω εν παρόδω, οι περί σταθμισμένης ψήφου προτάσεις του Δημήτρη Χριστόφια έχουν προκαλέσει και ελαφρά απελπισία στους εν Αθήναις συντρόφους του, Αλέκα Παπαρρήγα και Αλέξη Τσίπρα, που προσεύχονται κατ’ ιδίαν να μη βρεθούν αύριο στο δίλημμα είτε να αποδοκιμάσουν ένα σχέδιο που θα φέρει το ΑΚΕΛ, ή να εξηγούν και στα δικά τους μέλη και οπαδούς γιατί η ψήφος έχει διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με την … εθνικότητα αυτού που τη ρίχνει. Ενδεικτική της αμηχανίας (αλλά και των διαφορετικών απόψεων) που προκαλεί το κυπριακό τόσο στον Περισσό, όσο και στην Κουμουνδούρου, είναι το γεγονός ότι ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο ΣΥΝ σχολίασαν τα αποτελέσματα των Βρυξελλών. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Λαφαζάνης ζήτησε αυτή την εβδομάδα το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα των Βρυξελλών απέφυγε να σχολιάσει, είτε θετικά, είτε αρνητικά, και ο κ. Σαμαράς.
Ο εκνευρισμός του κ. Χριστόφια οφείλεται στο ότι η «γραμμή» δεν περνάει εύκολα, όπως δείχνουν τα γκάλοπ. Μια απόλυτη πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων κρίνει αρνητικά τους χειρισμούς του Προέδρου στο κυπριακό στις διαδοχικές δημοσκοπήσεις και δεν συμφωνεί με κεντρικές διαπραγματευτικές θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς (με τις οποίες άλλωστε δεν συμφωνούν ούτε και τα … «συγκυβερνώντα» κόμματα, ολοκληρώνοντας μια επικίνδυνα τραγελαφική κατάσταση). Οι προπαγανδιστικές προσπάθειες του κομματικού μηχανισμού οδηγούν, είναι αλήθεια, σε αύξηση της συμφωνίας μεταξύ των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ, ταυτόχρονα όμως αυξάνεται το ποσοστό των ψηφοφόρων άλλων κομμάτων που αντιτίθενται στο διαφαινόμενο σχέδιο λύσης. ‘Όπως φάνηκε και το 2004 και το 2008, οι Κύπριοι ψηφοφόροι έχουν κάπως αυτονομήσει τις πολιτικές προτιμήσεις τους και το τι θέλουν στο εθνικό θέμα. Γεγονός που δεν επιτρέπει την αυτόματη μετάφραση πολιτικής επιρροής ενός κόμματος σε συμφωνία με τις θέσεις του για τον τρόπο λύσης του κυπριακού.
Το πρόβλημα το αντελήφθη πλέον και ο απεσταλμένος του ΟΗΕ Αλεξάντρ Ντάουνερ που, στη Νέα Υόρκη αυτή την εβδομάδα, εξήγησε στους αδημονούντες αγγλοαμερικανούς διπλωμάτες ότι, για να λυθεί το κυπριακό, δεν φτάνει να συμφωνήσουν Χριστόφιας και Ταλάτ, πρέπει να συμφωνήσουν και οι Κύπριοι πολίτες, δεδομένης της πρόβλεψης για δημοψήφισμα. Και φυσικά, ο Κύπριος Πρόεδρος δεν επιθυμεί να κατεβάσει μια λύση σε δημοψήφισμα, αν δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα…Από την άλλη βέβαια ο κ. Χριστόφιας δεν δείχνει να διαθέτει πολιτική και διπλωματική εναλλακτική στην περίπτωση που οι συνομιλίες αποτύχουν να παράγουν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα – ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι έχει μόνο σχέδιο Α, αντιμετωπίζει δηλαδή μόνο το ενδεχόμενο επιτυχίας των συνομιλιών.
Η κυπριακή κυβέρνηση αναμένεται πάντως, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές στη Λευκωσία, να δώσει στις 21.12 την έγκρισή της για το άνοιγμα του κεφαλαίου «περιβάλλον» των ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων, σε μια εισέτι προσπάθεια να «εξευμενίσει» Ουάσιγκτον και Λονδίνο. Παρόλες όμως τις προσπάθειες «εξευμενισμού», δημοσιεύματα του κυπριακού τύπου κάνουν λόγο για νέες ισχυρές πιέσεις ΗΠΑ και Βρετανίας κατά της Κύπρου και για επιτάχυνση της λύσης του κυπριακού εντός του πρώτου εξαμήνου του 2010. Τη σχετική συνδρομή του κ. Ομπάμα ζήτησε στην Ουάσιγκτον και ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν.
Ενδεικτικός άλλωστε της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο είναι και ο απολύτως αντιφατικός τρόπος με τον οποίο υπεδέχθησαν οι πολιτικές δυνάμεις του νησιού, περιλαμβανομένων και των δυνάμεων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση (!), τα αποτελέσματα των Βρυξελλών. Οι εκτιμήσεις τους κυμαίνονται από ικανοποίηση για «επίτευξη των επιδιώξεων» (κυβερνητικός εκπρόσωπος και ΑΚΕΛ) έως χρεωκοπία και ναυάγιο, ακόμη και κατηγορίες για «συνενοχή» στο αποτέλεσμα (Οικολόγοι και Ευρωπαϊκό Κόμμα). Το (συγκυβερνών) «Δημοκρατικό Κόμμα» που φάνηκε προς στιγμήν, μετά τις απειλές Κάρογιαν για διαγραφή των διαφωνούντων, να ξαναβρίσκει μια επίφαση ενότητας μεταξύ των αντιμαχομένων τάσεών του, εμφανίστηκε ξανά με … τρία πρόσωπα! Τον ικανοποιημένο από το αποτέλεσμα Υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Κυπριανού, τον «ουδέτερο» εκπρόσωπο κ. Φωτίου («το αποτέλεσμα δεν δικαιολογεί ούτε θριαμβολογίες, ούτε μηδενισμό») και τον αντιπρόεδρο κ. Παπαδόπουλο, που κατήγγειλε ότι η Λευκωσία ουσιαστικά απεδέχθη την κατάργηση του “οδικού χάρτη” για τις τουρκικές υποχρεώσεις του 2006.
"Κόσμος του Επενδυτή", 12.12.2009
Προτού όμως εκδοθούν και κυκλοφορήσουν τα «φυλλάδια» που υποσχέθηκε ο Κύπριος Πρόεδρος και αναληφθούν οι άλλες δράσεις, «στοχευμένες» σε κρίσιμες για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ομάδες, η … τουρκική αεροπορία και το πολεμικό ναυτικό ανέλαβαν δική τους «εκστρατεία διαπαιδαγώγησης», παρενοχλώντας μεταξύ άλλων την πτήση του ‘Ελληνα Υπουργού ‘Αμυνας στην Κύπρο. Μπορεί η Τουρκία να έχει αρχίσει και συνεχίζει (έστω και μετ’ εμποδίων) τις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις με την υποστήριξη Λευκωσίας και Αθήνας, αλλά τις αγαπημένες της συνήθειες δεν τις εγκαταλείπει. Δεν απέφυγε έτσι προ ημερών να κάνει μερικούς «εικονικούς βομβαρδισμούς» του Αγαθονησίου και να παρενοχλήσει ελληνογαλλική άσκηση στην ίδια περιοχή, ενώ το ναυτικό της επανέλαβε τον «πόλεμο της τσιπούρας» με τους ‘Ελληνες ψαράδες…Για να μην ξεχνιόμαστε δηλαδή και για να περνάνε τα «σωστά μηνύματα», όπως παρατήρησε σαρκαστικά ο κυπριακός τύπος.
Ο Κύπριος Πρόεδρος επέκρινε επίσης τα ΜΜΕ της χώρας του, γιατί αναφέρονται περισσότερο στα αρνητικά της όποιας λύσης, αντί να προβάλλουν τα θετικά και να καλλιεργούν μια «κουλτούρα λύσης». Απομένει να δούμε τα νέα έντυπα και ιδίως με ποιόν ακριβώς τρόπο θα εξηγήσουν στους Ελληνοκυπρίους ότι οι δικές τους ψήφοι θα «μετράνε» πέντε φορές λιγότερο από τις τουρκοκυπριακές. Ομολογουμένως δεν είναι η ευκολότερη δουλειά στον κόσμο, ακόμη και για τους έμπειρους και σκληραγωγημένους «αγκιτάτορες» του ΑΚΕΛ, που ορκίζονται στον «μαρξισμό-λενινισμό». Ακόμη κι αν έχουν την υπομονή να διαβάσουν τους 56 τόμους των απάντων του Λένιν π.χ., δύσκολα θα εντοπίσουν κάτι που να μοιάζει με συνηγορία στη «σταθμισμένη ψήφο», την «εκ περιτροπής προεδρία» ή τις καλές προθέσεις της Μεγάλης Βρετανίας!
Ειρήσθω εν παρόδω, οι περί σταθμισμένης ψήφου προτάσεις του Δημήτρη Χριστόφια έχουν προκαλέσει και ελαφρά απελπισία στους εν Αθήναις συντρόφους του, Αλέκα Παπαρρήγα και Αλέξη Τσίπρα, που προσεύχονται κατ’ ιδίαν να μη βρεθούν αύριο στο δίλημμα είτε να αποδοκιμάσουν ένα σχέδιο που θα φέρει το ΑΚΕΛ, ή να εξηγούν και στα δικά τους μέλη και οπαδούς γιατί η ψήφος έχει διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με την … εθνικότητα αυτού που τη ρίχνει. Ενδεικτική της αμηχανίας (αλλά και των διαφορετικών απόψεων) που προκαλεί το κυπριακό τόσο στον Περισσό, όσο και στην Κουμουνδούρου, είναι το γεγονός ότι ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο ΣΥΝ σχολίασαν τα αποτελέσματα των Βρυξελλών. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Λαφαζάνης ζήτησε αυτή την εβδομάδα το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα των Βρυξελλών απέφυγε να σχολιάσει, είτε θετικά, είτε αρνητικά, και ο κ. Σαμαράς.
Ο εκνευρισμός του κ. Χριστόφια οφείλεται στο ότι η «γραμμή» δεν περνάει εύκολα, όπως δείχνουν τα γκάλοπ. Μια απόλυτη πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων κρίνει αρνητικά τους χειρισμούς του Προέδρου στο κυπριακό στις διαδοχικές δημοσκοπήσεις και δεν συμφωνεί με κεντρικές διαπραγματευτικές θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς (με τις οποίες άλλωστε δεν συμφωνούν ούτε και τα … «συγκυβερνώντα» κόμματα, ολοκληρώνοντας μια επικίνδυνα τραγελαφική κατάσταση). Οι προπαγανδιστικές προσπάθειες του κομματικού μηχανισμού οδηγούν, είναι αλήθεια, σε αύξηση της συμφωνίας μεταξύ των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ, ταυτόχρονα όμως αυξάνεται το ποσοστό των ψηφοφόρων άλλων κομμάτων που αντιτίθενται στο διαφαινόμενο σχέδιο λύσης. ‘Όπως φάνηκε και το 2004 και το 2008, οι Κύπριοι ψηφοφόροι έχουν κάπως αυτονομήσει τις πολιτικές προτιμήσεις τους και το τι θέλουν στο εθνικό θέμα. Γεγονός που δεν επιτρέπει την αυτόματη μετάφραση πολιτικής επιρροής ενός κόμματος σε συμφωνία με τις θέσεις του για τον τρόπο λύσης του κυπριακού.
Το πρόβλημα το αντελήφθη πλέον και ο απεσταλμένος του ΟΗΕ Αλεξάντρ Ντάουνερ που, στη Νέα Υόρκη αυτή την εβδομάδα, εξήγησε στους αδημονούντες αγγλοαμερικανούς διπλωμάτες ότι, για να λυθεί το κυπριακό, δεν φτάνει να συμφωνήσουν Χριστόφιας και Ταλάτ, πρέπει να συμφωνήσουν και οι Κύπριοι πολίτες, δεδομένης της πρόβλεψης για δημοψήφισμα. Και φυσικά, ο Κύπριος Πρόεδρος δεν επιθυμεί να κατεβάσει μια λύση σε δημοψήφισμα, αν δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα…Από την άλλη βέβαια ο κ. Χριστόφιας δεν δείχνει να διαθέτει πολιτική και διπλωματική εναλλακτική στην περίπτωση που οι συνομιλίες αποτύχουν να παράγουν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα – ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι έχει μόνο σχέδιο Α, αντιμετωπίζει δηλαδή μόνο το ενδεχόμενο επιτυχίας των συνομιλιών.
Η κυπριακή κυβέρνηση αναμένεται πάντως, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές στη Λευκωσία, να δώσει στις 21.12 την έγκρισή της για το άνοιγμα του κεφαλαίου «περιβάλλον» των ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων, σε μια εισέτι προσπάθεια να «εξευμενίσει» Ουάσιγκτον και Λονδίνο. Παρόλες όμως τις προσπάθειες «εξευμενισμού», δημοσιεύματα του κυπριακού τύπου κάνουν λόγο για νέες ισχυρές πιέσεις ΗΠΑ και Βρετανίας κατά της Κύπρου και για επιτάχυνση της λύσης του κυπριακού εντός του πρώτου εξαμήνου του 2010. Τη σχετική συνδρομή του κ. Ομπάμα ζήτησε στην Ουάσιγκτον και ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν.
Ενδεικτικός άλλωστε της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο είναι και ο απολύτως αντιφατικός τρόπος με τον οποίο υπεδέχθησαν οι πολιτικές δυνάμεις του νησιού, περιλαμβανομένων και των δυνάμεων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση (!), τα αποτελέσματα των Βρυξελλών. Οι εκτιμήσεις τους κυμαίνονται από ικανοποίηση για «επίτευξη των επιδιώξεων» (κυβερνητικός εκπρόσωπος και ΑΚΕΛ) έως χρεωκοπία και ναυάγιο, ακόμη και κατηγορίες για «συνενοχή» στο αποτέλεσμα (Οικολόγοι και Ευρωπαϊκό Κόμμα). Το (συγκυβερνών) «Δημοκρατικό Κόμμα» που φάνηκε προς στιγμήν, μετά τις απειλές Κάρογιαν για διαγραφή των διαφωνούντων, να ξαναβρίσκει μια επίφαση ενότητας μεταξύ των αντιμαχομένων τάσεών του, εμφανίστηκε ξανά με … τρία πρόσωπα! Τον ικανοποιημένο από το αποτέλεσμα Υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Κυπριανού, τον «ουδέτερο» εκπρόσωπο κ. Φωτίου («το αποτέλεσμα δεν δικαιολογεί ούτε θριαμβολογίες, ούτε μηδενισμό») και τον αντιπρόεδρο κ. Παπαδόπουλο, που κατήγγειλε ότι η Λευκωσία ουσιαστικά απεδέχθη την κατάργηση του “οδικού χάρτη” για τις τουρκικές υποχρεώσεις του 2006.
"Κόσμος του Επενδυτή", 12.12.2009
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009
Λωράν Φαμπιούς: ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο πρώην πρωθυπουργός του Φρανσουά Μιτεράν μιλάει στον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο για
- το ευρώ και τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
- τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης
- την κρίση της Ευρώπης
- τις προοπτικές των Σοσιαλιστών
Το 1984, σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο Λωράν Φαμπιούς έγινε ο νεώτερος Πρωθυπουργός στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Το «τρομερό παιδί» του Φρανσουά Μιτεράν συνέδεσε το όνομά του με την ιστορική στροφή των Γάλλων σοσιαλιστών προς τα «δεξιά», τη διάλυση της συμμαχίας με το ΚΚ και την την αποδοχή μιας ουσιαστικά φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Φαμπιούς από ηγέτης της «δεξιάς» έγινε ηγέτης της «αριστερής» πτέρυγας του ΣΚ, αφότου πρωτοστάτησε στην απόρριψη του ευρωσυντάγματος στο δημοψήφισμα του 2005, ηγούμενος εκείνων των σοσιαλιστών που άσκησαν δριμεία κριτική στον «σοσιαλφιλελευθερισμό». Μια στάση που επιδοκιμάστηκε μεν από τους ψηφοφόρους, περιλαμβανομένης της πλειοψηφίας των Σοσιαλιστών ψηφοφόρων, του στοίχισε όμως το μένος τόσο του γαλλικού κατεστημένου, όσο και της ηγεσίας του κόμματός του, που είδαν, στο πρόσωπό του, έναν «προδότη». Τον συνατήσαμε και μιλήσαμε μαζί του κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Αθήνα, όπου μίλησε για το ευρώ.
Eρ. Πως σας φαίνεται η Αθήνα ξανά με κυβέρνηση σοσιαλιστών;
Απ. Εντυπωσιάστηκα από την πολύ θετική απήχηση της νέας κυβέρνησης. Είναι σημαντικό αυτό, γιατί μια κυβέρνηση, για να πετύχει, πρέπει να ξεκινά με σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Αυτή η κυβέρνηση έχει πολλά ατού για να πετύχει.
Ερ. Αντιμετωπίζουμε σήμερα μια κρίση της Ευρώπης, αλλά και μια διεύρυνση της ΕΕ που προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις, ιδίως όταν μιλάμε για ένταξη της Τουρκίας, εναντίον της οποίας είχατε ταχθεί.
Απ. Υπάρχει κατ΄αρχήν το γενικό θέμα της διεύρυνσης. ‘Οταν φτιάξαμε την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, την φτιάξαμε στη βάση κανόνων που προϋπέθεταν ότι θα ήταν μια αρκετά μικρή ‘Ενωση. Είμαστε έξη, εννιά, δεκαπέντε. Αρχίσαμε τη μεγάλη διεύρυνση, που ήταν αναγκαία, προς τις ανατολικές χώρες κλπ., πριν εμβαθύνουμε την ‘Ενωση. Υπήρχαν ιστορικές αιτίες γι’ αυτό, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε, η πτώση του τείχους κλπ. Αφού όμως η διεύρυνση προηγήθηκε της εμβάθυνσης, μια σειρά κανόνες βρέθηκαν μη προσαρμοσμένοι. Και αυτοί οι κανόνες δεν άλλαξαν. Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα; Συμμετείχα σε πολλά Συμβούλια αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Γίνονται Συμβούλια Υπουργών κάθε βδομάδα. Πρέπει να βρεθεί μια κοινή λύση, ο κανόνας είναι σε πολλούς τομείς η ομοφωνία ή η ενισυχμένη πλειοψηφία, με 27 γύρω από το τραπέζι γίνεται πάρα πολύ δύσκολο. Αυτό είναι έτσι, είναι ένα γεγονός. Οι κανόνες δεν προσαρμόστηκαν. Αυτό είναι ένα πρώτο σημείο και εξηγεί τον σκεπτικισμό που αναφέρατε απέναντι στην Ευρώπη. Οι Γάλλοι είναι πολύ Ευρωπαίοι, υποστηρίζουν πολύ την Ευρώπη, αλλά θέλουν μια Ευρώπη που προχωρά και τους προστατεύει. Διαπίστωσαν ότι δεν προχωρά πολύ γρήγορα και ότι, ενίοτε, δεν τους προστατεύει. Υπάρχει μια εξαίρεση, κι αυτή είναι το ευρώ. Το ευρώ π.χ. στην κρίση μας προστάτευσε. Αν, επιπλέον της οικονομικής, χρηματιστικής και κοινωνικής κρίσης είχαμε και νομισματική κρίση θάταν φοβερό. Από την άποψη αυτή, ήταν μια επιτυχία του ευρώ. Αλλά το ευρώ, στη Γαλλία και όχι μόνο, θεωρήθηκε υπεύθυνο μιας αύξησης των τιμών, όταν αλλάξαμε νόμισμα.
Ερώτ. Δεν είναι αλήθεια;
Απάντ. Είναι αλήθεια για τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, όχι για το σύνολο. Γι’ αυτό, η κρίση των Γάλλων για το ευρώ και όχι μόνο είναι αρκετά αμφίθυμη.
Ερ. Είδαμε μια πολύ σκληρή κριτική του τρόπου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των μονεταριστικών κανόνων που της επιβλήθηκαν, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος που διεξάγατε για το ευρωσύνταγμα το 2005. Και αυτό ήταν ένα από τα πολύ δυνατά σημεία των αντιπάλων της συνθήκης.
Ερ. Αυτό είναι απολύτως ακριβές. Αυτό που λέγαμε τότε είναι ότι κανένα σύνταγμα δεν επιβάλλεται να συμπεριλάβει νομισματικούς κανόνες, καμια χώρα στον κόσμο δεν έχει κάνει κάτι τέτοιο. Αυτό ήταν το ένα επιχείρημά μας, όσων ταχθήκαμε υπέρ του όχι στη συνταγματική συνθήκη.’Ενα δεύτερο σημείο δεν αφορούσε την αρχή του ευρώ, εγώ ήμουν ένθερμος οπαδός του ευρώ, αλλά τη διαχείριση του ευρώ. Υπάρχουν νομίσματα που διαχειρίζονται πολιτικά, το δολλάριο, το γουάν, η λίρα. Το ευρώ διαχειρίζεται λίγο παθητικά, από μια Κεντρική Τράπεζα, ανεξάρτητη, πολύ καλά, αλλά που εκτιμά ότι δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Εκεί υπάρχει μια συζήτηση και πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ, λένε ότι πρέπει μεν η τράπεζα να είναι ανεξάρτητη, αλλά να συζητάει, παρόλα αυτά με τις πολιτικές αρχές κλπ.
Σε ότι αφορά τώρα την Τουρκία, υπάρχει στη Γαλλία μια κατάσταση ιδιαίτερη, έχετε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που είναι εχθρικός στην τουρκική ένταξη
Ερ. Είναι όντως; Γιατί μερικές φορές δεν ξέρω πως να ερμηνεύσω τον κ. Σαρκοζί. Τη μια λέει ότι δεν θέλει την Τουρκία στην ΕΕ, την άλλη τροποποιεί το σύνταγμα ώστε να μη χρειάζεται δημοψήφισμα για την ένταξή της.
Απ. Εγώ δεν είμαι ο καλύτερος ερμηνευτής της σκέψης του, τα διαπιστώνω κι εγώ αυτά που λέτε, ας μείνουμε όμως στις επίσημες θέσεις που υιοθετήθηκαν και πάνε σε αυτή την κατεύθυνση, κατά της ένταξης. Ι κ. Σαρκοζί λέει δεν θέλω την ένταξη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα λέει ότι είμαστε μάλλον υπέρ, υπό τον όρο βεβαίως ότι θα εκπληρωθούν οι όροι, που προς το παρόν δεν εκπληρώνονται, αλλά στο μέλλον γιατί όχι; Προσωπικά εγώ έχω μια διαφορετική θέση, μιλάω για την προσωπική μου θέση. Η Τουρκία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα. Μπορούμε να θέσουμε, αλλά αυτός δεν είναι απόλυτος κανόνας, το θέμα της γεωγραφίας, αν η Τουρκία είναι ή δεν είναι στην Ευρώπη. Κυρίως όμως, πιστεύω ότι, όσο πρέπει να έχουμε προνομιακές σχέσεις με την Τουρκία, που είναι άμεσος εταίρος μας, τόσο είναι δύσκολο να εντάξουμε αυτή τη χώρα στον μηχανισμό αποφάσεων. Δεν είναι τόσο πολιτική απόφαση, όσο πραγματιστική απόφαση. Είναι ήδη τόσο δύσκολη η λήψη αποφάσεων με 27, ώστε αν γίνουμε αύριο 30 ή 35, γιατί το ίδιο ζήτημα μπορεί επίσης να τεθεί όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά και για την Ουκρανία και άλλες χώρες, στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση γίνεται τόσο μεγάλη που διαλύεται. Εγώ θέλω να προχωρήσει η Ευρώπη και σκέφτομαι ότι, σε έναν ορίζοντα προβλέψιμο, δεν ξέρω τι θα γίνει σε 50 χρόνια, αλλά στον προβλέψιμο ορίζοντα, θα προτιμούσα μια Ευρώπη που προχωράει γρήγορα, που έχει προνομιακές σχέσεις, ιδίως με την Τουρκία, που βοηθάει στο οικονομικό επίπεδο την Τουρκία, αν χρειάζεται βοήθεια, αλλά χωρίς να μπερδεύουμε τις χώρες που συνιστούν τμήμα της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης με τις χώρες της περιφέρειας.
Ερ. Στο τουρκικό θέμα δόθηκαν πολλές υποσχέσεις, υπήρξε πολύς οπορτουνισμός. Από τη μια οι 27 λένε ότι υποστηρίζουν την ένταξη. Από την άλλη, όλοι ξέρουμε ότι μακροχρόνια, θα είναι πολύ δύσκολο για τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους ‘Ελληνες, τους Κύπριους, να αποδεχθούμε την Τουρκία ως μέλος. Μοιάζει να μην τη θέλουμε μεν, να ψηφίζουμε όμως υπέρ της ένταξής της.
Απ. Είναι αλήθεια. Και οι Τούρκοι μας το λένε. Εγώ συμμετείχα ή προετοίμασα Συμβούλια, όπου υπήρχε ένας «γύρος του τραπεζιοιύ» των Υπουργών, Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων. ‘Ηταν, πως να σας το πω, δεν θα τόλεγα υποκριτικό, αλλά πάντως μια πολύ ειδική κατάσταση. ‘Ακουγα τους επικεφαλής των αντιπροσωπειών να λένε «Ναι, ναι», στην Τουρκία, περιμένοντας, ελπίζοντας ότι θα πει «’Οχι» ο διπλανός τους! Εγώ νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα το θέμα να τεθεί με τρόπο σαφέστερο και με περισσότερο κουράγιο. Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα, έχουμε κάθε λόγο, πρέπει να διατηρούμε εξαίρετες σχέσεις μαζί της. Αλλά εξαίρετες σχέσεις δεν σημαίνει να προσχωρήσει όλος ο κόσμος στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Αλλά αναγνωρίζω επίσης το θεμιτό των τουρκικών διαμαρτυριών, γιατί ακριβώς μπορούν να στηριχτούν στις δηλώσεις μας.
Ερ. Αυτή η ευρωτουρκική σχέση κιινδυνεύει να γίνει η μητέρα όλων των παρεξηγήσεων...
Απ. Ναι και γι΄αυτό χρειάζεται να διαλύσουμε όλες τις παρεξηγήσεις, αλλά δεν σημαίνει ότι επειδή έχουμε στενές σχέσεις πρέπει, αυτόματα, η Τουρκία να γίνει τμήμα του μηχανισμού απόφασης.
Ερ. Ορισμένοι υποπτεύονται μια εξωευρωπαϊκή, «αυτοκρατορική» θέληση, πίσω από την επιθυμία ένταξης της Τουρκίας...
Απ. Ο δικός μου φόβος είναι η διάλυση της Ευρώπης.
Ερ. Η Τουρκία κατέχει στρατιωτικά τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι μέλος της ΕΕ και απειλεί ένα άλλο μέλος, την Ελλάδα. Δεν είναι παράδοξο μια χώρα με τέτοια συμπεριφορά να έχει αρχίσει διαπραγματεύσεις ένταξης, από την άποψη του αυτοσεβασμού της ίδιας της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης;
Απ. Δεν θέλω να αναμειχθώ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά σε σχέση με το ζήτημα αυτό και με το κυπριακό, η θέση μας δεν μπορεί να είναι διαφορετική από τη θέση της διεθνούς κοινότητας και του ΟΗΕ.
Ερ. Παρατηρούμε μια μεγάλη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Χάνει τις εκλογές, με την εξαίρεση της Ελλάδας...
Απ. Σημειώνεται ένα εκπληκτικό παράδοξο. Η οικονομική, η χρηματιστική, η οικολογική κρίση επιβεβαιώνουν τις θέσεις της αριστεράς...
Ερ. ...Η αριστερά θυμάται τις θέσεις της;
Απ. Το νομίζω, το ελπίζω. Η Δεξιά μας είπε επί χρόνια «ζήτω η αυτορρύθμιση», «ζήτω ο νόμος της αγοράς», «πυροβολήστε κάθε κρατική παρέμβαση». Και είδαμε τώρα τη χρεωκοπία αυτών των σχημάτων, με την κρίση. Ενώ η αριστερά, έστω και υπερβολικά δειλά, έθεσε το ζήτημα της ανάγκης κάποιας ρύθμισης, κάποιου πλαισίου στην αγορά. Το χρήμα πρέπει να είναι στην υπηρεσία της οικονομίας, η οικονομία στην υπηρεσία του Ανθρώπου. Οι δυσκολίες του κόσμου αναδεικνύουν την ορθή θεμελίωση των θέσεων της αριστεράς. Αλλά, είναι αλήθεια, η αριστερά δεν επωφελείται!
Ερ. Γιατί;
Απ. Υπάρχουν τρεις ή τέσσερις σειρές αιτιών. Σε κάθε κρίση, ο πληθυσμός έχει τάση να πηγαίνει εκεί που εκτιμά ότι υπάρχει η δύναμη (πυγμή, autorite), εντός εισαγωγικών. Πιστεύουν, εσφαλμένα, ότι η δύναμη ενσαρκώνεται περισσότερο στη δεξιά, παρά στην αριστερά. Δεύτερο, οι μεγάλες διεκδικήσεις της αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας, έχουν στο μεγαλύτερο μέρος ικανοποιηθεί και, επομένως, το πρόγραμμα της αριστεράς έχει κάπως εξαντληθεί και δεν μπόρεσε να ανανεωθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό. Τρίτο, η κλασική προσέγγιση της σοσιαλδημοκρατίας ήταν εθνική, διεθνιστική πιθανά, αλλά βασισμένη σε μάλλον εθνικά εργαλεία παρέμβασης. Σήμερα, καταλαβαίνουμε, ότι χρειάζεται μια ευρωπαϊκή ή παγκόσμια παρέμβαση. Τέταρτο, η σοσιαλδημοκρατία έχει μια ιστορική καταγωγή, πάλεψε κατά της εκμετάλλευσης, αναζήτησε τον συμβιβασμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά, επί πολύ μεγάλο διάστημα, δεν πήρε υπόψιν της τη διάσταση «περιβάλλον». Πρέπει λοιπόν να κάνει όλες αυτές τις «επιδιορθώσεις», τις προσαρμογές (ajustements). Και, όπως είπατε πριν γελώντας, η αριστερά καμμιά φορά ξέχασε κάπως τις θέσεις της, με αποτέλεσμα να υπάρξει σύγχυση αριστεράς και δεξιάς.
Ερ. Μια κεϋνσιανή προσέγγιση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα μπορούσε να είναι λύση;
Απ. Νεοκεϋνσιανή. Στο κάτω-κάτω ο τρόπος που σώσαμε τις οικονομίες του κόσμου φέτος, σε αντίθεση με το 1929, είναι κεϋνσιανή προσέγγιση. Χρειάζεται παρέμβαση του δημοσίου. Μπορούμε να επικρίνουμε τη μορφή παρέμβασης, αλλά αν δεν υπήρχε...
Ερ.Υπήρξε δημόσια παρέμβαση, αλλά δεν υπήρξε στοιχείο αναδιανομής...
Απ. ‘Οχι ακόμα. Αλλά, σε αντίθεση με το 1929, οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν μαζικά. Βεβαίως η συνέπεια ήταν η αύξηση των χρεών, αλλά η οικονομία δεν κατέρρευσε. Σε αντίθεση με το 1929, υπήρξαν σχέδια προϋπολογισμών, έστω κι αν συντονίσθηκαν ανεπαρκώς. Κι έτσι η οικονομία δεν κατέρρευσε πλήρως. Η ιδέα της ρύθμισης, της δημόσιας παρέμβασης είναι χρήσιμη, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί από μια προσπάθεια αναδιανομής και βέβαια να πάει προς μια καινούρια ανάπτυξη, που είναι όλη η συζήτηση για τη βιώσιμη, την πράσινη ανάπτυξη. Αλλά, προφανώς, αυτός ο νεοκεϋνσιανισμός είναι απαραίτητος.
Ερώτ. Το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Ευρώπης επιτρέπει τέτοιες παρεμβάσεις;
Απάντ. Είναι ανεπαρκές. Η Ευρώπη πρέπει βεβαίως να παρέμβει, αλλά με πολύ πιο συντονισμένο τρόπο. Αυτό σημαίνει να υπάρχει ένας Ευρωπαίος ρυθμιστής μάλλον, παρά εθνικοί ρυθμιστές. Πρέπει να υπάρξει φορολογική και κοινωνική εναρμόνιση. Δεν μπορείτε να έχετε ενιαίο νόμισμα που να διαρκέσει, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, αν υπάρχουν οικονομικές, δημοσιονομικές, κιοινωνικές πολιτικές πολύ διαφορετικές. Αν θέλουμε ένα στέρεο ευρώ χρειάζεται ένας σύνδεσμος μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της πολιτικής αρχής, ένα οικονομικό «πιλοτάρισμα» και η Ευρωομάδα (σ.σ. Eurogroup, η ομάδα των κυβερνήσεων των χωρών που έχουν υιοθετήσει τιο ευρώ) θα αποκτήσουν έναν ρόλο πολύ πιο σημαντικό, γιατί έχετε νομίσματα που «πιλοτάρονται» πολιτικά, το δολλάριο, το γουάν, τη λίρα και ένα νόμισμα, το ευρώ, που δεν «πιλοτάρεται».
Ερ. Πως θα τα κάνετε αυτά. Για να αλλάξετε τις συνθήκες χρειάζεται η έγκριση και των 27...
Απ. Εγώ είμαι πραγματιστής. Χρειάζεται τουλάχιστο οι πολιτικοί υπέθυνοι να αναλάβουν το βάρος των ευθυνών τους. Δεν απαγορεύεται ο διάλογος ανάμεσα στην Τράπεζα και την πολιτική αρχή. Πρέπει να γίνουν αλλαγές και μόνο αν η Ευρώπη πιστεύει στον εαυτό της μπορεί να προχωρήσει σε επαρκείς μεταβολές. Η αριστερά έχει αυτή τη θέση.
Ερώτ. Είσαστε ένας από τους λίγους πολιτικούς που κάλεσαν τον γαλλικό λαό να καταψηφίσει το 2005 την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη. Εγώ είχα έρθει στη Γαλλία, παρακολούθησα αυτή την εκπληκτική προεκλογική καμπάνια. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα πολίτες μιας χώρας να συζητάνε σε τόσο βαθύ επίπεδο, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στο δρόμο ιδέες για την οικονομία, την παγκοσμιοποίηση κλπ. σε ένα επίπεδο αξιοζήλευτο και για ειδικούς. Οι Γάλλοι έδωσαν 55% στο ‘Οχι, παρά την κινητοποίηση όλου του κατεστημένου, σε Γαλλία και Ευρώπη. Μετά είχαμε την εξέγερση των προαστίων, είχαμε μια μεγάλη ειρηνική εξέγερση την άνοιξη, αλλά δεν δόθηκε καμιά συνέχεια. Το ‘Οχι στο ευρωσύνταγμα δεν έγινε Ναι. Γιατί;
Ερώτ. Τάχθηκα υπέρ του ‘Οχι το 2005 και δεν μετανοιώνω. Αλλά η δύναμη του ‘Οχι ήταν ετερογενής. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Υπήρχαν άνθρωποι σαν εμένα, πεπεισμένοι Ευρωπαίοι, που θεωρούσαν το Σύνταγμα κακό, γιατί ήταν ανεπαρκές και δεν επέτρεπε στην Ευρώπη προόδους. Είχατε όμως και πεπεισμένους αντι-Ευρωπαίους, που έλεγαν όχι σε οτιδήποιτε ευρωπαϊκό. Δεν γινόταν να ενωθούν όλοι αυτοί σε ένα σχέδιο. Αλλά έχετε απόλυτο δίκηο όταν λέτε ότι ήταν μια στιγμή που η συζήτηση, τοιυλάχιστο στη Γαλλία, ήταν τόσο βαθειά. Εγώ έχω ένα εξοχικό σε ένα μικρό χωριουδάκι, 300 κατοίκων, και θυμάμαι έγινε μια συγκέντρωση-συζήτηση των εκατό από τους κατοίκους, που κρατούσαν τη συνθήκη στο χέρι! ‘Ηταν μια λαϊκή εμπειρία πολύ δυνατή και το ‘Οχι κέρδισε εναντίον όλων των κατεστημένων δυνάμεων. Το συνπέρασμά μου: οι Γάλλοι είναι πολύ υπέρ της Ευρώπης, αλλά θέλουν μια Ευρώπη που τους προστατεύει, όχι μια Ευρώπη που τους εκθέτει. Θέλουν μια Ευρώπη πιο κοινωνική, πιο δημοκρατική, πιο οικολογική. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν ήταν ‘Οχι στην Ευρώπη, ήταν Ναι σε μια διαφορετική Ευρώπη και νομίζω ότι αυτό το αίσθημα το βρίσκουμε και σε πολλές άλλες χώρες. Το άλλο ζήτημα βέβαια που με σοκάρει είναι ότι δεν βγάλαμε τα δημοκρατικά συμπεράσματα από όλα αυτά. Κάθε φορά, π.χ. στις τελευταίες ευρωεκλογές υπήρχε πολύ αποχή. Λένε λοιπόν πρέπει να διδαχθούμε, να βγάλουμε συμπεράσματα. Αλλά δεν βγάζουμε κανένα συμπέρασμα. Για να γίνει δημοφιλής η Ευρώπη πρέπει να κατεβούμε στη συζήτηση, στο συγκεκριμένο...
Ερώτ. Μιλάτε για μια διαφορετική Ευρώπη. Αλλά υπάρχει έστω το περίγραμμα μιας τέτοιας, διαφορετικής Ευρώπης; Είπατε πριν σωστά ότι οι δυνάμεις του ‘Οχι ήταν ετερογενείς. Παρά την ετερογένεια όλες συμφωνούσαν στην αντίθεση στο υπερφιλελεύθερο σύστημα, όλες ήταν κριτικές απέναντι στη διεύρυνση, όλες ήθελαν μια ισχυρότερη κοινωνική πολιτική και στο βάθος υπήρχε και ένα αίτημα ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας. ‘Οσοι ψήφισαν ‘Οχι δεν ήθελαν τον φιλελευθερισμό, ήταν κριτικοί απέναντι στη διεύρυνση, ήθελαν εντονότερη κοινωνική διάσταση. Και στο βάθος, αν και δεν έγινε μεγάλη συζήτηση,υπήρχε ένα αίτημα ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας. Δεν ήταν αυτές επαρκείς συγκλίσεις;
Απάντ. ‘Εχετε δίκηο ως προς τις συγκλίσεις. Υπήρξαν αυτές οι συγκλίσεις. Από την άλλη όμως υπήρχαν πολιτικές διαφορές. Να σας δώσω ένα παράδειγμα, εγώ είμαι πεπεισμένος ευρωπαϊστής, αλλά «όχι» ψήφισαν και οι ακροδεξιοί με τους οποίους δεν έχω καμιά σχέση. Το στρατόπεδο του «όχι» ήταν ετερογενές, όπως ετερογενές ήταν και το στρατόπεδο του «ναι», είχε και δεξιούς και αριστερούς. Δεν μπορούσε να στηριχθεί εκεί ένα σχέδιο. ‘Εχετε δίκηο όμως ότι το δημιοψήφισμα σηματοδότησε την ανάγκη διαφορετικής Ευρώπης. Και δεν είναι το θεσμικό ζήτημα το σπουδαιότερο. Τους ανθρώπους τους ενδιαφέρει το περιεχόμενο, το κοινωνικό, το οικονομικό, το οικολογικό, το δημοκρατικό ζήτημα. Σε αυτά δουλεύω εγώ τώρα.
"Επίκαιρα", 4.12.2009
- το ευρώ και τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
- τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης
- την κρίση της Ευρώπης
- τις προοπτικές των Σοσιαλιστών
Το 1984, σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο Λωράν Φαμπιούς έγινε ο νεώτερος Πρωθυπουργός στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Το «τρομερό παιδί» του Φρανσουά Μιτεράν συνέδεσε το όνομά του με την ιστορική στροφή των Γάλλων σοσιαλιστών προς τα «δεξιά», τη διάλυση της συμμαχίας με το ΚΚ και την την αποδοχή μιας ουσιαστικά φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Φαμπιούς από ηγέτης της «δεξιάς» έγινε ηγέτης της «αριστερής» πτέρυγας του ΣΚ, αφότου πρωτοστάτησε στην απόρριψη του ευρωσυντάγματος στο δημοψήφισμα του 2005, ηγούμενος εκείνων των σοσιαλιστών που άσκησαν δριμεία κριτική στον «σοσιαλφιλελευθερισμό». Μια στάση που επιδοκιμάστηκε μεν από τους ψηφοφόρους, περιλαμβανομένης της πλειοψηφίας των Σοσιαλιστών ψηφοφόρων, του στοίχισε όμως το μένος τόσο του γαλλικού κατεστημένου, όσο και της ηγεσίας του κόμματός του, που είδαν, στο πρόσωπό του, έναν «προδότη». Τον συνατήσαμε και μιλήσαμε μαζί του κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Αθήνα, όπου μίλησε για το ευρώ.
Eρ. Πως σας φαίνεται η Αθήνα ξανά με κυβέρνηση σοσιαλιστών;
Απ. Εντυπωσιάστηκα από την πολύ θετική απήχηση της νέας κυβέρνησης. Είναι σημαντικό αυτό, γιατί μια κυβέρνηση, για να πετύχει, πρέπει να ξεκινά με σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Αυτή η κυβέρνηση έχει πολλά ατού για να πετύχει.
Ερ. Αντιμετωπίζουμε σήμερα μια κρίση της Ευρώπης, αλλά και μια διεύρυνση της ΕΕ που προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις, ιδίως όταν μιλάμε για ένταξη της Τουρκίας, εναντίον της οποίας είχατε ταχθεί.
Απ. Υπάρχει κατ΄αρχήν το γενικό θέμα της διεύρυνσης. ‘Οταν φτιάξαμε την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, την φτιάξαμε στη βάση κανόνων που προϋπέθεταν ότι θα ήταν μια αρκετά μικρή ‘Ενωση. Είμαστε έξη, εννιά, δεκαπέντε. Αρχίσαμε τη μεγάλη διεύρυνση, που ήταν αναγκαία, προς τις ανατολικές χώρες κλπ., πριν εμβαθύνουμε την ‘Ενωση. Υπήρχαν ιστορικές αιτίες γι’ αυτό, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε, η πτώση του τείχους κλπ. Αφού όμως η διεύρυνση προηγήθηκε της εμβάθυνσης, μια σειρά κανόνες βρέθηκαν μη προσαρμοσμένοι. Και αυτοί οι κανόνες δεν άλλαξαν. Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα; Συμμετείχα σε πολλά Συμβούλια αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Γίνονται Συμβούλια Υπουργών κάθε βδομάδα. Πρέπει να βρεθεί μια κοινή λύση, ο κανόνας είναι σε πολλούς τομείς η ομοφωνία ή η ενισυχμένη πλειοψηφία, με 27 γύρω από το τραπέζι γίνεται πάρα πολύ δύσκολο. Αυτό είναι έτσι, είναι ένα γεγονός. Οι κανόνες δεν προσαρμόστηκαν. Αυτό είναι ένα πρώτο σημείο και εξηγεί τον σκεπτικισμό που αναφέρατε απέναντι στην Ευρώπη. Οι Γάλλοι είναι πολύ Ευρωπαίοι, υποστηρίζουν πολύ την Ευρώπη, αλλά θέλουν μια Ευρώπη που προχωρά και τους προστατεύει. Διαπίστωσαν ότι δεν προχωρά πολύ γρήγορα και ότι, ενίοτε, δεν τους προστατεύει. Υπάρχει μια εξαίρεση, κι αυτή είναι το ευρώ. Το ευρώ π.χ. στην κρίση μας προστάτευσε. Αν, επιπλέον της οικονομικής, χρηματιστικής και κοινωνικής κρίσης είχαμε και νομισματική κρίση θάταν φοβερό. Από την άποψη αυτή, ήταν μια επιτυχία του ευρώ. Αλλά το ευρώ, στη Γαλλία και όχι μόνο, θεωρήθηκε υπεύθυνο μιας αύξησης των τιμών, όταν αλλάξαμε νόμισμα.
Ερώτ. Δεν είναι αλήθεια;
Απάντ. Είναι αλήθεια για τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, όχι για το σύνολο. Γι’ αυτό, η κρίση των Γάλλων για το ευρώ και όχι μόνο είναι αρκετά αμφίθυμη.
Ερ. Είδαμε μια πολύ σκληρή κριτική του τρόπου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των μονεταριστικών κανόνων που της επιβλήθηκαν, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος που διεξάγατε για το ευρωσύνταγμα το 2005. Και αυτό ήταν ένα από τα πολύ δυνατά σημεία των αντιπάλων της συνθήκης.
Ερ. Αυτό είναι απολύτως ακριβές. Αυτό που λέγαμε τότε είναι ότι κανένα σύνταγμα δεν επιβάλλεται να συμπεριλάβει νομισματικούς κανόνες, καμια χώρα στον κόσμο δεν έχει κάνει κάτι τέτοιο. Αυτό ήταν το ένα επιχείρημά μας, όσων ταχθήκαμε υπέρ του όχι στη συνταγματική συνθήκη.’Ενα δεύτερο σημείο δεν αφορούσε την αρχή του ευρώ, εγώ ήμουν ένθερμος οπαδός του ευρώ, αλλά τη διαχείριση του ευρώ. Υπάρχουν νομίσματα που διαχειρίζονται πολιτικά, το δολλάριο, το γουάν, η λίρα. Το ευρώ διαχειρίζεται λίγο παθητικά, από μια Κεντρική Τράπεζα, ανεξάρτητη, πολύ καλά, αλλά που εκτιμά ότι δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Εκεί υπάρχει μια συζήτηση και πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ, λένε ότι πρέπει μεν η τράπεζα να είναι ανεξάρτητη, αλλά να συζητάει, παρόλα αυτά με τις πολιτικές αρχές κλπ.
Σε ότι αφορά τώρα την Τουρκία, υπάρχει στη Γαλλία μια κατάσταση ιδιαίτερη, έχετε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που είναι εχθρικός στην τουρκική ένταξη
Ερ. Είναι όντως; Γιατί μερικές φορές δεν ξέρω πως να ερμηνεύσω τον κ. Σαρκοζί. Τη μια λέει ότι δεν θέλει την Τουρκία στην ΕΕ, την άλλη τροποποιεί το σύνταγμα ώστε να μη χρειάζεται δημοψήφισμα για την ένταξή της.
Απ. Εγώ δεν είμαι ο καλύτερος ερμηνευτής της σκέψης του, τα διαπιστώνω κι εγώ αυτά που λέτε, ας μείνουμε όμως στις επίσημες θέσεις που υιοθετήθηκαν και πάνε σε αυτή την κατεύθυνση, κατά της ένταξης. Ι κ. Σαρκοζί λέει δεν θέλω την ένταξη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα λέει ότι είμαστε μάλλον υπέρ, υπό τον όρο βεβαίως ότι θα εκπληρωθούν οι όροι, που προς το παρόν δεν εκπληρώνονται, αλλά στο μέλλον γιατί όχι; Προσωπικά εγώ έχω μια διαφορετική θέση, μιλάω για την προσωπική μου θέση. Η Τουρκία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα. Μπορούμε να θέσουμε, αλλά αυτός δεν είναι απόλυτος κανόνας, το θέμα της γεωγραφίας, αν η Τουρκία είναι ή δεν είναι στην Ευρώπη. Κυρίως όμως, πιστεύω ότι, όσο πρέπει να έχουμε προνομιακές σχέσεις με την Τουρκία, που είναι άμεσος εταίρος μας, τόσο είναι δύσκολο να εντάξουμε αυτή τη χώρα στον μηχανισμό αποφάσεων. Δεν είναι τόσο πολιτική απόφαση, όσο πραγματιστική απόφαση. Είναι ήδη τόσο δύσκολη η λήψη αποφάσεων με 27, ώστε αν γίνουμε αύριο 30 ή 35, γιατί το ίδιο ζήτημα μπορεί επίσης να τεθεί όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά και για την Ουκρανία και άλλες χώρες, στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση γίνεται τόσο μεγάλη που διαλύεται. Εγώ θέλω να προχωρήσει η Ευρώπη και σκέφτομαι ότι, σε έναν ορίζοντα προβλέψιμο, δεν ξέρω τι θα γίνει σε 50 χρόνια, αλλά στον προβλέψιμο ορίζοντα, θα προτιμούσα μια Ευρώπη που προχωράει γρήγορα, που έχει προνομιακές σχέσεις, ιδίως με την Τουρκία, που βοηθάει στο οικονομικό επίπεδο την Τουρκία, αν χρειάζεται βοήθεια, αλλά χωρίς να μπερδεύουμε τις χώρες που συνιστούν τμήμα της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης με τις χώρες της περιφέρειας.
Ερ. Στο τουρκικό θέμα δόθηκαν πολλές υποσχέσεις, υπήρξε πολύς οπορτουνισμός. Από τη μια οι 27 λένε ότι υποστηρίζουν την ένταξη. Από την άλλη, όλοι ξέρουμε ότι μακροχρόνια, θα είναι πολύ δύσκολο για τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους ‘Ελληνες, τους Κύπριους, να αποδεχθούμε την Τουρκία ως μέλος. Μοιάζει να μην τη θέλουμε μεν, να ψηφίζουμε όμως υπέρ της ένταξής της.
Απ. Είναι αλήθεια. Και οι Τούρκοι μας το λένε. Εγώ συμμετείχα ή προετοίμασα Συμβούλια, όπου υπήρχε ένας «γύρος του τραπεζιοιύ» των Υπουργών, Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων. ‘Ηταν, πως να σας το πω, δεν θα τόλεγα υποκριτικό, αλλά πάντως μια πολύ ειδική κατάσταση. ‘Ακουγα τους επικεφαλής των αντιπροσωπειών να λένε «Ναι, ναι», στην Τουρκία, περιμένοντας, ελπίζοντας ότι θα πει «’Οχι» ο διπλανός τους! Εγώ νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα το θέμα να τεθεί με τρόπο σαφέστερο και με περισσότερο κουράγιο. Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα, έχουμε κάθε λόγο, πρέπει να διατηρούμε εξαίρετες σχέσεις μαζί της. Αλλά εξαίρετες σχέσεις δεν σημαίνει να προσχωρήσει όλος ο κόσμος στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Αλλά αναγνωρίζω επίσης το θεμιτό των τουρκικών διαμαρτυριών, γιατί ακριβώς μπορούν να στηριχτούν στις δηλώσεις μας.
Ερ. Αυτή η ευρωτουρκική σχέση κιινδυνεύει να γίνει η μητέρα όλων των παρεξηγήσεων...
Απ. Ναι και γι΄αυτό χρειάζεται να διαλύσουμε όλες τις παρεξηγήσεις, αλλά δεν σημαίνει ότι επειδή έχουμε στενές σχέσεις πρέπει, αυτόματα, η Τουρκία να γίνει τμήμα του μηχανισμού απόφασης.
Ερ. Ορισμένοι υποπτεύονται μια εξωευρωπαϊκή, «αυτοκρατορική» θέληση, πίσω από την επιθυμία ένταξης της Τουρκίας...
Απ. Ο δικός μου φόβος είναι η διάλυση της Ευρώπης.
Ερ. Η Τουρκία κατέχει στρατιωτικά τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι μέλος της ΕΕ και απειλεί ένα άλλο μέλος, την Ελλάδα. Δεν είναι παράδοξο μια χώρα με τέτοια συμπεριφορά να έχει αρχίσει διαπραγματεύσεις ένταξης, από την άποψη του αυτοσεβασμού της ίδιας της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης;
Απ. Δεν θέλω να αναμειχθώ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά σε σχέση με το ζήτημα αυτό και με το κυπριακό, η θέση μας δεν μπορεί να είναι διαφορετική από τη θέση της διεθνούς κοινότητας και του ΟΗΕ.
Ερ. Παρατηρούμε μια μεγάλη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Χάνει τις εκλογές, με την εξαίρεση της Ελλάδας...
Απ. Σημειώνεται ένα εκπληκτικό παράδοξο. Η οικονομική, η χρηματιστική, η οικολογική κρίση επιβεβαιώνουν τις θέσεις της αριστεράς...
Ερ. ...Η αριστερά θυμάται τις θέσεις της;
Απ. Το νομίζω, το ελπίζω. Η Δεξιά μας είπε επί χρόνια «ζήτω η αυτορρύθμιση», «ζήτω ο νόμος της αγοράς», «πυροβολήστε κάθε κρατική παρέμβαση». Και είδαμε τώρα τη χρεωκοπία αυτών των σχημάτων, με την κρίση. Ενώ η αριστερά, έστω και υπερβολικά δειλά, έθεσε το ζήτημα της ανάγκης κάποιας ρύθμισης, κάποιου πλαισίου στην αγορά. Το χρήμα πρέπει να είναι στην υπηρεσία της οικονομίας, η οικονομία στην υπηρεσία του Ανθρώπου. Οι δυσκολίες του κόσμου αναδεικνύουν την ορθή θεμελίωση των θέσεων της αριστεράς. Αλλά, είναι αλήθεια, η αριστερά δεν επωφελείται!
Ερ. Γιατί;
Απ. Υπάρχουν τρεις ή τέσσερις σειρές αιτιών. Σε κάθε κρίση, ο πληθυσμός έχει τάση να πηγαίνει εκεί που εκτιμά ότι υπάρχει η δύναμη (πυγμή, autorite), εντός εισαγωγικών. Πιστεύουν, εσφαλμένα, ότι η δύναμη ενσαρκώνεται περισσότερο στη δεξιά, παρά στην αριστερά. Δεύτερο, οι μεγάλες διεκδικήσεις της αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας, έχουν στο μεγαλύτερο μέρος ικανοποιηθεί και, επομένως, το πρόγραμμα της αριστεράς έχει κάπως εξαντληθεί και δεν μπόρεσε να ανανεωθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό. Τρίτο, η κλασική προσέγγιση της σοσιαλδημοκρατίας ήταν εθνική, διεθνιστική πιθανά, αλλά βασισμένη σε μάλλον εθνικά εργαλεία παρέμβασης. Σήμερα, καταλαβαίνουμε, ότι χρειάζεται μια ευρωπαϊκή ή παγκόσμια παρέμβαση. Τέταρτο, η σοσιαλδημοκρατία έχει μια ιστορική καταγωγή, πάλεψε κατά της εκμετάλλευσης, αναζήτησε τον συμβιβασμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά, επί πολύ μεγάλο διάστημα, δεν πήρε υπόψιν της τη διάσταση «περιβάλλον». Πρέπει λοιπόν να κάνει όλες αυτές τις «επιδιορθώσεις», τις προσαρμογές (ajustements). Και, όπως είπατε πριν γελώντας, η αριστερά καμμιά φορά ξέχασε κάπως τις θέσεις της, με αποτέλεσμα να υπάρξει σύγχυση αριστεράς και δεξιάς.
Ερ. Μια κεϋνσιανή προσέγγιση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα μπορούσε να είναι λύση;
Απ. Νεοκεϋνσιανή. Στο κάτω-κάτω ο τρόπος που σώσαμε τις οικονομίες του κόσμου φέτος, σε αντίθεση με το 1929, είναι κεϋνσιανή προσέγγιση. Χρειάζεται παρέμβαση του δημοσίου. Μπορούμε να επικρίνουμε τη μορφή παρέμβασης, αλλά αν δεν υπήρχε...
Ερ.Υπήρξε δημόσια παρέμβαση, αλλά δεν υπήρξε στοιχείο αναδιανομής...
Απ. ‘Οχι ακόμα. Αλλά, σε αντίθεση με το 1929, οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν μαζικά. Βεβαίως η συνέπεια ήταν η αύξηση των χρεών, αλλά η οικονομία δεν κατέρρευσε. Σε αντίθεση με το 1929, υπήρξαν σχέδια προϋπολογισμών, έστω κι αν συντονίσθηκαν ανεπαρκώς. Κι έτσι η οικονομία δεν κατέρρευσε πλήρως. Η ιδέα της ρύθμισης, της δημόσιας παρέμβασης είναι χρήσιμη, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί από μια προσπάθεια αναδιανομής και βέβαια να πάει προς μια καινούρια ανάπτυξη, που είναι όλη η συζήτηση για τη βιώσιμη, την πράσινη ανάπτυξη. Αλλά, προφανώς, αυτός ο νεοκεϋνσιανισμός είναι απαραίτητος.
Ερώτ. Το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Ευρώπης επιτρέπει τέτοιες παρεμβάσεις;
Απάντ. Είναι ανεπαρκές. Η Ευρώπη πρέπει βεβαίως να παρέμβει, αλλά με πολύ πιο συντονισμένο τρόπο. Αυτό σημαίνει να υπάρχει ένας Ευρωπαίος ρυθμιστής μάλλον, παρά εθνικοί ρυθμιστές. Πρέπει να υπάρξει φορολογική και κοινωνική εναρμόνιση. Δεν μπορείτε να έχετε ενιαίο νόμισμα που να διαρκέσει, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, αν υπάρχουν οικονομικές, δημοσιονομικές, κιοινωνικές πολιτικές πολύ διαφορετικές. Αν θέλουμε ένα στέρεο ευρώ χρειάζεται ένας σύνδεσμος μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της πολιτικής αρχής, ένα οικονομικό «πιλοτάρισμα» και η Ευρωομάδα (σ.σ. Eurogroup, η ομάδα των κυβερνήσεων των χωρών που έχουν υιοθετήσει τιο ευρώ) θα αποκτήσουν έναν ρόλο πολύ πιο σημαντικό, γιατί έχετε νομίσματα που «πιλοτάρονται» πολιτικά, το δολλάριο, το γουάν, τη λίρα και ένα νόμισμα, το ευρώ, που δεν «πιλοτάρεται».
Ερ. Πως θα τα κάνετε αυτά. Για να αλλάξετε τις συνθήκες χρειάζεται η έγκριση και των 27...
Απ. Εγώ είμαι πραγματιστής. Χρειάζεται τουλάχιστο οι πολιτικοί υπέθυνοι να αναλάβουν το βάρος των ευθυνών τους. Δεν απαγορεύεται ο διάλογος ανάμεσα στην Τράπεζα και την πολιτική αρχή. Πρέπει να γίνουν αλλαγές και μόνο αν η Ευρώπη πιστεύει στον εαυτό της μπορεί να προχωρήσει σε επαρκείς μεταβολές. Η αριστερά έχει αυτή τη θέση.
Ερώτ. Είσαστε ένας από τους λίγους πολιτικούς που κάλεσαν τον γαλλικό λαό να καταψηφίσει το 2005 την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη. Εγώ είχα έρθει στη Γαλλία, παρακολούθησα αυτή την εκπληκτική προεκλογική καμπάνια. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα πολίτες μιας χώρας να συζητάνε σε τόσο βαθύ επίπεδο, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στο δρόμο ιδέες για την οικονομία, την παγκοσμιοποίηση κλπ. σε ένα επίπεδο αξιοζήλευτο και για ειδικούς. Οι Γάλλοι έδωσαν 55% στο ‘Οχι, παρά την κινητοποίηση όλου του κατεστημένου, σε Γαλλία και Ευρώπη. Μετά είχαμε την εξέγερση των προαστίων, είχαμε μια μεγάλη ειρηνική εξέγερση την άνοιξη, αλλά δεν δόθηκε καμιά συνέχεια. Το ‘Οχι στο ευρωσύνταγμα δεν έγινε Ναι. Γιατί;
Ερώτ. Τάχθηκα υπέρ του ‘Οχι το 2005 και δεν μετανοιώνω. Αλλά η δύναμη του ‘Οχι ήταν ετερογενής. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Υπήρχαν άνθρωποι σαν εμένα, πεπεισμένοι Ευρωπαίοι, που θεωρούσαν το Σύνταγμα κακό, γιατί ήταν ανεπαρκές και δεν επέτρεπε στην Ευρώπη προόδους. Είχατε όμως και πεπεισμένους αντι-Ευρωπαίους, που έλεγαν όχι σε οτιδήποιτε ευρωπαϊκό. Δεν γινόταν να ενωθούν όλοι αυτοί σε ένα σχέδιο. Αλλά έχετε απόλυτο δίκηο όταν λέτε ότι ήταν μια στιγμή που η συζήτηση, τοιυλάχιστο στη Γαλλία, ήταν τόσο βαθειά. Εγώ έχω ένα εξοχικό σε ένα μικρό χωριουδάκι, 300 κατοίκων, και θυμάμαι έγινε μια συγκέντρωση-συζήτηση των εκατό από τους κατοίκους, που κρατούσαν τη συνθήκη στο χέρι! ‘Ηταν μια λαϊκή εμπειρία πολύ δυνατή και το ‘Οχι κέρδισε εναντίον όλων των κατεστημένων δυνάμεων. Το συνπέρασμά μου: οι Γάλλοι είναι πολύ υπέρ της Ευρώπης, αλλά θέλουν μια Ευρώπη που τους προστατεύει, όχι μια Ευρώπη που τους εκθέτει. Θέλουν μια Ευρώπη πιο κοινωνική, πιο δημοκρατική, πιο οικολογική. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν ήταν ‘Οχι στην Ευρώπη, ήταν Ναι σε μια διαφορετική Ευρώπη και νομίζω ότι αυτό το αίσθημα το βρίσκουμε και σε πολλές άλλες χώρες. Το άλλο ζήτημα βέβαια που με σοκάρει είναι ότι δεν βγάλαμε τα δημοκρατικά συμπεράσματα από όλα αυτά. Κάθε φορά, π.χ. στις τελευταίες ευρωεκλογές υπήρχε πολύ αποχή. Λένε λοιπόν πρέπει να διδαχθούμε, να βγάλουμε συμπεράσματα. Αλλά δεν βγάζουμε κανένα συμπέρασμα. Για να γίνει δημοφιλής η Ευρώπη πρέπει να κατεβούμε στη συζήτηση, στο συγκεκριμένο...
Ερώτ. Μιλάτε για μια διαφορετική Ευρώπη. Αλλά υπάρχει έστω το περίγραμμα μιας τέτοιας, διαφορετικής Ευρώπης; Είπατε πριν σωστά ότι οι δυνάμεις του ‘Οχι ήταν ετερογενείς. Παρά την ετερογένεια όλες συμφωνούσαν στην αντίθεση στο υπερφιλελεύθερο σύστημα, όλες ήταν κριτικές απέναντι στη διεύρυνση, όλες ήθελαν μια ισχυρότερη κοινωνική πολιτική και στο βάθος υπήρχε και ένα αίτημα ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας. ‘Οσοι ψήφισαν ‘Οχι δεν ήθελαν τον φιλελευθερισμό, ήταν κριτικοί απέναντι στη διεύρυνση, ήθελαν εντονότερη κοινωνική διάσταση. Και στο βάθος, αν και δεν έγινε μεγάλη συζήτηση,υπήρχε ένα αίτημα ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας. Δεν ήταν αυτές επαρκείς συγκλίσεις;
Απάντ. ‘Εχετε δίκηο ως προς τις συγκλίσεις. Υπήρξαν αυτές οι συγκλίσεις. Από την άλλη όμως υπήρχαν πολιτικές διαφορές. Να σας δώσω ένα παράδειγμα, εγώ είμαι πεπεισμένος ευρωπαϊστής, αλλά «όχι» ψήφισαν και οι ακροδεξιοί με τους οποίους δεν έχω καμιά σχέση. Το στρατόπεδο του «όχι» ήταν ετερογενές, όπως ετερογενές ήταν και το στρατόπεδο του «ναι», είχε και δεξιούς και αριστερούς. Δεν μπορούσε να στηριχθεί εκεί ένα σχέδιο. ‘Εχετε δίκηο όμως ότι το δημιοψήφισμα σηματοδότησε την ανάγκη διαφορετικής Ευρώπης. Και δεν είναι το θεσμικό ζήτημα το σπουδαιότερο. Τους ανθρώπους τους ενδιαφέρει το περιεχόμενο, το κοινωνικό, το οικονομικό, το οικολογικό, το δημοκρατικό ζήτημα. Σε αυτά δουλεύω εγώ τώρα.
"Επίκαιρα", 4.12.2009
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Οι εκδόσεις Παπαζήση και ο συγραφέας Κώστας Λάμπος έχουν την τιμή να σας προσκαλέσουν στην παρουσίαση του βιβλίου «Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση (Οικονομία του Φόβου και της Παρακμής)» την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009, στις 6 μ.μ. στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5). Το βιβλίο θα παρουσιάσουν ο πρώην Υπουργός Παρασκευάς Αυγερινός, ο Μανώλης Γλέζος, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών Στέργιος Μπαμπανάσης και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης. Συντονίζει ο δημοσιογράφος Χρήστος Χαλαζιάς.
Ο "ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ" - ΄Τουρκία και ΕΕ
«Μητέρα» όλων των ευρωπαϊκών αντιθέσεων μοιάζει να έχει γίνει η υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ. Δεν υπάρχει σήμερα άλλο θέμα που να διχάζει περισσότερο και πιο έντονα την Ευρώπη. Διχάζει τις χώρες μεταξύ τους, τις πολιτικές παρατάξεις, αντιπαραθέτει ευρωπαϊκές «ελίτ» και κοινή γνώμη, τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ποσοστό 58% των πολιτών της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης τάσεται κατά της ένταξης της Τουρκίας, σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο που μέτρησε αυτό το θέμα, ποσοστό που φτάνει σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη στις «ιδρυτικές» χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Γαλλία (σε ύψη που προσεγγίζουν ή περνάνε το 80% κυμαίνεται επίσης η αντίθεση των πολιτών σε χώρες όπως η Αυστρία ή η Κύπρος).
Πρόκειται για αντίθεση ισχυρή και σταθερή. Το «όχι» στην Τουρκία είναι πολύ πιο «σκληρό» από το «ναι», γιατί συνοδεύεται από έντονα επιχειρήματα, που αφορούν την «αυτοεικόνα» των ευρωπαϊκών λαών, τα στοιχεία που συγκροτούν την «ταυτότητά» τους. Το «ναι», μάλλον σηματοδοτεί απλή συγκατάθεση στην ασκούμενη πολιτική των «ελίτ». Η αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών δεν έχει ληφθεί υπόψιν στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, με αποτέλεσμα η τουρκική ένταξη να θεωρείται από ορισμένους παρατηρητές ως κραυγαλέα εκδήλωση του περιβόητου «δημοκρατικού ελλείμματος» της ΕΕ
Η ευρωπαίκή κοινή γνώμη δεν λαμβάνεται πολύ υπόψιν στις αποφάσεις για την τουρκική ένταξη, αλλά και οι σχετικές αποφάσεις δεν αντανακλούν μόνο ευρωπαϊκούς προβληματισμούς και στρατηγικές. Αντανακλούν επίσης την ισχυρή και διαχρονική πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών υπέρ της διεύρυνσης της ΕΕ γενικά και της τουρκικής ένταξης ειδικά. Η πίεση ήταν κατά καιρούς τόσο ισχυρή και απροκάλυπτη, που προκάλεσε στο δημόσιες και έντονες διαμαρτυρίες Ευρωπαίων ηγετών, όπως ο Ζακ Σιράκ, ο Κώστας Σημίτης ή ο Νικολά Σαρκοζί, διαμαρτυρίες όμως που δεν είχαν συνέχεια, τουλάχιστον με τους δύο πρώτους. Συνήθως, οι αντιδρώντες Ευρωπαίοι, αφού φωνάζουν, δίνουν τελικά τη συγκατάθεσή τους - και οι ΗΠΑ δικαίως συνεχίζουν να αποκαλούνται, από μια πλειάδα αναλυτών, «μέλος-μη μέλος» της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης.
‘Ολα τα κράτη της ‘Ενωσης έχουν υποστηρίξει την προοπτική της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ και οι εκπρόσωποί τους έχουν ψηφίσει τις σχετικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές όμως συχνά δεν αντιστοιχούν σε γνήσια επιθυμία αυτών που τις παίρνουν και προσκρούουν στην αντίδραση των πολιτών. Γι’ αυτό και το ζήτημα αναζωπυρώνεται κάθε τόσο, κινδυνεύοντας με τελικό «ντελαπάρισμα». ‘Οσο προχωράει η διαδικασία και γίνεται πιο απτό το ενδεχόμενο ο Αμπντουλά Γκιουλ φερ’ ειπείν, να γίνει μια μέρα Πρόεδρος της ΕΕ, (όπως έγραψε, περίπου εκστασιασμένος από την προοπτική, ο Μάρτιν Αχτισάαρι, σε πρόσφατο άρθρο του), τόσο αυξάνονται οι επιφυλάξεις τμημάτων των ευραπαϊκών ελίτ και τόσο ενισχύεται η εχθρότητα των πολιτών.
Τα μεγάλα προβλήματα της ΕΕ μετά τη μεγάλη διεύρυνση («κόπωση της διεύρυνσης») και η οικονομική κρίση λειτουργούν επίσης ως παράγοντες υπονομευτικοί της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Σε πέντε από τα 27 κράτη της ΕΕ είτε έχουν ήδη εκδηλωθεί, είτε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εκδηλωθούν σημαντικές πολιτικές εντάσεις συνδεόμενες, άμεσα ή έμμσα, με την τουρκική ένταξη: Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα, Κύπρος.
Στη Γερμανία, ο «πυρήνας» του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου μοιάζει να έχει στραφεί, εδώ και ένα-δυο χρόνια, πλειοψηφικά, εναντίον της τουρκικής ένταξης, έστω και αν δεν το λέει ακόμα με τόση σαφήνεια, περιμένοντας να δημιουργηθούν οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες για να το πράξει. Μία από αυτές ήδη δημιουργείται, χάρη στη συστηματική δουλειά της ‘Αγκελα Μέρκελ: η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής δεξιάς, εδώ και μερικούς μήνες, τοποθετείται κατά της τουρκικής ένταξης.
Αντίθετα με τη δεξιά, οι σοσιαλδημοκράτες, η «ριζοσπαστική αριστερά», οι «πράσινοι» παραμένουν σε μεγάλο βαθμό οπαδοί της τουρκικής ένταξης, παρά το γεγονός ότι μερικά από τα βαρύτερα ονόματά τους είναι εναντίον (Χέλμουτ Σμιτ, ‘Εγκον Μπαρ, ‘Οσκαρ Λαφονταίν, Λωράν Φαμπιούς κλπ.). Μετά την πτώση του «Τείχους», αριστερά και κεντροαριστερά της Ευρώπης έσπευσαν να «ενταφιάσουν», εν ονόματι της «παγκοσμιοποίησης» ή ενός «διεθνισμού», που ενίοτε κατέληξε «διεθνισμός των αγορών», αν όχι «των πλουσίων και των ισχυρών», την έννοια του έθνους. Το έθνος όμως παραμένει σημαντική αναφορά των κοινωνιών, κύριο πλαίσιο κάποιου περιορισμού της κοινωνικής βαρβαρότητας που μπορεί να προκαλέσει η διαρκής «απελευθέρωση των αγορών», αναντικατάστατο εργαλείο οικονομικής παρέμβασης, όπως έδειξε η κρίση, αλλά και το μόνο πλαίσιο όπου οι κοινωνίες μπορούν ακόμα να ασκήσουν έναν κάποιο δημοκρατικό έλεγχο στην εξουσία. Η βιασύνη μεγάλου τμήματος της ευρωπαϊκής αριστεράς και κεντροαριστεράς να «εγκαταλείψουν» τις «εθνικές» αναφορές είναι, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, μία από τις αιτίες των πολιτικών της ηττών. Ο Νικολά Σαρκοζί δεν νίκησε μόνο γι’ αυτό το λόγο, οπωσδήποτε όιμως απέσπασε τη διαφορά που απέσπασε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, προβάλλοντας σθεναρή αντίθεση στην τουρκική υποψηφιότητα έναντι μιας αμήχανης Ρουαγιάλ.
Η αντίθεση και η υποστήριξη στην τουρκική ένταξη στην Ευρώπη ακολουθούν επίσης, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστο, τις «γραμμές» της μεγάλης σύγκρουσης του 2003, μεταξύ Παλαιάς (πιο «ευρωπαϊκής») και Νέας (πιο ατλαντικής) Ευρώπης για την εισβολή στο Ιράκ. Παρατηρούμε επίσης ξανά τον ίδιο διχασμό ανάμεσα στο πολιτικό κατεστημένο, υποχρεωμένο να σέβεται σε κάποιο βαθμό την εθνική συνείδηση και ένα οικονομικό κατεστημένο, που έχει προ πολλού διεθνοποιηθεί. Οι μεγάλες ευρωατλαντικές επιχειρήσεις ανάγκασαν Σιράκ και Σρέντερ να βάλουν νερό στο κρασί τους το 2003, μην υλοποιώντας τελικά τα σχέδια οργάνωσης μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής άμυνας, στα οποία απέβλεψαν μετά τη σύγκρουση με την Ουάσιγκτον.
Για την τελευταία δύο ζητήματα έχουν καθοριστική σημασία στην Ευρώπη: η διεύρυνση της ‘Ενωσης προς Βαλκάνια και Τουρκία (που συνοδεύει, στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό, τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τον μετασχηματισμό του σε παγκόσμιας εμβέλειας Συμμαχία) και η αποτροπή κατά το δυνατόν οποιασδήποτε, στενότερης ευρω-ρωσικής στρατηγικής προσέγγισης.
Το γαλλογερμανικό «μάλλον όχι»
Οι μεγαλύτερες συζητήσεις και αντιδράσεις για την τουρκική ένταξη έγιναν στις δύο μητροπολιτικές χώρες της Ευρώπης, τις χώρες της καρδιάς του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, Γαλλία και Γερμανία. ‘Οχι τυχαία. Η Γερμανία είναι «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης και διεκδικεί ηγετικό ρόλο στην ‘Ενωση. Αλλά, με τις σημερινές δημογραφικές τάσεις, η Τουρκία, τυχόν εντασσόμενη στην ΕΕ, μπορεί να καταστεί η ισχυρότερη χώρα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, προοπτική που «ανατινάσσει» την εικόνα της Γερμανίας και για τον δικό της, και για τον ρόλο της ΕΕ.
Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίζονται στη Γαλλία. «Η Γαλλία είναι η πατρίδα μας, η Ευρώπη το μέλλον μας», διεκήρυσσε ο Φρανσουά Μιτεράν, στην προσπάθειά του να πείσει τους πολύ απρόθυμους συμπατριώτες του να υποστηρίξουν τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Στην πορεία όμως, η «μεγάλη διεύρυνση», ο «Πολωνός υδραυλικός», η απώλεια θέσεων εργασίας, η ακρίβεια του «ευρώ» κατέστρεψαν την έλξη μιας διαρκώς διευρυνόμενης, απομακρυνόμενης από τους πολίτες, όλο και πιο φιλελεύθερης Ευρώπης. Κλόνισαν συθέμελα την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Το αποτέλεσμα ήταν το «’Οχι» στην ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη (που, εμμέσως τουλάχιστον, μπορεί να θεωρηθεί και όχι στη διεύρυνση, ιδίως προς την Τουρκία) και οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις του Νοεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2006. Μη υπαρχούσης αξιόπιστης πολιτικής πρότασης της σοσιαλιστικής ή «ριζοσπαστικής» αριστεράς, το «ταμείο» της «αναμπουμπούλας» τόκανε η νεοδεξιά του Σαρκοζί, ενταφιάζοντας τον γκωλισμό εν ονόματί του και κατατροπώντας τους σοσιαλιστές με βασικό όπλο την αντίθεση στην τουρκική ένταξη. Οι πιο «αριστεριστές», αφού «θριάμβευσαν» το 2005-06, «πήγαν για βρούβες» το 2007.
Η Γαλλία θεωρεί εαυτήν προικισμένη με μια «ιδιαίτερη αποστολή» παγκόσμιας εμβέλειας, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης. Γαλλία και Γερμανία διατηρούν τη φιλοδοξία σημαντικού διεθνούς ρόλου, όπως φάνηκε το 2003, με την αντίθεσή τους στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο, μόνον οι πολίτες Γαλλίας, Γερμανίας και Λουξεμβούργου αποδίδουν πρωτεύουσα σημασία, για να καθορίσουν τη δική τους στάση απέναντι στη διεύρυνση, στις συνέπειες που θα έχει στον διεθνή ρόλο της ΕΕ. Μόνο δηλαδή στις τρεις αυτές χώρες, οι πολίτες έχουν ισχυρή δέσμευση με την ΕΕ και οι λαοί τους θεωρούν ακόμα εαυτούς υποκείμενα και όχι απλά αντικείμενα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Στις υπόλοιπες 24 μοιάζουν μάλλον να θεωρούν την ΕΕ περίπου ως «εξωτερική συνθήκη», που δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να επηρεάσουν, εκτός από ζητήματα πολύ στενού εθνικού συμφέροντος.
Το πρόβλημα με το Παρίσι είναι ότι στερείται στρατηγικής και προσπαθεί να συνδυάσει διαφορετικές επιδιώξεις, όπως την ευθυγράμμιση με την αμερικανική πολιτική, την αντίθεση στην τουρκική ένταξη και την εξυπηρέτηση των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στην Τουρκία, πράγμα βέβαια δύσκολο. Το 2005, οι Γάλλοι δοκίμασαν να παίξουν το «κυπριακό» χαρτί, με τον Πρωθυπουργό Βιλπέν να χαρακτηρίζει αδιανόητη την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ, την Κυπριακή Δημοκρατία. Λευκωσία και Αθήνα κατατρόμαξαν με τη γαλλική συμπαράσταση, αναγκάζοντας το Παρίσι σε αναδίπλωση και έναρξη διαπραγματεύσεων, με μόνο όρο το άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών/αεροδρομίων (που κι αυτό δεν έγινε). Ο Γάλλος πρέσβης στη Λευκωσία δήλωσε χαρακτηριστικά: «δεν μπορούμε να γίνουμε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους». Το ίδιο χαρτί χρησιμοποίησε και η Μέρκελ υπενθυμίζοντας, με επιστολή της προς τα κόμματα της ευρωπαϊκής δεξιάς, πριν την απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων, την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Δεν συνάντησε όμως επαρκή ανταπόκριση, ούτε καν από την ελλαδική ή κυπριακή δεξιά.
Ως Πρόεδρος, ο Σαρκοζί ακολούθησε αντιφατική πολιτική. Από τη μια κατήργησε συνταγματική διάταξη που προνοούσε για δημοψήφισμα έγκρισης κάθε νέας ένταξης, αίροντας πρακτικά με τον τρόπο αυτό το σημαντικότερο εμπόδιο στην τουρκική ένταξη. Από την άλλη, χρησιμοποίησε την αντίθεση στην ένταξη αυτή ως κύριο προεκλογικό όπλο για τις ευρωεκλογές. Δεν συγκατατέθηκε επίσης στο άνοιγμα αριθμού κεφαλαίων, που σχετίζονται με την προοπτικήπλήρους ένταξης και επέμεινε στον όρο «ανοιχτής κατάληξης» για τις ενταξιακές διαδικασίες, υποστηρίζοντας, όπως και η Γερμανή Καγκελλάριος, την ιδέα μιας «ειδικής σχέσης». Πιο διακριτικά, αλλά με σαφήνεια η Μέρκελ κατέστησε το ζήτημα της τουρκικής ένταξης «σταθερά» του προεκλογικού προγράμματος των Χριστιανοδημοκρατών στις τελευταίες ευρωεκλογές. Η σαφής θέση όμως των Γερμανών Φιλελευθέρων, κυβερνητικών συμμάχων των Χριστιανοδημοκρατών, μετά τις τελευταίες εκλογές, την εμποδίζει να δράσει αποτελεσματικά εναντίον της τουρκικής ένταξης.
Το κύριο επιχείρημα της γαλλο-γερμανικής δεξιάς το διατύπωσε επιγραμματικά ο Σαρκοζί: «Αν η Τουρκία ήταν ευρωπαϊκή θα το ξέραμε». Διάχυτη άλλωστε είναι, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σε όλη την Ευρώπη, η άποψη ότι η Τουρκία απλά «δεν χωράει» σε μια ‘Ενωση που ήδη αντιμετωπίζει αδυναμία «διακυβέρνησης». Οι σοσιαλιστές, στην άμυνα λόγω των διαθέσεων της κοινής γνώμης, απαντούν λέγοντας ότι έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις έναντι της ‘Αγκυρας. Πολλοί αριστεροί υποστηρίζουν επίσης ότι οι αντιδρώντες στην Τουρκία εμφορούνται από ρατσιστική ή ισλαμοφοβική ιδεολογία.
Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς οι «φίλοι του Ισλάμ» που επιδιώκουν την τουρκική ένταξη – υφίσταται αξιοσημείωτη σύμπτωση, σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο γαλλικό επίπεδο, ανάμεσα σε όσους υποστήριξαν τις πρόσφατες εισβολές στη Μέση Ανατολή και σε όσους υποστηρίζουν την ένταξη. Σε Ελλάδα και Κύπρο, το κύριο επιχείρημα υπέρ της ένταξης είναι η πιθανολόγηση της «μεταμόρφωσης» της Τουρκίας σε «ειρηνικό», «πολιτισμένο», «Ευρωπαίο» γείτονα, με μικρό ρόλο του στρατού, τέτοια συζήτηση όμως δεν γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ένταξης είναι, αντίθετα, ο μεγάλος στρατός της Τουρκίας! Η ένταξη, λέει π.χ. ο Καρλ Μπιλντ, είναι απαραίτητη για την ενδυνάμωση της Ευρώπης, λόγω του γεωπολιτικού ρόλου της Τουρκίας, που διαθέτει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό στο ΝΑΤΟ, γεγονός που θεωρείται καθοριστικό πλεονέκτημα.
Το ότι μια πλειοψηφία πολιτικής τάξης και πολιτών σε Γαλλία-Γερμανία είναι αντίθετη με την τουρκική ένταξη ρίχνει βαριά σκιά στην ενταξιακή διαδικασία. Ωστόσο, η πολιτική και στρατηγική ασυνέπεια του Παρισιού και του Βερολίνου, έχει ως αποτέλεσμα να είναι μάλλον στην «άμυνα». Σε μια χαρακτηριστική κρίση «αλαζονίτιδας», ο Τούρκος υπεύθυνος για την ένταξη Εγκεμέν Μπαγκίς, εμφανίστηκε πρόσφατα στην Αθήνα, βέβαιος για την κατάληξη, παρά τις γαλλικές και γερμανικές επιφυλάξεις. Και πρόσθεσε ότι, Σαρκοζί και Μέρκελ κοροϊδεύουν τους λαούς τους αναφερόμενοι σε «ειδική σχέση». Τη θέση Σαρκοζί-Μέρκελ αδυνατίζει εξάλλου η φανατική υποστήριξη της τουρκικής ένταξης από τον, ομοϊδεάτη τους κατά τα άλλα, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Βρετανία και «Νέα Ευρώπη»: «ναι σε όλα»
Αν οι Γαλλογερμανοί διακρίνονται για ασάφεια, ασυνέπεια και δισταγμούς, οι Βρετανοί διακρίνονται για μακρόχρονη συνέπεια και συστηματική κινητοποίηση της διπλωματίας τους υπέρ της Τουρκίας. Αποφασιστικότητα που τους προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα.
Γιατί όμως η Βρετανία θέλει τόσο πολύ την ένταξη; Αν πιστέψουμε τον Βρετανό συγγραφέα και σημαντικό ιστορικό και στρατηγικό αναλυτή ‘Αντριου Μάνγκο, το Λονδίνο είναι «ενθουσιασμένο» με την τουρκική ένταξη για τρεις λόγους:. «Πρώτον, θα ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της ‘Ενωσης σε ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, όνειρο της Βρετανίας από τον καιρό της EFTA. Δεύτερο, θα καταστρέψει την κοινή αγροτική πολιτική. Τρίτο, θα εισάγει στο εσωτερικό της ΕΕ έναν Δούρειο ‘Ιππο της Ουάσιγκτον».
Ο βρετανικός λαός βέβαια δεν διακρίνεται για ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Καλά τα «γεωπολιτικά» επιχειρήματα, αλλά είναι εν τέλει δύσκολο σε έναν χρηματιστή του Σίτυ ή έναν λογιστή της Γλασκώβης να νοιώσει ότι βρίσκεται στην ίδια «οικογένεια» με μια Κούρδισσα του Ντιαρμπακίρ που μεγαλώνει δέκα παιδιά και τη ξυλοφοτώνει ο άντρας της. ‘Αλλοι τόποι, άλλοι ιστορικοί χρόνοι, άλλες θρησκείες, άλλη ζωή.
Αλλά το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας δεν είναι μεγάλο εσωτερικό θέμα για τους Βρετανούς, όπως δεν είναι για τους Σκανδιναβούς και τους Ανατολικοευρωπαίους, οι κυβερνήσεις των οποίων συντάσσονται συνήθως με τον ατλαντικό «άξονα» εντός της Ευρώπης. Η Βρετανία δεν νοιώθει απολύτως ταυτισμένη με την Ευρώπη. Ούτε εκεί, ούτε στην Αν. Ευρώπη και τη Σκανδιναβία αντιμετωπίζουν την ευρωπαϊκή οικοδόμηση με τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι Γαλλογερμανοί ή οι ‘Ελληνες. Για άλλους είναι ένας διεθνής οργανισμός όπως όλοι οι άλλοι, ένας ΟΗΕ με νόμισμα, για άλλους μια αγελάδα προς άρμεγμα, ενώ δεν λείπουν αυτοί που κερδίζουν κάνοντας τα ρουσφέτια της υπερδύναμης εντός της ΕΕ. Το Παρίσι και το Βερολίνο βρέθηκαν έτσι περίπου μειοψηφία στην ίδια την ‘Ενωση που ίδρυσαν, βλέποντας τα νέα μέλη να αλλοιθωρίζουν προς εξωευρωπαϊκά κέντρα, όχι προς τον Πύργο του ‘Αιφελ και την Πύλη του Βραδεμβούργου.
Ελλάδα-Κύπρος: ειδική περίπτωση
Ειδική φυσικά είναι η περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου, που αντιμετωπίζει, η μεν πρώτη, στρατιωτική απειλή από την Τουρκία, υποχρεούμενη σε μια τεράστια κούρσα εξοπλισμών, η δε δεύτερη υπέστη εισβολή και εθνοκάθαρση από την Τουρκία το 1974, με μεγάλο μέρος της επικράτειάς της να παραμένει και σήμερα υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή.
Η ελληνική αντίθεση ήταν το κύριο και απροσπέλαστο εμπόδιο για οποιαδήποτε συζήτηση για τουρκική ένταξη τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική αυτή άλλαξε αποφασιστικά στο Ελσίνκι, το 1999. ‘Εκτοτε, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πολιτικού κόσμου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υποστήριξε αναφανδόν την ένταξη της Τουρκίας, με το επιχείρημα ότι αυτή η πολιτική «εξευρωπαϊσμού» θα οδηγήσει σε εκδημοκρατισμό, μείωση του ρόλου του στρατού, άρση του τουρκικού επεκτατισμού και επίλυση του κυπριακού, καθιστώντας τα ελληνοτουρκικά ευρωτουρκικά ζητήματα. Την ένταξη της Τουρκίας υποστηρίζει και η πολιτική ηγεσία της Λευκωσίας, μετά το 2004, όταν εντάχθηκε η Κύπρος στην ΕΕ. Η ελλαδική και κυπριακή υποστήριξη προς την τουρκική ένταξη ήταν και συνεχίζει να είναι, ακριβώς λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν Αθήνα και Λευκωσία, μια τεράστια πολιτικο-διπλωματική συνηγορία στην τουρκική επιδίωξη.
Στην Ελλάδα έχει γίνει ελάχιστη και στην Κύπρο καθόλου συζήτηση για τα υπέρ και κατά της τουρκικής ένταξης, παρόλο που αυτές είναι οι δύο χώρες που ήδη επηρεάζονται θα επηρεασθούν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα (η τουρκική ενταξιακή πορεία ήταν ο καταλύτης τόσο των προσπαθειών λύσης του κυπριακού το 2000-2002 που κατέληξαν στο απορριφθέν σχέδιο Ανάν, όσο και ο καταλύτης της τωρινής προσπάθειας Χριστόφια-Ταλάτ).
Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο ζήτημα αυτό μετριώνται συνήθως αποσπασματικά, όταν υπάρχουν γεγονότα στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα για το γενικό θέμα της ένταξης δίνει μια ελαφρά πλειοψηφία υπέρ αυτής, νοούμενης όμως ως συνοδευόμενης από την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. ‘Οταν τέθηκε ερώτημα, με αφορμή αντίστοιχες συνόδους, για το τι πρέπει να κάνει η Αθήνα, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της (άνοιγμα λιμανιών-αεροδρομίων στα κυπριακά σκάφη), ποσοστά 75-90% ήταν υπέρ του βέτο στην ‘Αγκυρα.
Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων (82% του νόμιμου κυπριακού πληθυσμού), μια μεγάλη πλειοψηφία δηλώνει τώρα στις δημοσκοπήσεις ότι θέλει βέτο στην τουρκική ένταξη τον Δεκέμβριο, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Το 80% των Ελληνοκυπρίων είναι αντίθετο πάντως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, στην ένταξη της Τουρκίας και προτιμά ειδική σχέση. Η ελαφρά απόκλιση στη στάση των κατοίκων της μητροπολιτικής Ελλάδας και της Κύπρου οφείλεται προφανώς στον πιο άμεσο χαρακτήρα της τουρκικής επιβουλής κατά των Ελληνοκυπρίων. Υπέρ της τουρκικής ένταξης τάσσεται το 57% των Τουρκοκυπρίων, ποσοστό ρεκόρ στο σύνολο της ΕΕ (αν και δεν είναι σαφές από τις σχετικές δημοσκοπήσεις, κατά πόσον έγιναν μεταξύ αυθεντικών Τουρκοκυπρίων ή εν γένει κατοίκων του κατεχομένου τμήματος του νησιού).
Τέλος, μια ορισμένη ασάφεια επικρατεί, το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει, ως προς τις θέσεις και τις απαιτήσεις Αθήνας και Λευκωσίας από την Τουρκία, ως προϋπόθεση υποστήριξης του αιτήματός της. Το πιο συγκεκριμένο που της έχει ζητηθεί, προκαλώντας το πάγωμα οκτώ κεφαλαίων και την εκ νέου αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, ήταν η εφαρμογή του τελωνειακού πρωτοκόλλου, δηλαδή το άνοιγμα των λιμανιών και αεροδρομίων. Δεν έχει τεθεί ως συγκεκριμένος όρος η άρση του casus belli, η άρση των διεκδικήσεων στο Αιγαίο (γκρίζες ζώνες), η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αποχώρηση του στρατού κατοχής. Εν όψει Δεκεμβρίου, αναμένεται η αποσαφήνιση της γραμμής της νεοεκλεγείσας ελληνικής κυβέρνησης.
Η ελληνική κοινή γνώμη ζητάει σε ποσοστά 70-90% να θέσει η Αθήνα βέτο στην ενταξιακή πορεία, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της.
"Κόσμος του Επενδυτή", 5.12.2009
Πρόκειται για αντίθεση ισχυρή και σταθερή. Το «όχι» στην Τουρκία είναι πολύ πιο «σκληρό» από το «ναι», γιατί συνοδεύεται από έντονα επιχειρήματα, που αφορούν την «αυτοεικόνα» των ευρωπαϊκών λαών, τα στοιχεία που συγκροτούν την «ταυτότητά» τους. Το «ναι», μάλλον σηματοδοτεί απλή συγκατάθεση στην ασκούμενη πολιτική των «ελίτ». Η αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών δεν έχει ληφθεί υπόψιν στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, με αποτέλεσμα η τουρκική ένταξη να θεωρείται από ορισμένους παρατηρητές ως κραυγαλέα εκδήλωση του περιβόητου «δημοκρατικού ελλείμματος» της ΕΕ
Η ευρωπαίκή κοινή γνώμη δεν λαμβάνεται πολύ υπόψιν στις αποφάσεις για την τουρκική ένταξη, αλλά και οι σχετικές αποφάσεις δεν αντανακλούν μόνο ευρωπαϊκούς προβληματισμούς και στρατηγικές. Αντανακλούν επίσης την ισχυρή και διαχρονική πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών υπέρ της διεύρυνσης της ΕΕ γενικά και της τουρκικής ένταξης ειδικά. Η πίεση ήταν κατά καιρούς τόσο ισχυρή και απροκάλυπτη, που προκάλεσε στο δημόσιες και έντονες διαμαρτυρίες Ευρωπαίων ηγετών, όπως ο Ζακ Σιράκ, ο Κώστας Σημίτης ή ο Νικολά Σαρκοζί, διαμαρτυρίες όμως που δεν είχαν συνέχεια, τουλάχιστον με τους δύο πρώτους. Συνήθως, οι αντιδρώντες Ευρωπαίοι, αφού φωνάζουν, δίνουν τελικά τη συγκατάθεσή τους - και οι ΗΠΑ δικαίως συνεχίζουν να αποκαλούνται, από μια πλειάδα αναλυτών, «μέλος-μη μέλος» της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης.
‘Ολα τα κράτη της ‘Ενωσης έχουν υποστηρίξει την προοπτική της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ και οι εκπρόσωποί τους έχουν ψηφίσει τις σχετικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές όμως συχνά δεν αντιστοιχούν σε γνήσια επιθυμία αυτών που τις παίρνουν και προσκρούουν στην αντίδραση των πολιτών. Γι’ αυτό και το ζήτημα αναζωπυρώνεται κάθε τόσο, κινδυνεύοντας με τελικό «ντελαπάρισμα». ‘Οσο προχωράει η διαδικασία και γίνεται πιο απτό το ενδεχόμενο ο Αμπντουλά Γκιουλ φερ’ ειπείν, να γίνει μια μέρα Πρόεδρος της ΕΕ, (όπως έγραψε, περίπου εκστασιασμένος από την προοπτική, ο Μάρτιν Αχτισάαρι, σε πρόσφατο άρθρο του), τόσο αυξάνονται οι επιφυλάξεις τμημάτων των ευραπαϊκών ελίτ και τόσο ενισχύεται η εχθρότητα των πολιτών.
Τα μεγάλα προβλήματα της ΕΕ μετά τη μεγάλη διεύρυνση («κόπωση της διεύρυνσης») και η οικονομική κρίση λειτουργούν επίσης ως παράγοντες υπονομευτικοί της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Σε πέντε από τα 27 κράτη της ΕΕ είτε έχουν ήδη εκδηλωθεί, είτε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εκδηλωθούν σημαντικές πολιτικές εντάσεις συνδεόμενες, άμεσα ή έμμσα, με την τουρκική ένταξη: Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα, Κύπρος.
Στη Γερμανία, ο «πυρήνας» του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου μοιάζει να έχει στραφεί, εδώ και ένα-δυο χρόνια, πλειοψηφικά, εναντίον της τουρκικής ένταξης, έστω και αν δεν το λέει ακόμα με τόση σαφήνεια, περιμένοντας να δημιουργηθούν οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες για να το πράξει. Μία από αυτές ήδη δημιουργείται, χάρη στη συστηματική δουλειά της ‘Αγκελα Μέρκελ: η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής δεξιάς, εδώ και μερικούς μήνες, τοποθετείται κατά της τουρκικής ένταξης.
Αντίθετα με τη δεξιά, οι σοσιαλδημοκράτες, η «ριζοσπαστική αριστερά», οι «πράσινοι» παραμένουν σε μεγάλο βαθμό οπαδοί της τουρκικής ένταξης, παρά το γεγονός ότι μερικά από τα βαρύτερα ονόματά τους είναι εναντίον (Χέλμουτ Σμιτ, ‘Εγκον Μπαρ, ‘Οσκαρ Λαφονταίν, Λωράν Φαμπιούς κλπ.). Μετά την πτώση του «Τείχους», αριστερά και κεντροαριστερά της Ευρώπης έσπευσαν να «ενταφιάσουν», εν ονόματι της «παγκοσμιοποίησης» ή ενός «διεθνισμού», που ενίοτε κατέληξε «διεθνισμός των αγορών», αν όχι «των πλουσίων και των ισχυρών», την έννοια του έθνους. Το έθνος όμως παραμένει σημαντική αναφορά των κοινωνιών, κύριο πλαίσιο κάποιου περιορισμού της κοινωνικής βαρβαρότητας που μπορεί να προκαλέσει η διαρκής «απελευθέρωση των αγορών», αναντικατάστατο εργαλείο οικονομικής παρέμβασης, όπως έδειξε η κρίση, αλλά και το μόνο πλαίσιο όπου οι κοινωνίες μπορούν ακόμα να ασκήσουν έναν κάποιο δημοκρατικό έλεγχο στην εξουσία. Η βιασύνη μεγάλου τμήματος της ευρωπαϊκής αριστεράς και κεντροαριστεράς να «εγκαταλείψουν» τις «εθνικές» αναφορές είναι, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, μία από τις αιτίες των πολιτικών της ηττών. Ο Νικολά Σαρκοζί δεν νίκησε μόνο γι’ αυτό το λόγο, οπωσδήποτε όιμως απέσπασε τη διαφορά που απέσπασε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, προβάλλοντας σθεναρή αντίθεση στην τουρκική υποψηφιότητα έναντι μιας αμήχανης Ρουαγιάλ.
Η αντίθεση και η υποστήριξη στην τουρκική ένταξη στην Ευρώπη ακολουθούν επίσης, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστο, τις «γραμμές» της μεγάλης σύγκρουσης του 2003, μεταξύ Παλαιάς (πιο «ευρωπαϊκής») και Νέας (πιο ατλαντικής) Ευρώπης για την εισβολή στο Ιράκ. Παρατηρούμε επίσης ξανά τον ίδιο διχασμό ανάμεσα στο πολιτικό κατεστημένο, υποχρεωμένο να σέβεται σε κάποιο βαθμό την εθνική συνείδηση και ένα οικονομικό κατεστημένο, που έχει προ πολλού διεθνοποιηθεί. Οι μεγάλες ευρωατλαντικές επιχειρήσεις ανάγκασαν Σιράκ και Σρέντερ να βάλουν νερό στο κρασί τους το 2003, μην υλοποιώντας τελικά τα σχέδια οργάνωσης μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής άμυνας, στα οποία απέβλεψαν μετά τη σύγκρουση με την Ουάσιγκτον.
Για την τελευταία δύο ζητήματα έχουν καθοριστική σημασία στην Ευρώπη: η διεύρυνση της ‘Ενωσης προς Βαλκάνια και Τουρκία (που συνοδεύει, στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό, τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τον μετασχηματισμό του σε παγκόσμιας εμβέλειας Συμμαχία) και η αποτροπή κατά το δυνατόν οποιασδήποτε, στενότερης ευρω-ρωσικής στρατηγικής προσέγγισης.
Το γαλλογερμανικό «μάλλον όχι»
Οι μεγαλύτερες συζητήσεις και αντιδράσεις για την τουρκική ένταξη έγιναν στις δύο μητροπολιτικές χώρες της Ευρώπης, τις χώρες της καρδιάς του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, Γαλλία και Γερμανία. ‘Οχι τυχαία. Η Γερμανία είναι «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης και διεκδικεί ηγετικό ρόλο στην ‘Ενωση. Αλλά, με τις σημερινές δημογραφικές τάσεις, η Τουρκία, τυχόν εντασσόμενη στην ΕΕ, μπορεί να καταστεί η ισχυρότερη χώρα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, προοπτική που «ανατινάσσει» την εικόνα της Γερμανίας και για τον δικό της, και για τον ρόλο της ΕΕ.
Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίζονται στη Γαλλία. «Η Γαλλία είναι η πατρίδα μας, η Ευρώπη το μέλλον μας», διεκήρυσσε ο Φρανσουά Μιτεράν, στην προσπάθειά του να πείσει τους πολύ απρόθυμους συμπατριώτες του να υποστηρίξουν τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Στην πορεία όμως, η «μεγάλη διεύρυνση», ο «Πολωνός υδραυλικός», η απώλεια θέσεων εργασίας, η ακρίβεια του «ευρώ» κατέστρεψαν την έλξη μιας διαρκώς διευρυνόμενης, απομακρυνόμενης από τους πολίτες, όλο και πιο φιλελεύθερης Ευρώπης. Κλόνισαν συθέμελα την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Το αποτέλεσμα ήταν το «’Οχι» στην ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη (που, εμμέσως τουλάχιστον, μπορεί να θεωρηθεί και όχι στη διεύρυνση, ιδίως προς την Τουρκία) και οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις του Νοεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2006. Μη υπαρχούσης αξιόπιστης πολιτικής πρότασης της σοσιαλιστικής ή «ριζοσπαστικής» αριστεράς, το «ταμείο» της «αναμπουμπούλας» τόκανε η νεοδεξιά του Σαρκοζί, ενταφιάζοντας τον γκωλισμό εν ονόματί του και κατατροπώντας τους σοσιαλιστές με βασικό όπλο την αντίθεση στην τουρκική ένταξη. Οι πιο «αριστεριστές», αφού «θριάμβευσαν» το 2005-06, «πήγαν για βρούβες» το 2007.
Η Γαλλία θεωρεί εαυτήν προικισμένη με μια «ιδιαίτερη αποστολή» παγκόσμιας εμβέλειας, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης. Γαλλία και Γερμανία διατηρούν τη φιλοδοξία σημαντικού διεθνούς ρόλου, όπως φάνηκε το 2003, με την αντίθεσή τους στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο, μόνον οι πολίτες Γαλλίας, Γερμανίας και Λουξεμβούργου αποδίδουν πρωτεύουσα σημασία, για να καθορίσουν τη δική τους στάση απέναντι στη διεύρυνση, στις συνέπειες που θα έχει στον διεθνή ρόλο της ΕΕ. Μόνο δηλαδή στις τρεις αυτές χώρες, οι πολίτες έχουν ισχυρή δέσμευση με την ΕΕ και οι λαοί τους θεωρούν ακόμα εαυτούς υποκείμενα και όχι απλά αντικείμενα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Στις υπόλοιπες 24 μοιάζουν μάλλον να θεωρούν την ΕΕ περίπου ως «εξωτερική συνθήκη», που δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να επηρεάσουν, εκτός από ζητήματα πολύ στενού εθνικού συμφέροντος.
Το πρόβλημα με το Παρίσι είναι ότι στερείται στρατηγικής και προσπαθεί να συνδυάσει διαφορετικές επιδιώξεις, όπως την ευθυγράμμιση με την αμερικανική πολιτική, την αντίθεση στην τουρκική ένταξη και την εξυπηρέτηση των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στην Τουρκία, πράγμα βέβαια δύσκολο. Το 2005, οι Γάλλοι δοκίμασαν να παίξουν το «κυπριακό» χαρτί, με τον Πρωθυπουργό Βιλπέν να χαρακτηρίζει αδιανόητη την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ, την Κυπριακή Δημοκρατία. Λευκωσία και Αθήνα κατατρόμαξαν με τη γαλλική συμπαράσταση, αναγκάζοντας το Παρίσι σε αναδίπλωση και έναρξη διαπραγματεύσεων, με μόνο όρο το άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών/αεροδρομίων (που κι αυτό δεν έγινε). Ο Γάλλος πρέσβης στη Λευκωσία δήλωσε χαρακτηριστικά: «δεν μπορούμε να γίνουμε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους». Το ίδιο χαρτί χρησιμοποίησε και η Μέρκελ υπενθυμίζοντας, με επιστολή της προς τα κόμματα της ευρωπαϊκής δεξιάς, πριν την απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων, την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Δεν συνάντησε όμως επαρκή ανταπόκριση, ούτε καν από την ελλαδική ή κυπριακή δεξιά.
Ως Πρόεδρος, ο Σαρκοζί ακολούθησε αντιφατική πολιτική. Από τη μια κατήργησε συνταγματική διάταξη που προνοούσε για δημοψήφισμα έγκρισης κάθε νέας ένταξης, αίροντας πρακτικά με τον τρόπο αυτό το σημαντικότερο εμπόδιο στην τουρκική ένταξη. Από την άλλη, χρησιμοποίησε την αντίθεση στην ένταξη αυτή ως κύριο προεκλογικό όπλο για τις ευρωεκλογές. Δεν συγκατατέθηκε επίσης στο άνοιγμα αριθμού κεφαλαίων, που σχετίζονται με την προοπτικήπλήρους ένταξης και επέμεινε στον όρο «ανοιχτής κατάληξης» για τις ενταξιακές διαδικασίες, υποστηρίζοντας, όπως και η Γερμανή Καγκελλάριος, την ιδέα μιας «ειδικής σχέσης». Πιο διακριτικά, αλλά με σαφήνεια η Μέρκελ κατέστησε το ζήτημα της τουρκικής ένταξης «σταθερά» του προεκλογικού προγράμματος των Χριστιανοδημοκρατών στις τελευταίες ευρωεκλογές. Η σαφής θέση όμως των Γερμανών Φιλελευθέρων, κυβερνητικών συμμάχων των Χριστιανοδημοκρατών, μετά τις τελευταίες εκλογές, την εμποδίζει να δράσει αποτελεσματικά εναντίον της τουρκικής ένταξης.
Το κύριο επιχείρημα της γαλλο-γερμανικής δεξιάς το διατύπωσε επιγραμματικά ο Σαρκοζί: «Αν η Τουρκία ήταν ευρωπαϊκή θα το ξέραμε». Διάχυτη άλλωστε είναι, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σε όλη την Ευρώπη, η άποψη ότι η Τουρκία απλά «δεν χωράει» σε μια ‘Ενωση που ήδη αντιμετωπίζει αδυναμία «διακυβέρνησης». Οι σοσιαλιστές, στην άμυνα λόγω των διαθέσεων της κοινής γνώμης, απαντούν λέγοντας ότι έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις έναντι της ‘Αγκυρας. Πολλοί αριστεροί υποστηρίζουν επίσης ότι οι αντιδρώντες στην Τουρκία εμφορούνται από ρατσιστική ή ισλαμοφοβική ιδεολογία.
Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς οι «φίλοι του Ισλάμ» που επιδιώκουν την τουρκική ένταξη – υφίσταται αξιοσημείωτη σύμπτωση, σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο γαλλικό επίπεδο, ανάμεσα σε όσους υποστήριξαν τις πρόσφατες εισβολές στη Μέση Ανατολή και σε όσους υποστηρίζουν την ένταξη. Σε Ελλάδα και Κύπρο, το κύριο επιχείρημα υπέρ της ένταξης είναι η πιθανολόγηση της «μεταμόρφωσης» της Τουρκίας σε «ειρηνικό», «πολιτισμένο», «Ευρωπαίο» γείτονα, με μικρό ρόλο του στρατού, τέτοια συζήτηση όμως δεν γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ένταξης είναι, αντίθετα, ο μεγάλος στρατός της Τουρκίας! Η ένταξη, λέει π.χ. ο Καρλ Μπιλντ, είναι απαραίτητη για την ενδυνάμωση της Ευρώπης, λόγω του γεωπολιτικού ρόλου της Τουρκίας, που διαθέτει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό στο ΝΑΤΟ, γεγονός που θεωρείται καθοριστικό πλεονέκτημα.
Το ότι μια πλειοψηφία πολιτικής τάξης και πολιτών σε Γαλλία-Γερμανία είναι αντίθετη με την τουρκική ένταξη ρίχνει βαριά σκιά στην ενταξιακή διαδικασία. Ωστόσο, η πολιτική και στρατηγική ασυνέπεια του Παρισιού και του Βερολίνου, έχει ως αποτέλεσμα να είναι μάλλον στην «άμυνα». Σε μια χαρακτηριστική κρίση «αλαζονίτιδας», ο Τούρκος υπεύθυνος για την ένταξη Εγκεμέν Μπαγκίς, εμφανίστηκε πρόσφατα στην Αθήνα, βέβαιος για την κατάληξη, παρά τις γαλλικές και γερμανικές επιφυλάξεις. Και πρόσθεσε ότι, Σαρκοζί και Μέρκελ κοροϊδεύουν τους λαούς τους αναφερόμενοι σε «ειδική σχέση». Τη θέση Σαρκοζί-Μέρκελ αδυνατίζει εξάλλου η φανατική υποστήριξη της τουρκικής ένταξης από τον, ομοϊδεάτη τους κατά τα άλλα, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Βρετανία και «Νέα Ευρώπη»: «ναι σε όλα»
Αν οι Γαλλογερμανοί διακρίνονται για ασάφεια, ασυνέπεια και δισταγμούς, οι Βρετανοί διακρίνονται για μακρόχρονη συνέπεια και συστηματική κινητοποίηση της διπλωματίας τους υπέρ της Τουρκίας. Αποφασιστικότητα που τους προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα.
Γιατί όμως η Βρετανία θέλει τόσο πολύ την ένταξη; Αν πιστέψουμε τον Βρετανό συγγραφέα και σημαντικό ιστορικό και στρατηγικό αναλυτή ‘Αντριου Μάνγκο, το Λονδίνο είναι «ενθουσιασμένο» με την τουρκική ένταξη για τρεις λόγους:. «Πρώτον, θα ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της ‘Ενωσης σε ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, όνειρο της Βρετανίας από τον καιρό της EFTA. Δεύτερο, θα καταστρέψει την κοινή αγροτική πολιτική. Τρίτο, θα εισάγει στο εσωτερικό της ΕΕ έναν Δούρειο ‘Ιππο της Ουάσιγκτον».
Ο βρετανικός λαός βέβαια δεν διακρίνεται για ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Καλά τα «γεωπολιτικά» επιχειρήματα, αλλά είναι εν τέλει δύσκολο σε έναν χρηματιστή του Σίτυ ή έναν λογιστή της Γλασκώβης να νοιώσει ότι βρίσκεται στην ίδια «οικογένεια» με μια Κούρδισσα του Ντιαρμπακίρ που μεγαλώνει δέκα παιδιά και τη ξυλοφοτώνει ο άντρας της. ‘Αλλοι τόποι, άλλοι ιστορικοί χρόνοι, άλλες θρησκείες, άλλη ζωή.
Αλλά το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας δεν είναι μεγάλο εσωτερικό θέμα για τους Βρετανούς, όπως δεν είναι για τους Σκανδιναβούς και τους Ανατολικοευρωπαίους, οι κυβερνήσεις των οποίων συντάσσονται συνήθως με τον ατλαντικό «άξονα» εντός της Ευρώπης. Η Βρετανία δεν νοιώθει απολύτως ταυτισμένη με την Ευρώπη. Ούτε εκεί, ούτε στην Αν. Ευρώπη και τη Σκανδιναβία αντιμετωπίζουν την ευρωπαϊκή οικοδόμηση με τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι Γαλλογερμανοί ή οι ‘Ελληνες. Για άλλους είναι ένας διεθνής οργανισμός όπως όλοι οι άλλοι, ένας ΟΗΕ με νόμισμα, για άλλους μια αγελάδα προς άρμεγμα, ενώ δεν λείπουν αυτοί που κερδίζουν κάνοντας τα ρουσφέτια της υπερδύναμης εντός της ΕΕ. Το Παρίσι και το Βερολίνο βρέθηκαν έτσι περίπου μειοψηφία στην ίδια την ‘Ενωση που ίδρυσαν, βλέποντας τα νέα μέλη να αλλοιθωρίζουν προς εξωευρωπαϊκά κέντρα, όχι προς τον Πύργο του ‘Αιφελ και την Πύλη του Βραδεμβούργου.
Ελλάδα-Κύπρος: ειδική περίπτωση
Ειδική φυσικά είναι η περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου, που αντιμετωπίζει, η μεν πρώτη, στρατιωτική απειλή από την Τουρκία, υποχρεούμενη σε μια τεράστια κούρσα εξοπλισμών, η δε δεύτερη υπέστη εισβολή και εθνοκάθαρση από την Τουρκία το 1974, με μεγάλο μέρος της επικράτειάς της να παραμένει και σήμερα υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή.
Η ελληνική αντίθεση ήταν το κύριο και απροσπέλαστο εμπόδιο για οποιαδήποτε συζήτηση για τουρκική ένταξη τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική αυτή άλλαξε αποφασιστικά στο Ελσίνκι, το 1999. ‘Εκτοτε, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πολιτικού κόσμου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υποστήριξε αναφανδόν την ένταξη της Τουρκίας, με το επιχείρημα ότι αυτή η πολιτική «εξευρωπαϊσμού» θα οδηγήσει σε εκδημοκρατισμό, μείωση του ρόλου του στρατού, άρση του τουρκικού επεκτατισμού και επίλυση του κυπριακού, καθιστώντας τα ελληνοτουρκικά ευρωτουρκικά ζητήματα. Την ένταξη της Τουρκίας υποστηρίζει και η πολιτική ηγεσία της Λευκωσίας, μετά το 2004, όταν εντάχθηκε η Κύπρος στην ΕΕ. Η ελλαδική και κυπριακή υποστήριξη προς την τουρκική ένταξη ήταν και συνεχίζει να είναι, ακριβώς λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν Αθήνα και Λευκωσία, μια τεράστια πολιτικο-διπλωματική συνηγορία στην τουρκική επιδίωξη.
Στην Ελλάδα έχει γίνει ελάχιστη και στην Κύπρο καθόλου συζήτηση για τα υπέρ και κατά της τουρκικής ένταξης, παρόλο που αυτές είναι οι δύο χώρες που ήδη επηρεάζονται θα επηρεασθούν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα (η τουρκική ενταξιακή πορεία ήταν ο καταλύτης τόσο των προσπαθειών λύσης του κυπριακού το 2000-2002 που κατέληξαν στο απορριφθέν σχέδιο Ανάν, όσο και ο καταλύτης της τωρινής προσπάθειας Χριστόφια-Ταλάτ).
Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο ζήτημα αυτό μετριώνται συνήθως αποσπασματικά, όταν υπάρχουν γεγονότα στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα για το γενικό θέμα της ένταξης δίνει μια ελαφρά πλειοψηφία υπέρ αυτής, νοούμενης όμως ως συνοδευόμενης από την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. ‘Οταν τέθηκε ερώτημα, με αφορμή αντίστοιχες συνόδους, για το τι πρέπει να κάνει η Αθήνα, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της (άνοιγμα λιμανιών-αεροδρομίων στα κυπριακά σκάφη), ποσοστά 75-90% ήταν υπέρ του βέτο στην ‘Αγκυρα.
Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων (82% του νόμιμου κυπριακού πληθυσμού), μια μεγάλη πλειοψηφία δηλώνει τώρα στις δημοσκοπήσεις ότι θέλει βέτο στην τουρκική ένταξη τον Δεκέμβριο, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Το 80% των Ελληνοκυπρίων είναι αντίθετο πάντως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, στην ένταξη της Τουρκίας και προτιμά ειδική σχέση. Η ελαφρά απόκλιση στη στάση των κατοίκων της μητροπολιτικής Ελλάδας και της Κύπρου οφείλεται προφανώς στον πιο άμεσο χαρακτήρα της τουρκικής επιβουλής κατά των Ελληνοκυπρίων. Υπέρ της τουρκικής ένταξης τάσσεται το 57% των Τουρκοκυπρίων, ποσοστό ρεκόρ στο σύνολο της ΕΕ (αν και δεν είναι σαφές από τις σχετικές δημοσκοπήσεις, κατά πόσον έγιναν μεταξύ αυθεντικών Τουρκοκυπρίων ή εν γένει κατοίκων του κατεχομένου τμήματος του νησιού).
Τέλος, μια ορισμένη ασάφεια επικρατεί, το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει, ως προς τις θέσεις και τις απαιτήσεις Αθήνας και Λευκωσίας από την Τουρκία, ως προϋπόθεση υποστήριξης του αιτήματός της. Το πιο συγκεκριμένο που της έχει ζητηθεί, προκαλώντας το πάγωμα οκτώ κεφαλαίων και την εκ νέου αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, ήταν η εφαρμογή του τελωνειακού πρωτοκόλλου, δηλαδή το άνοιγμα των λιμανιών και αεροδρομίων. Δεν έχει τεθεί ως συγκεκριμένος όρος η άρση του casus belli, η άρση των διεκδικήσεων στο Αιγαίο (γκρίζες ζώνες), η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αποχώρηση του στρατού κατοχής. Εν όψει Δεκεμβρίου, αναμένεται η αποσαφήνιση της γραμμής της νεοεκλεγείσας ελληνικής κυβέρνησης.
Η ελληνική κοινή γνώμη ζητάει σε ποσοστά 70-90% να θέσει η Αθήνα βέτο στην ενταξιακή πορεία, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της.
"Κόσμος του Επενδυτή", 5.12.2009
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009
Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ, ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ, ΚΥΠΡΟ, ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Το ΔΗΚΚΙ σας προσκαλεί τη Δευτέρα 07.12.09, στις 7 μ.μ. στο ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΙΤΑΝΙΑ όπου πραγματοποιεί πολιτική εκδήλωση-συζήτηση με θέμα «Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ, ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ, ΚΥΠΡΟ, Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ». Θα μιλήσουν οι:
Καραμάνος Χρήστος, στέλεχος της ΚΟΕ, μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας «Αριστερά»
Κωνσταντακόπουλος Δημήτρης, δημοσιογράφος – συγγραφέας.
Λαφαζάνης Παναγιώτης, Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ.
Λιλλήκας Γιώργος, πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας
Νικολόπουλος Ηλίας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ.
Την εκδήλωση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος και Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών Λεωνίδας Βατικιώτης.
Καραμάνος Χρήστος, στέλεχος της ΚΟΕ, μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας «Αριστερά»
Κωνσταντακόπουλος Δημήτρης, δημοσιογράφος – συγγραφέας.
Λαφαζάνης Παναγιώτης, Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ.
Λιλλήκας Γιώργος, πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας
Νικολόπουλος Ηλίας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ.
Την εκδήλωση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος και Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών Λεωνίδας Βατικιώτης.
O ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΣΑΜΑΡΑ (και μια προειδοποίηση για τον Γιώργο)
‘Ηταν ασφαλώς ο θρίαμβος του Αντώνη Σαμαρά. Ακόμα περισσότερο όμως, ήταν η συντριπιτκή ήττα ενός ορισμένου πολιτικού, οικονομικού, εκδοτικού κατεστημένου και των μηχανισμών του. Μηχανισμών που, όσο ισχυρότεροι γίνονται «οργανωτικά», τόσο πιο αναποτελεσματικοί φαίνονται πολιτικά, αφού «ξεμαθαίνουν», αν την ήξεραν ποτέ, την πολιτική, την τέχνη να μιλάνε και να κερδίζουν τους ανθρώπους, όπως και την ικανότητα να γίνονται φορείς γενικώτερων ιδεών και σχεδίων, που έχει απελπιστικά ανάγκη η ελληνική κοινωνία.
Οι πολίτες προσήλθαν μαζικά στις κάλπες της ΝΔ, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς ισχυρότατων μηχανισμών, αποδοκιμάζοντας τη διαφθορά των πολιτικών και την περιφρόνηση που υφίστανται. Κατήγγειλαν, με την ετημυγορία τους, πολιτικές και πολιτικούς που, όσο λιγότερο ακούνε και συνδιαλλέγονται με την κοινωνία, τόσο περισσότερο πειθήνιοι εμφανίζονται απέναντι στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον (και των Βρυξελλών). Δεν αποδοκίμασαν μόνο τη Ντόρα Μπακογιάννη, αποδοκίμασαν και τον κυνισμό μιας πλειάδας ηγετικών και μεσαίων στελεχών της ΝΔ που τάχθηκαν στο πλευρό της, συχνά σε πλήρη αντίθεση με το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που εξέπεμπαν χρόνια ολόκληρα.
Εκλέγοντας τον Αντώνη Σαμαρά οι πολίτες επιβράβευσαν επίσης την εθνική αναφορά του Μεσσήνιου πολιτικού, αναφορά που η οικονομική κρίση καθιστά περισσότερο, όχι λιγότερο αναγκαία και δημοφιλή. Πολύ περισσότερο σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τώρα υπαρκτή απειλή και ισχυρότατη γεωπολιτική πίεση.
Με αυτή την τελευταία έννοια, η μαζική επιδοκιμασία του Αντώνη Σαμαρά, παρόλο που συνιστά συνέχεια του εκλογικού αποτελέσματος της 4ης Οκτωβρίου, της σφοδρής αποδοκιμασίας δηλαδή της κυβερνητικής διαχείρισης της τελευταίας διετίας, αποτελεί επίσης και σοβαρή προειδοποίηση προς το ΠΑΣΟΚ, την ελληνική κεντροαριστερά (και αριστερά). Μοιάζει σαν το εκλογικό σώμα, από τη μια να εμπιστεύτηκε τον Γιώργο Παπανδρέου για μια πιο φιλολαϊκή διαχείριση, από την άλλη να θέλει να του βάλει και κάποιο ανάχωμα, σε μια εξωτερική πολιτική που δεν ενθουσιάζει. Προειδοποιεί την ελληνική κεντροαριστερά να μη θυσιάσει, αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει την πολιτική συντριβή της, εθνικά συμφέροντα της χώρας στο βωμό τυχόν ιδεοληψιών της και μιας φανατικής επιδίωξης καλών σχέσεων, πάση θυσία, με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Ο ελληνικός λαός δεν θέλει να θυσιάσει τα κοινωνικά για τα εθνικά, τα εθνικά για τα κοινωνικά του συμφέροντα. Ψάχνει απεγνωσμένα πολιτικούς να τον υπερασπίσουν και να τον εκφράσουν και στο εσωτερικό και διεθνώς.
Στον τομέα άλλωστε της εξωτερικής πολιτικής, η εκλογή Σαμαρά θα έχει πιθανότατα άμεσες και πολύ σημαντικές συνέπειες. Αν κάποιοι θα ήθελαν να κλείσουν στο «άψε-σβήσε» κυπριακό και ελληνοτουρκικά, με ένα σχέδιο τύπου Ανάν, επιβάλλοντας ενδεχομένως και αντιδημοφιλείς λύσεις, χάρη σε μια «ομοφωνία» των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων σε Ελλάδα και Κύπρο, η θέση τους γίνεται τώρα πολύ δυσκολότερη.
‘Ενας «νόμος» του «πολιτικού αιφνιδιασμού» τείνει να εγκαθιδρυθεί στα ελληνικά (και όχι μόνο) πράγματα. Οι κοινωνίες, περισσότερο αποκλεισμένες από ποτέ άλλοτε από κάθε πραγματική δυνατότητα επιρροής επί των αποφάσεων που τις αφορούν, επιδίδονται σε ιδιότυπο «αντάρτικο», όταν τους δίνεται η ευκαιρία, χαλώντας τη «σούπα» των εγχώριων (και υπερατλαντικών) «πλούσιων και ισχυρών». Το είδαμε με τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις στους πολέμους της Μέσης Ανατολής, με το δημοψήφισμα για το Ανάν στην Κύπρο και το ευρωσύνταγμα στη Γαλλία, το βλέπουμε στις απρόβλεπτες, γρήγορες και «βίαιες» πολιτικές μετατοπίσεις των δύο τελευταίων χρόνων (εκτίναξη και κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ, βιαιότατη εξέγερση της νεολαίας, διάλυση και καταστροφή της ΝΔ σε ένα μόνο χρόνο).
Πολιτικά «στοιχήματα» Σαμαρά και οικονομικά στοιχήματα Παπανδρέου
Η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Και από οικονομική άποψη και από την άποψη των «ρυθμίσεων» που της ζητά η Ουάσιγκτον στο κυπριακό, το Αιγαίο, τα Βαλκάνια. Δεν πρόκειται να βγει από την κρίση χωρίς να ματώσει. Το ερώτημα δεν είναι αν θα ματώσει, είναι πρώτον, αν θα βγει από την κρίση, παρόλο που θα ματώσει, αποφεύγοντας τον επί θύραις κίνδυνο μιας κοινωνικής ή/και εθνικής καταστροφής, δεύτερο, πως θα κατανεμηθούν τα βάρη αυτής της «εξόδου».
Εδώ θα κριθούν και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς. Αν κάτι διδάσκει η εντυπωσιακή κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή σε ένα χρονο (και όχι μόνο), είναι πόσο έχει συντομευθεί η απόσταση ανάμεσα σε ‘Ολυμπο και Τάρταρα. Και επίσης, πόσο η μακρά παρακμή της χώρας έχει σταδιακά αμβλύνει έως εκμηδενίσει τη δυνατότητα (και το ενδιαφέρον) της πολιτικής τάξης, των διανοουμένων, του διοικητικού προσωπικού, να σκεφθούν και να αντιμετωπίσουν τα τόσο σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλο, στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η διαφθορά της ελίτ και το χάσμα ανάμεσα «ελίτ»-κοινωνίας.
Υποστηρίξαμε από αυτές τις στήλες την απόφαση του ΠΑΣΟΚ για διακοπή των stage. Θελήσαμε να δούμε στην απόφαση αυτή ένα απαραίτητο μέτρο καταπολέμησης του «ρουσφετιστάν», ενός από τους «πυλώνες» ενός συστήματος όχι μόνο άδικου, αντιπαραγωγικού και παρακμιακού, αλλά και μη βιώσιμου πλέον. ‘Ηδη όμως, τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής αρχίζουν και γίνονται ορατά.
Χρειάζεται μια παραγωγική αναδιάταξη της χώρας και η εκ βάθρων αντιμετώπιση των σοβαρότατων προβλημάτων κράτους, παιδείας, κουλτούρας, αξιών. Δεν μπορούμε τη μια να λέμε «υπάρχουν λεφτά» και την άλλη να μιλάμε για «τραγική» κατάσταση της οικονομίας. Τη μία να θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το φόβητρο των Βρυξελλών στο εσωτερικό και την άλλη να καθησυχάσουμε τις χρηματαγορές.
Η έκρηξη όλων των μορφών δημόσιου, ιδιωτικού και διεθνούς χρέους είναι ο τρόπος εκδήλωσης της ελληνικής οικονομικής κρίσης και επείγει η αντιμετώπισή της καθεαυτή. Δεν είναι όμως αυτό το πραγματικό αίτιο του προβλήματος. Το πρόβλημα είναι η απαξίωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, η κατάρρευση των εξαγωγών της, η χρεωκοπία της παιδείας και των αξιών της. Η Ελλάδα δηλητηριάζεται και σαπίζει ολόκληρη από τη διαθορά της, την διαλύει, περισσότερο από ότι κάποτε η Μικρασιατική, η «Μικροαστική» Καταστροφή της.
Για να αντιμετωπισθούν όμως αυτά χρειάζεται ένα μεγάλο κοινωνικό μέτωπο με σταθερή πολιτική κατεύθυνση, που θα εγγυηθεί το εισόδημα των πιο φτωχών, θα θίξει όμως αναγκαστικά και τα μεσοστρώματα, επιδιώκοντας να μη θίξει τίποτα το παραγωγικό και ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να συγκεντρώσει γύρω του τις δυνάμεις που «απελευθερώνει» η κρίση (όσους δηλαδή αντιλαμβάνονται ότι και τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα θα απειληθούν από μια γενική κατάρρευση της Ελλάδας). Χρειάζεται ένας πυλώνας κρατικής οικονομικής παρέμβασης γύρω από την Εθνική, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ, το Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα ούτε το «παλαιό» πελατειακό ΠΑΣΟΚ, ούτε όμως και οι (διαπλεκόμενοι) «Ταλιμπάν» του σημιτικού (ή καραμανλικού) εκσυγχρονισμού (νεοφιλελευθερισμού) που διέλυσαν την ελληνική οικονομία και τείνουν τώρα να ξαναποκτήσουν μεγάλο μέρος της οικονομικής διαχείρισης.
Πόσο μάλλον που η Ελλάδα σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν έχει εργαλεία προστατευτισμού, δεν διαθέτει νομισματική πολιτική, δεν μπορεί να προσφύγει άλλο στη φτηνή εισαγόμενη και μαύρη εργασία, χωρίς να ανατινάξει την όποια, εναπομείνασα κοινωνική συνοχή της και δεν έχει καμμιά από τις συνθήκες που απαιτούνται για «κεϋνσιανού» τύπου παρεμβάσεις. Το χειρότερο δεν είναι ότι η χώρα έχει χάσει παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, το χειρότερο είναι ότι οι πολιτικοί της, και οι πάσης φύσεως ηγετικές ελίτ της μοιάζουν να έχασαν το μυαλό τους. Απομένει να δούμε αν, καινούρια πρόσωπα, δυνάμεις και ιδέες, θα μπορέσουν να εκφράσουν γόνιμα μια λαϊκή διάθεση που εκφράζεται πια τόσο έντονα με την παραμικρή ευκαιρία που της δίνεται.
περιοδικό "Επίκαιρα", 4.12.2009
Οι πολίτες προσήλθαν μαζικά στις κάλπες της ΝΔ, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς ισχυρότατων μηχανισμών, αποδοκιμάζοντας τη διαφθορά των πολιτικών και την περιφρόνηση που υφίστανται. Κατήγγειλαν, με την ετημυγορία τους, πολιτικές και πολιτικούς που, όσο λιγότερο ακούνε και συνδιαλλέγονται με την κοινωνία, τόσο περισσότερο πειθήνιοι εμφανίζονται απέναντι στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον (και των Βρυξελλών). Δεν αποδοκίμασαν μόνο τη Ντόρα Μπακογιάννη, αποδοκίμασαν και τον κυνισμό μιας πλειάδας ηγετικών και μεσαίων στελεχών της ΝΔ που τάχθηκαν στο πλευρό της, συχνά σε πλήρη αντίθεση με το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που εξέπεμπαν χρόνια ολόκληρα.
Εκλέγοντας τον Αντώνη Σαμαρά οι πολίτες επιβράβευσαν επίσης την εθνική αναφορά του Μεσσήνιου πολιτικού, αναφορά που η οικονομική κρίση καθιστά περισσότερο, όχι λιγότερο αναγκαία και δημοφιλή. Πολύ περισσότερο σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τώρα υπαρκτή απειλή και ισχυρότατη γεωπολιτική πίεση.
Με αυτή την τελευταία έννοια, η μαζική επιδοκιμασία του Αντώνη Σαμαρά, παρόλο που συνιστά συνέχεια του εκλογικού αποτελέσματος της 4ης Οκτωβρίου, της σφοδρής αποδοκιμασίας δηλαδή της κυβερνητικής διαχείρισης της τελευταίας διετίας, αποτελεί επίσης και σοβαρή προειδοποίηση προς το ΠΑΣΟΚ, την ελληνική κεντροαριστερά (και αριστερά). Μοιάζει σαν το εκλογικό σώμα, από τη μια να εμπιστεύτηκε τον Γιώργο Παπανδρέου για μια πιο φιλολαϊκή διαχείριση, από την άλλη να θέλει να του βάλει και κάποιο ανάχωμα, σε μια εξωτερική πολιτική που δεν ενθουσιάζει. Προειδοποιεί την ελληνική κεντροαριστερά να μη θυσιάσει, αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει την πολιτική συντριβή της, εθνικά συμφέροντα της χώρας στο βωμό τυχόν ιδεοληψιών της και μιας φανατικής επιδίωξης καλών σχέσεων, πάση θυσία, με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Ο ελληνικός λαός δεν θέλει να θυσιάσει τα κοινωνικά για τα εθνικά, τα εθνικά για τα κοινωνικά του συμφέροντα. Ψάχνει απεγνωσμένα πολιτικούς να τον υπερασπίσουν και να τον εκφράσουν και στο εσωτερικό και διεθνώς.
Στον τομέα άλλωστε της εξωτερικής πολιτικής, η εκλογή Σαμαρά θα έχει πιθανότατα άμεσες και πολύ σημαντικές συνέπειες. Αν κάποιοι θα ήθελαν να κλείσουν στο «άψε-σβήσε» κυπριακό και ελληνοτουρκικά, με ένα σχέδιο τύπου Ανάν, επιβάλλοντας ενδεχομένως και αντιδημοφιλείς λύσεις, χάρη σε μια «ομοφωνία» των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων σε Ελλάδα και Κύπρο, η θέση τους γίνεται τώρα πολύ δυσκολότερη.
‘Ενας «νόμος» του «πολιτικού αιφνιδιασμού» τείνει να εγκαθιδρυθεί στα ελληνικά (και όχι μόνο) πράγματα. Οι κοινωνίες, περισσότερο αποκλεισμένες από ποτέ άλλοτε από κάθε πραγματική δυνατότητα επιρροής επί των αποφάσεων που τις αφορούν, επιδίδονται σε ιδιότυπο «αντάρτικο», όταν τους δίνεται η ευκαιρία, χαλώντας τη «σούπα» των εγχώριων (και υπερατλαντικών) «πλούσιων και ισχυρών». Το είδαμε με τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις στους πολέμους της Μέσης Ανατολής, με το δημοψήφισμα για το Ανάν στην Κύπρο και το ευρωσύνταγμα στη Γαλλία, το βλέπουμε στις απρόβλεπτες, γρήγορες και «βίαιες» πολιτικές μετατοπίσεις των δύο τελευταίων χρόνων (εκτίναξη και κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ, βιαιότατη εξέγερση της νεολαίας, διάλυση και καταστροφή της ΝΔ σε ένα μόνο χρόνο).
Πολιτικά «στοιχήματα» Σαμαρά και οικονομικά στοιχήματα Παπανδρέου
Η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Και από οικονομική άποψη και από την άποψη των «ρυθμίσεων» που της ζητά η Ουάσιγκτον στο κυπριακό, το Αιγαίο, τα Βαλκάνια. Δεν πρόκειται να βγει από την κρίση χωρίς να ματώσει. Το ερώτημα δεν είναι αν θα ματώσει, είναι πρώτον, αν θα βγει από την κρίση, παρόλο που θα ματώσει, αποφεύγοντας τον επί θύραις κίνδυνο μιας κοινωνικής ή/και εθνικής καταστροφής, δεύτερο, πως θα κατανεμηθούν τα βάρη αυτής της «εξόδου».
Εδώ θα κριθούν και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς. Αν κάτι διδάσκει η εντυπωσιακή κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή σε ένα χρονο (και όχι μόνο), είναι πόσο έχει συντομευθεί η απόσταση ανάμεσα σε ‘Ολυμπο και Τάρταρα. Και επίσης, πόσο η μακρά παρακμή της χώρας έχει σταδιακά αμβλύνει έως εκμηδενίσει τη δυνατότητα (και το ενδιαφέρον) της πολιτικής τάξης, των διανοουμένων, του διοικητικού προσωπικού, να σκεφθούν και να αντιμετωπίσουν τα τόσο σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλο, στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η διαφθορά της ελίτ και το χάσμα ανάμεσα «ελίτ»-κοινωνίας.
Υποστηρίξαμε από αυτές τις στήλες την απόφαση του ΠΑΣΟΚ για διακοπή των stage. Θελήσαμε να δούμε στην απόφαση αυτή ένα απαραίτητο μέτρο καταπολέμησης του «ρουσφετιστάν», ενός από τους «πυλώνες» ενός συστήματος όχι μόνο άδικου, αντιπαραγωγικού και παρακμιακού, αλλά και μη βιώσιμου πλέον. ‘Ηδη όμως, τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής αρχίζουν και γίνονται ορατά.
Χρειάζεται μια παραγωγική αναδιάταξη της χώρας και η εκ βάθρων αντιμετώπιση των σοβαρότατων προβλημάτων κράτους, παιδείας, κουλτούρας, αξιών. Δεν μπορούμε τη μια να λέμε «υπάρχουν λεφτά» και την άλλη να μιλάμε για «τραγική» κατάσταση της οικονομίας. Τη μία να θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το φόβητρο των Βρυξελλών στο εσωτερικό και την άλλη να καθησυχάσουμε τις χρηματαγορές.
Η έκρηξη όλων των μορφών δημόσιου, ιδιωτικού και διεθνούς χρέους είναι ο τρόπος εκδήλωσης της ελληνικής οικονομικής κρίσης και επείγει η αντιμετώπισή της καθεαυτή. Δεν είναι όμως αυτό το πραγματικό αίτιο του προβλήματος. Το πρόβλημα είναι η απαξίωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, η κατάρρευση των εξαγωγών της, η χρεωκοπία της παιδείας και των αξιών της. Η Ελλάδα δηλητηριάζεται και σαπίζει ολόκληρη από τη διαθορά της, την διαλύει, περισσότερο από ότι κάποτε η Μικρασιατική, η «Μικροαστική» Καταστροφή της.
Για να αντιμετωπισθούν όμως αυτά χρειάζεται ένα μεγάλο κοινωνικό μέτωπο με σταθερή πολιτική κατεύθυνση, που θα εγγυηθεί το εισόδημα των πιο φτωχών, θα θίξει όμως αναγκαστικά και τα μεσοστρώματα, επιδιώκοντας να μη θίξει τίποτα το παραγωγικό και ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να συγκεντρώσει γύρω του τις δυνάμεις που «απελευθερώνει» η κρίση (όσους δηλαδή αντιλαμβάνονται ότι και τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα θα απειληθούν από μια γενική κατάρρευση της Ελλάδας). Χρειάζεται ένας πυλώνας κρατικής οικονομικής παρέμβασης γύρω από την Εθνική, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ, το Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα ούτε το «παλαιό» πελατειακό ΠΑΣΟΚ, ούτε όμως και οι (διαπλεκόμενοι) «Ταλιμπάν» του σημιτικού (ή καραμανλικού) εκσυγχρονισμού (νεοφιλελευθερισμού) που διέλυσαν την ελληνική οικονομία και τείνουν τώρα να ξαναποκτήσουν μεγάλο μέρος της οικονομικής διαχείρισης.
Πόσο μάλλον που η Ελλάδα σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν έχει εργαλεία προστατευτισμού, δεν διαθέτει νομισματική πολιτική, δεν μπορεί να προσφύγει άλλο στη φτηνή εισαγόμενη και μαύρη εργασία, χωρίς να ανατινάξει την όποια, εναπομείνασα κοινωνική συνοχή της και δεν έχει καμμιά από τις συνθήκες που απαιτούνται για «κεϋνσιανού» τύπου παρεμβάσεις. Το χειρότερο δεν είναι ότι η χώρα έχει χάσει παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, το χειρότερο είναι ότι οι πολιτικοί της, και οι πάσης φύσεως ηγετικές ελίτ της μοιάζουν να έχασαν το μυαλό τους. Απομένει να δούμε αν, καινούρια πρόσωπα, δυνάμεις και ιδέες, θα μπορέσουν να εκφράσουν γόνιμα μια λαϊκή διάθεση που εκφράζεται πια τόσο έντονα με την παραμικρή ευκαιρία που της δίνεται.
περιοδικό "Επίκαιρα", 4.12.2009
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009
ΣΥΓΧΥΣΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Τι ακριβώς διαπραγματεύεται ο κ. Χριστόφιας
"Συντακτική" διαδικασία εν κρυπτώ και παραβύστω
Δημοψήφισμα για το ποιά λύση θέλουν οι Ελληνοκύπριοι προτείνει ο Βάσος Λυσσαρίδης, με δεδομένες τις μεγάλες διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Για τον «Νέστορα» της κυπριακής πολιτικής και του κυπριακού σοσιαλισμού, το ζήτημα δεν μπορεί να αφεθεί σε τελικό δημοψήφισμα επί υπογεγραμμένου σχεδίου, γιατί τέτοιο δημοψήφισμα θα έχει εκβιαστικό χαρακτήρα και δεύτερο «όχι» θα έχει μεγάλο πολιτικο-διπλωματικό κόστος. Ο κ. Λυσσαρίδης προειδοποιεί επίσης ότι, αν γίνουν δεκτές οι προτάσεις Χριστόφια στις συνομιλίες, διαγράφεται κίνδυνος «Ιμβροποίησης» της Μεγαλονήσου.
Ενώ αυτά συμβαίνουν εν Κύπρω, η σουηδική προεδρία της ΕΕ ετοίμασε, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, σχέδιο συμπερασμάτων για τον Δεκέμβριο που δεν προνοεί κυρώσεις για την τουρκική άρνηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της και που επαινεί την ‘Αγκυρα για τη συμβολή στις συνομιλίες για το κυπριακό.
ΕΚΤΟΣ ΕΝΤΟΛΗΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Σοβαρή σύγχυση, που μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη πολιτική, αν όχι συνταγματική κρίση, αντιμετωπίζει τώρα η Κυπριακή Δημοκρατία. Την αντιμετωπίζει μάλιστα στην αρχή μιας περιόδου αποφασιστικής σημασίας τόσο για την προοπτική της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, όσο και για τις προσπάθειες λύσης του κυπριακού.
Η σύγχυση προκαλείται από το ότι σχεδόν όλα τα κυπριακά πολιτικά κόμματα πλην ΑΚΕΛ διαφωνούν με τις προτάσεις Χριστόφια στις συνομιλίες με τον Ταλάτ, όσες τουλάχιστο έχουν γίνει γνωστές. Τη σκληρότερη μάλιστα κριτική κάνουν τα συγκυβερνώντα κόμματα (οι Σοσιαλιστές της ΕΔΕΚ, οι «Μακαριακοί» του ΔΗΚΟ και οι Οικολόγοι), με την ψήφο των οποίων εξελέγη ο κ. Χριστόφιας Πρόεδρος. Τον κατηγορούν τώρα για αθέτηση των συμφωνιών που συνήψαν προ των εκλογών και απειλούν με έξοδο από την κυβέρνηση. Πιο αμφίθυμη στάση ακολουθεί και ο ΔΗΣΥ. Ο Πρόεδρός του κ. Αναστασιάδης εξακολουθεί, grosso modo, να υποστηρίζει τις προσπάθειες Χριστόφια, όμως ηγετικά στελέχη του κόμματος ασκούν σκληρή δημόσια κριτική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι κριτικές προς το ΑΚΕΛ και τον κ. Χριστόφια ενισχύονται από τις δημοσκοπήσεις, όπου μια σταθερή πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων απορρίπτει τους χειρισμούς και τις προτάσεις του Προέδρου.
Οι διαφωνίες δεν αφορούν δευτερεύοντα ζητήματα, αλλά τη δομή του κράτους, όπως την «εκ περιτροπής προεδρία», τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών, τη στάθμιση των ψήφων ανάλογα με την εθνικότητα, την αποστρατιωτικοποίηση (υπέρ της οποίας τάσσεται μόνιο το ΑΚΕΛ), την παραμονή αριθμού εποίκων κλπ.
Χριστόφιας και ΑΚΕΛ απαντούν στις επικρίσεις με χαρακτηριστική νευρικότητα και «ταμπέλες» εις βάρος των επικριτών τους. Δεν εξηγούν ιδιαιτέρως γιατί οι προτάσεις τους οδηγούν σε βιώσιμη λύση, γιατί αίφνης αν η μειοψηφία δεν έχει εμπιστοσύνη να διοικείται από την πλειοψηφία, θα πρέπει η πλειοψηφία να εμπιστευθεί την μειοψηφία να την κυβερνά. Κυρίως υποστηρίζουν ότι ανάλογες προτάσεις έχουν γίνει από ελληνικής πλευράς στο παρελθόν, πράγμα το οποίο αμφισβητούν οι επικριτές τους. Η όλη συζήτηση προσλαμβάνει έναν βυζαντινολογικό χαρακτήρα, που δεν βοηθάει στο ξεκαθάρισμα των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει το νέο κράτος. Συχνά, οι φίλα προσκείμενοι προς το ΑΚΕΛ αρθρογράφοι και «αναλυτές», αντιμέτωποι με την όντως μεγάλη δυσκολία να εξηγήσουν πως γίνεται η ψήφος ενός Τουρκοκυπρίου να ισοδυναμεί με την ψήφο πέντε Ελληνοκυπρίων, καταφεύγουν σε βρισιές και υιοθεσία φρασεολογίας («υπονομευτές», «σαμποτέρ») που θυμίζει Μόσχα του 1937 και θριαμβεύοντα σταλινισμό. Αν βέβαια ορισμένες μέθοδοι θυμίζουν άλλες εποχές, οι σκοποί μοιάζουν πολύ διαφορετικοί: Μπορεί ο Γραμματέας του ΑΚΕΛ ‘Αντρος Κυπριανού να δηλώνει οπαδός του ... «μαρξισμού-λενινισμού», έκπληκτοι όμως, οι αναγνώστες της «Χαραυγής» διαβάζουν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του Κόμματος όχι κανένα άρθρο του Στάλιν, του Χρουστσώφ ή του Μπρέζνιεφ, όπως στο παρελθόν, αλλά του ... Βρετανού Πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν. ‘Εχει ο καιρός γυρίσματα!
Η σύγχυση επιδεινώνεται διότι ουδείς στην πραγματικότητα γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει με τις διαπραγματεύσεις, ούτε καν οι αρχηγοί των «συγκυβερνώντων» κομμάτων. Για τις εκατέρωθεν προτάσεις είναι συνήθως πολύ καλύτερα ενημερωμένος ο τουρκικός τύπος. Οι πολίτες του μελλοντικού κράτους δεν εμπλέκονται στη διαμόρφωση των θεσμών του και, παρόλο που κατά τον κ. Χριστόφια η νέα λύση θα είναι «από τους Κύπριους για τους Κύπριους», κυρίως την γνωρίζουν ξένες κυβερνήσεις, γεγονός που καθιστά αρκετούς παρατηρητές λίαν επιφυλακτικούς για τη βιωσιμότητα της λύσης που θα προκύψει.
‘Οπως σημειώνουν έγκριτοι νομικοί, το ΑΚΕΛ επεχείρησε όντως να βελτιώσει το σχέδιο Ανάν, απαλείφοντας τις πιο εξωφρενικές ρυθμίσεις του όπως οι τρεις ξένοι δικαστές. Δεν τόλμησε όμως ή δεν θέλησε να αμφισβητήσει την υφέρπουσα λογική που οδηγεί στους παραλογισμιούς, δηλαδή την πλήρη εξίσωση μειοψηφίας και πλειοψηφίας. Το σχέδιο Ανάν εξίσωνε Ελληνοκυπρίους (82%) και Τουρκοκυπρίους (18%). Επειδή οι συντάκτες του δεν πίστευαν ότι οι δύο κοινότητες θα γίνονταν φίλοι, προέβλεπαν τρεις ξένους δικαστές διορισμένους από τον Ανάν (και οι οποίοι θα επέλεγαν τους διαδόχους τους) για να παίρνουν τις τελικές αποφάσεις. Ο κ. Χριστόφιας κατήργησε τους ξένους δικαστές στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αφήνοντάς τους μόνο στη δικαστική. Για να λυθεί όμως το πρόβλημα λήψης αποφάσεων και αφού θα είναι απόλυτα ισότιμη η πλειοψηφία και η μειοψηφία, πρότεινε είτε να δίδεται το κράτος εκ περιτροπής σε ‘Ελληνες και Τούρκους (εκ περιτροπής προεδρία), είτε να μην υπάρχει (αποστρατιωτικοποίηση). Επειδή όλα αυτά είναι περίπλοκες νομικές έννοιες δεν θα απασχολούσαν κανονικά πολύ τον μέσο Κύπριο πολίτη. ‘Οταν όμως ο τελευταίος αντελήφθη ότι κατά καιρούς ο Πρόεδρος της Κύπρου θα είναι υποχρεωτικά Τούρκος, οι νομικοί όροι πήραν πολύ πραγματικό νόημα στο μυαλό του, φοβήθηκε ότι χάνει το κράτος του και έκτοτε απορρίπτει με μεγάλες πλειοψηφίες τις προτάσεις των διαπραγματευτών του. Βλέποντας τέτοια γκάλοπ ,πήραν θάρρος και τα κόμματα.
Στο μεταξύ, η Λευκωσία δέχεται ισχυρές πιέσεις να αφήσει την Τουρκία ελεύθερη να συνεχίζει την ενταξιακή της πορεία, ανοίγοντας νέα κεφάλαια διαπραγματεύσεων, παρόλο που η ‘Αγκυρα δεν έχει εφαρμόσει το πρόσθετο τελωνειακό πρωτόκολλο και δεν ανοίγει λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Κανονικά, οι ευρω-τουρκικές διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να παγώσουν σε αυτό το σημείο, μέχρις ότου η Τουρκία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Ο ηγέτης της κυπριακής δεξιάς, ο κ. Αναστασιάδης, είναι υπέρ μιας νέας εξάμηνης παράτασης στην Τουρκία. Ο κ. Χριστόφιας όμως δυσκολεύεται να συγκατατεθεί, φοβούμενος την οργή της κοινής γνώμης, Το πιθανότερο αποτέλεσμα, υπό τις συνθήκες αυτές, θα είναι μια «μεσοβέζικη» λύση, όπως να παγώσει η Λευκωσία έναν αριθμό κεφαλαίων (γίνεται λόγος για πέντε, μεταξύ των οποίων και το σημαντικό κεφάλαιο της ενέργειας).
Το πιθανότερο πάντως είναι ‘Αγκυρα, Λονδίνο και Ουάσιγκτον να περιμένουν να περάσει όσο πιο ανώδυνα η αξιολόγηση της Τουρκίας τον Δεκέμβρη για να εφαρμόσουν στη συνέχεια ασφυκτικές πιέσεις στην Κύπρο να λύσει το κυπριακό, με τους όρους που προτιμούν, ώστε να προχωρήσει γρήγορα η τουρκική ένταξη. Κανονικά, η Τουρκία θα έπρεπε να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Στην πραγματικότητα είναι η Κύπρος και η Ελλάδα που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
ΕΛΛΑΔΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ
Οι ελλαδικές πολιτικές δυνάμεις, σε αντίθεση με το 2004, τηρούν «απόσταση ασφαλείας» από το κυπριακό, περιοριζόμενες σε ανώδυνες δηλώσεις τύπου «στηρίζουμε τις προσπάθειες επίλυσης». Μοναδική εξαίρεση ο Αντώνης Σαμαράς που, στη σύγκρουσή του με την Ντόρα Μπακογιάννη, κάλεσε τους ψηφοφόρους να σκεφτούν πως θα αντιμετωπίσει ο ίδιος και πως θα αντιμετωπίσει η Κυρία Μπακογιάννη ένα νέο σχέδιο Ανάν. (Η τελευταία αγνόησε το 2004 προσωπικό και κομματικό κόστος για να ταχθεί αποφασιστικά υπέρ της αποδοχής του Σχεδίου).
Ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των Ελλήνων πολιτικών, το κυπριακό, «καρδιά», κατά Μητσοτάκη, της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δεν είναι ένα θέμα που μπορεί τελικά να αγνοήσει η Αθήνα. Επί μισό και πλέον αιώνα είναι το θέμα που φτιάχνει ή καταστρέφει πολιτικούς και παρατάξεις. Η ελληνική αριστερά και κεντροαριστερά απέκτησε και διατήρησε την πολιτική ηγεμονία μετά το 1974, εξαιτίας ακριβώς της καταστροφικής πολιτικής της ελληνικής δεξιάς στο κυπριακό. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίστροφο, αν δεν προσέξει!
"Κόσμος του Επενδυτή", 28.11.2009
"Συντακτική" διαδικασία εν κρυπτώ και παραβύστω
Δημοψήφισμα για το ποιά λύση θέλουν οι Ελληνοκύπριοι προτείνει ο Βάσος Λυσσαρίδης, με δεδομένες τις μεγάλες διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Για τον «Νέστορα» της κυπριακής πολιτικής και του κυπριακού σοσιαλισμού, το ζήτημα δεν μπορεί να αφεθεί σε τελικό δημοψήφισμα επί υπογεγραμμένου σχεδίου, γιατί τέτοιο δημοψήφισμα θα έχει εκβιαστικό χαρακτήρα και δεύτερο «όχι» θα έχει μεγάλο πολιτικο-διπλωματικό κόστος. Ο κ. Λυσσαρίδης προειδοποιεί επίσης ότι, αν γίνουν δεκτές οι προτάσεις Χριστόφια στις συνομιλίες, διαγράφεται κίνδυνος «Ιμβροποίησης» της Μεγαλονήσου.
Ενώ αυτά συμβαίνουν εν Κύπρω, η σουηδική προεδρία της ΕΕ ετοίμασε, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, σχέδιο συμπερασμάτων για τον Δεκέμβριο που δεν προνοεί κυρώσεις για την τουρκική άρνηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της και που επαινεί την ‘Αγκυρα για τη συμβολή στις συνομιλίες για το κυπριακό.
ΕΚΤΟΣ ΕΝΤΟΛΗΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Σοβαρή σύγχυση, που μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη πολιτική, αν όχι συνταγματική κρίση, αντιμετωπίζει τώρα η Κυπριακή Δημοκρατία. Την αντιμετωπίζει μάλιστα στην αρχή μιας περιόδου αποφασιστικής σημασίας τόσο για την προοπτική της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, όσο και για τις προσπάθειες λύσης του κυπριακού.
Η σύγχυση προκαλείται από το ότι σχεδόν όλα τα κυπριακά πολιτικά κόμματα πλην ΑΚΕΛ διαφωνούν με τις προτάσεις Χριστόφια στις συνομιλίες με τον Ταλάτ, όσες τουλάχιστο έχουν γίνει γνωστές. Τη σκληρότερη μάλιστα κριτική κάνουν τα συγκυβερνώντα κόμματα (οι Σοσιαλιστές της ΕΔΕΚ, οι «Μακαριακοί» του ΔΗΚΟ και οι Οικολόγοι), με την ψήφο των οποίων εξελέγη ο κ. Χριστόφιας Πρόεδρος. Τον κατηγορούν τώρα για αθέτηση των συμφωνιών που συνήψαν προ των εκλογών και απειλούν με έξοδο από την κυβέρνηση. Πιο αμφίθυμη στάση ακολουθεί και ο ΔΗΣΥ. Ο Πρόεδρός του κ. Αναστασιάδης εξακολουθεί, grosso modo, να υποστηρίζει τις προσπάθειες Χριστόφια, όμως ηγετικά στελέχη του κόμματος ασκούν σκληρή δημόσια κριτική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι κριτικές προς το ΑΚΕΛ και τον κ. Χριστόφια ενισχύονται από τις δημοσκοπήσεις, όπου μια σταθερή πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων απορρίπτει τους χειρισμούς και τις προτάσεις του Προέδρου.
Οι διαφωνίες δεν αφορούν δευτερεύοντα ζητήματα, αλλά τη δομή του κράτους, όπως την «εκ περιτροπής προεδρία», τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών, τη στάθμιση των ψήφων ανάλογα με την εθνικότητα, την αποστρατιωτικοποίηση (υπέρ της οποίας τάσσεται μόνιο το ΑΚΕΛ), την παραμονή αριθμού εποίκων κλπ.
Χριστόφιας και ΑΚΕΛ απαντούν στις επικρίσεις με χαρακτηριστική νευρικότητα και «ταμπέλες» εις βάρος των επικριτών τους. Δεν εξηγούν ιδιαιτέρως γιατί οι προτάσεις τους οδηγούν σε βιώσιμη λύση, γιατί αίφνης αν η μειοψηφία δεν έχει εμπιστοσύνη να διοικείται από την πλειοψηφία, θα πρέπει η πλειοψηφία να εμπιστευθεί την μειοψηφία να την κυβερνά. Κυρίως υποστηρίζουν ότι ανάλογες προτάσεις έχουν γίνει από ελληνικής πλευράς στο παρελθόν, πράγμα το οποίο αμφισβητούν οι επικριτές τους. Η όλη συζήτηση προσλαμβάνει έναν βυζαντινολογικό χαρακτήρα, που δεν βοηθάει στο ξεκαθάρισμα των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει το νέο κράτος. Συχνά, οι φίλα προσκείμενοι προς το ΑΚΕΛ αρθρογράφοι και «αναλυτές», αντιμέτωποι με την όντως μεγάλη δυσκολία να εξηγήσουν πως γίνεται η ψήφος ενός Τουρκοκυπρίου να ισοδυναμεί με την ψήφο πέντε Ελληνοκυπρίων, καταφεύγουν σε βρισιές και υιοθεσία φρασεολογίας («υπονομευτές», «σαμποτέρ») που θυμίζει Μόσχα του 1937 και θριαμβεύοντα σταλινισμό. Αν βέβαια ορισμένες μέθοδοι θυμίζουν άλλες εποχές, οι σκοποί μοιάζουν πολύ διαφορετικοί: Μπορεί ο Γραμματέας του ΑΚΕΛ ‘Αντρος Κυπριανού να δηλώνει οπαδός του ... «μαρξισμού-λενινισμού», έκπληκτοι όμως, οι αναγνώστες της «Χαραυγής» διαβάζουν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του Κόμματος όχι κανένα άρθρο του Στάλιν, του Χρουστσώφ ή του Μπρέζνιεφ, όπως στο παρελθόν, αλλά του ... Βρετανού Πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν. ‘Εχει ο καιρός γυρίσματα!
Η σύγχυση επιδεινώνεται διότι ουδείς στην πραγματικότητα γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει με τις διαπραγματεύσεις, ούτε καν οι αρχηγοί των «συγκυβερνώντων» κομμάτων. Για τις εκατέρωθεν προτάσεις είναι συνήθως πολύ καλύτερα ενημερωμένος ο τουρκικός τύπος. Οι πολίτες του μελλοντικού κράτους δεν εμπλέκονται στη διαμόρφωση των θεσμών του και, παρόλο που κατά τον κ. Χριστόφια η νέα λύση θα είναι «από τους Κύπριους για τους Κύπριους», κυρίως την γνωρίζουν ξένες κυβερνήσεις, γεγονός που καθιστά αρκετούς παρατηρητές λίαν επιφυλακτικούς για τη βιωσιμότητα της λύσης που θα προκύψει.
‘Οπως σημειώνουν έγκριτοι νομικοί, το ΑΚΕΛ επεχείρησε όντως να βελτιώσει το σχέδιο Ανάν, απαλείφοντας τις πιο εξωφρενικές ρυθμίσεις του όπως οι τρεις ξένοι δικαστές. Δεν τόλμησε όμως ή δεν θέλησε να αμφισβητήσει την υφέρπουσα λογική που οδηγεί στους παραλογισμιούς, δηλαδή την πλήρη εξίσωση μειοψηφίας και πλειοψηφίας. Το σχέδιο Ανάν εξίσωνε Ελληνοκυπρίους (82%) και Τουρκοκυπρίους (18%). Επειδή οι συντάκτες του δεν πίστευαν ότι οι δύο κοινότητες θα γίνονταν φίλοι, προέβλεπαν τρεις ξένους δικαστές διορισμένους από τον Ανάν (και οι οποίοι θα επέλεγαν τους διαδόχους τους) για να παίρνουν τις τελικές αποφάσεις. Ο κ. Χριστόφιας κατήργησε τους ξένους δικαστές στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αφήνοντάς τους μόνο στη δικαστική. Για να λυθεί όμως το πρόβλημα λήψης αποφάσεων και αφού θα είναι απόλυτα ισότιμη η πλειοψηφία και η μειοψηφία, πρότεινε είτε να δίδεται το κράτος εκ περιτροπής σε ‘Ελληνες και Τούρκους (εκ περιτροπής προεδρία), είτε να μην υπάρχει (αποστρατιωτικοποίηση). Επειδή όλα αυτά είναι περίπλοκες νομικές έννοιες δεν θα απασχολούσαν κανονικά πολύ τον μέσο Κύπριο πολίτη. ‘Οταν όμως ο τελευταίος αντελήφθη ότι κατά καιρούς ο Πρόεδρος της Κύπρου θα είναι υποχρεωτικά Τούρκος, οι νομικοί όροι πήραν πολύ πραγματικό νόημα στο μυαλό του, φοβήθηκε ότι χάνει το κράτος του και έκτοτε απορρίπτει με μεγάλες πλειοψηφίες τις προτάσεις των διαπραγματευτών του. Βλέποντας τέτοια γκάλοπ ,πήραν θάρρος και τα κόμματα.
Στο μεταξύ, η Λευκωσία δέχεται ισχυρές πιέσεις να αφήσει την Τουρκία ελεύθερη να συνεχίζει την ενταξιακή της πορεία, ανοίγοντας νέα κεφάλαια διαπραγματεύσεων, παρόλο που η ‘Αγκυρα δεν έχει εφαρμόσει το πρόσθετο τελωνειακό πρωτόκολλο και δεν ανοίγει λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Κανονικά, οι ευρω-τουρκικές διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να παγώσουν σε αυτό το σημείο, μέχρις ότου η Τουρκία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Ο ηγέτης της κυπριακής δεξιάς, ο κ. Αναστασιάδης, είναι υπέρ μιας νέας εξάμηνης παράτασης στην Τουρκία. Ο κ. Χριστόφιας όμως δυσκολεύεται να συγκατατεθεί, φοβούμενος την οργή της κοινής γνώμης, Το πιθανότερο αποτέλεσμα, υπό τις συνθήκες αυτές, θα είναι μια «μεσοβέζικη» λύση, όπως να παγώσει η Λευκωσία έναν αριθμό κεφαλαίων (γίνεται λόγος για πέντε, μεταξύ των οποίων και το σημαντικό κεφάλαιο της ενέργειας).
Το πιθανότερο πάντως είναι ‘Αγκυρα, Λονδίνο και Ουάσιγκτον να περιμένουν να περάσει όσο πιο ανώδυνα η αξιολόγηση της Τουρκίας τον Δεκέμβρη για να εφαρμόσουν στη συνέχεια ασφυκτικές πιέσεις στην Κύπρο να λύσει το κυπριακό, με τους όρους που προτιμούν, ώστε να προχωρήσει γρήγορα η τουρκική ένταξη. Κανονικά, η Τουρκία θα έπρεπε να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Στην πραγματικότητα είναι η Κύπρος και η Ελλάδα που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
ΕΛΛΑΔΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ
Οι ελλαδικές πολιτικές δυνάμεις, σε αντίθεση με το 2004, τηρούν «απόσταση ασφαλείας» από το κυπριακό, περιοριζόμενες σε ανώδυνες δηλώσεις τύπου «στηρίζουμε τις προσπάθειες επίλυσης». Μοναδική εξαίρεση ο Αντώνης Σαμαράς που, στη σύγκρουσή του με την Ντόρα Μπακογιάννη, κάλεσε τους ψηφοφόρους να σκεφτούν πως θα αντιμετωπίσει ο ίδιος και πως θα αντιμετωπίσει η Κυρία Μπακογιάννη ένα νέο σχέδιο Ανάν. (Η τελευταία αγνόησε το 2004 προσωπικό και κομματικό κόστος για να ταχθεί αποφασιστικά υπέρ της αποδοχής του Σχεδίου).
Ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των Ελλήνων πολιτικών, το κυπριακό, «καρδιά», κατά Μητσοτάκη, της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δεν είναι ένα θέμα που μπορεί τελικά να αγνοήσει η Αθήνα. Επί μισό και πλέον αιώνα είναι το θέμα που φτιάχνει ή καταστρέφει πολιτικούς και παρατάξεις. Η ελληνική αριστερά και κεντροαριστερά απέκτησε και διατήρησε την πολιτική ηγεμονία μετά το 1974, εξαιτίας ακριβώς της καταστροφικής πολιτικής της ελληνικής δεξιάς στο κυπριακό. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίστροφο, αν δεν προσέξει!
"Κόσμος του Επενδυτή", 28.11.2009
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009
ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Η ΕΥΡΩΠΗ;
Ο Ιούλιος Καίσαρ είχε καταργήσει ουσιαστικά τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, ασκώντας, πρακτικά ανεμπόδιστος, τη δικτατορική εξουσία του. Υπήρχαν όμως ακόμα οι τύποι της, έστω και χωρίς πολύ περιεχόμενο. Ο Καίσαρ εξακολουθούσε να «ανταμοίβει» ματαιοδοξίες απονέμοντας τα αξιώματά της. Προκάλεσε μάλιστα μέγα σκάνδαλο όταν όρισε Γαλάτες στην καταγωγή ως συγκλητικούς.
Παρατηρώντας την εκλογή Προέδρου και Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ διερωτάται κανείς σε ποιό σημείο της μετάβασης, όχι από τη Δημοκρατία στην Ολιγαρχία, αλλά από την Ολιγαρχία στην Αυτοκρατορία, βρίσκονται σήμερα οι «αστικές δημοκρατίες» της Ευρώπης και η «υπερδομή» τους, η ‘Ενωση. Υπάρχει σήμερα δημοκρατία και σε τι ακριβώς συνίσταται;
Σας φαίνεται ίσως υπερβολικό, «ακραίο» το ερώτημα; Μάλλον δεν θα έχετε υπόψιν σας τη δήλωση του Ζοζέ Μπαρόζο: «χρειαζόμαστε μια αυτοκρατορία». ‘Η το άλλο που είπε, σε μια συνέντευξη στη Figaro, προφανώς απευθυνόμενος στη γαλλική πολιτική τάξη, που διατηρεί από τον καιρό της Μεγάλης Επανάστασης, τη φιλοδοξία μιας «παγκόσμιας αποστολής»: «’Ολοι το ξέρουμε ότι οι επόμενες γενηές θα ζήσουν χειρότερα». Πιο εκπληκτικό από τις δηλώσεις του Μπαρόζο, είναι το γεγονός ότι δεν προκάλεσαν καμμιά αξιοσημείωτη αντίδραση.
Ορθώς τα ΜΜΕ χαρακτήρισαν τους νέους αξιωματούχους πολιτικές ασημαντότητες, συμπεραίνοντας ότι η Ευρώπη τελεί σε βαθιά κρίση. Μόνο που η Ευρώπη στην οποία αναφέρονται, η Ευρώπη που «προπαγανδίστηκε» στους λαούς της ως προνομιακή μορφή ανεξάρτητης, δημοκρατικής, κοινωνικής, υπερεθνικής ολοκλήρωσης, απλούστατα δεν υπάρχει! Γι’ αυτό και οι 27 Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί, όλο και πιο υπάλληλοι αφανών εξουσιών οι ίδιοι, δεν ένοιωσαν καμιά ανάγκη να διορίσουν πρόσωπα με κάποιο πολιτικό βάρος στις κορυφαίες θέσεις της ‘Ενωσης. Σε εθνικό επίπεδο, μας έχουν αφήσει ακόμα την «πολυτέλεια» να μπορούμε τουλάχιστο να διαλέξουμε ανάμεσα στον κ. Καραμανλή και τον κ. Παπανδρέου, την κ. Μπακογιάννη και τον κ. Σαμαρά. Σε ευρωπαϊκό δεν έχουμε ούτε καν αυτή τη «χαρά», μπορούν να μας περιφρονούν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Από τις Βρυξέλλες ή το Στρασβούργο έρχεται το 70-90% των αποφάσεων που μας αφορούν, η πραγματική όμως θεσμική δυνατότητα των Ευρωπαίων πολιτών να τις επηρεάσουν τείνει σταδιακά στο μηδέν. Στις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια έχει κυρίως απομείνει η αρμοδιότητα να τις εφαρμόσουν. Στα ΜΜΕ, στα χέρια μιας φούχτας εργοληπτών και εμπόρων όπλων, η αποστολή να τις «πουλήσουν» σε μια όλο και πιο αποβλακούμενη, φροντίδι τους, κοινή γνώμη.
Οι εξουσίες που φεύγουν από το εθνικό επίπεδο, εν ονόματι της υπερεθνικής ολοκλήρωσης, δεν επανεμφανίζονται σε καμμιά υπερεθνική δημοκρατία, αλλά σε ένα σύστημα που θυμίζει μοντέρνα εκδοχή φαραωνικής εξουσίας. Στο κέντρο της μια παντοδύναμη, αλλά μη εκλεγόμενη Επιτροπή, με κύρια «εσωτερική» λειτουργία της τη διαρκή «απελευθέρωση των αγορών», κύρια «εξωτερική» λειτουργία της την αέναη διεύρυνση της ‘Ενωσης. Μια παρωδία κοινοβουλίου που δεν διαθέτει τις βασικές εξουσίες των κλασικών κοινοβουλίων. Μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με καταστατική αποστολή την «καταπολέμηση του πληθωρισμού», δηλαδή την εγγύηση των κερδών του χρηματιστικού κεφαλαίου, της ηγεμονίας του επί των άλλων μερίδων του κεφαλαίου και των κοινωνιών και της «ελευθερίας των συναλλαγών». Μια ΕΚΤ «ανεξάρτητη» από τις κυβερνήσεις και τους λαούς, απόλυτα εξαρτημένη όμως από την ολιγαρχία του χρήματος. Μοιάζει σαν να διαγράψαμε, μέσα σε τρεις αιώνες, έναν ολόκληρο κύκλο, από την ορατή μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΔ’ στην αόρατη κάποιου Ρότσιλντ. Και, πίσω από όλα αυτά, ένα κέντρο στρατηγικών αποφάσεων, μάλλον εκτός παρά εντός Ευρώπης, το ισχυρό «γεωπολιτικό δίπολο» μιας συμμαχίας ΗΠΑ-Ισραήλ, που μοιάζει να έχει αντικαταστήσει την «γεωπολιτική τριάδα» της δεκαετίας του 1970 (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία). ‘Οχι τυχαία, οι συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας προνοούν ρητά τον σεβασμό των υποχρεώσεων προς το ΝΑΤΟ.
Ο μέσος Ευρωπαίος εργαζόμενος κυττάει με τρόμο τον κλοσάρ ή τον μετανάστη στον δρόμο του – φοβάται ότι βλέπει το μέλλον του. Μικροί και μεγάλοι αστοί μιας Ευρώπης σε βαθειά παρακμή, έχουν το χρήμα μόνη αξία, παρηγοριά και ναρκωτικό τους, αγκιστρώνονται πάνω του στους καιρούς της αβεβαιότητας, ενός πλανήτη επί του οποίου η Δύση δυσκολεύεται, όλο και πιο πολύ, να κυριαρχήσει. Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό που νομίζουν για σωτηρία κιαι δύναμή τους θα αποδειχθεί η καταστροφή τους. Το μόνο που κατάφεραν να βάλουν οι Γερμανοί στο κέντρο της επανενωμένης πρωτεύουσάς τους, δίπλα στο Ράιχσταγκ και την Πύλη του Βραδενβούργου, ήταν ένα ... εμπορικό κέντρο της Σόνι. Κανείς από όσους πήραν το λόγο στους πρόσφατους πανηγυρισμούς, δεν δοκίμασε καν να θέσει, όχι να απαντήσει το ερώτημα, αν ο κόσμος που γεννήθηκε το 1989 ήταν καλύτερος ή χειρότερος από αυτόν που αντικατέστησε.
Η χρεωκοπία του υπαρκτού, ή μάλλον ανύπαρκτου σοσιαλισμού, προηγήθηκε πολλές δεκαετίες της πτώσης του τείχους του Βερολίνου– αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το πόσο γρήγορα κατέρρευσαν οι ... ελπίδες από την κατάρρευση του Τείχους. Οι εφημερίδες μας απέφυγαν να κάνουν τον απολογισμό της «μετάβασης» γιατί, αν τον έκαναν, θα διαπίστωναν ότι το πρώην σοβιετικό μπλοκ, εφαρμόζοντας τα μοντέλα που του εξάγαμε, γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία του βιομηχανικού κόσμου, των δύο παγκοσμίων πολέμων περιλαμβανομένων, χωρίς άλλωστε να αποκτήσει κάποια άξια λόγου δημοκρατία! (Αν δηλαδή δεν «μετρήσουμε» τη «μετάβαση» σε όρους προπαγάνδας, αλλά σε όρους ΑΕΠ, επενδύσεων, επιστημονικής υποδομής, κοινωνικής υποδομής, διεθνούς βάρους, ηθικής κρίσης, δημογραφίας. Για κάθε έτος καπιταλιστικών «μεταρρυθμίσεων», οι άρρενες Ρώσοι έχασαν ένα έτος προσδώκιμου ζωής). Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι το δυτικό «λεωφορείο» είναι καλύτερο όσων εναλλακτικών προτάθηκαν. Μόνο που έχει περιορισμένο αριθμό θέσεων. Οι δυτικές επιτυχίες δεν οφείλονται μόνο σε αρτιότερη οργάνωση, οφείλονται και στη μεταφορά του παγκόσμιου πλεονάσματος στη Δύση επί πεντακόσια χρόνια. ‘Οπως παρατήρησε ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν, ένα νέο Τείχος, πιο μεγάλο και πιο αόρατο, αντικατέστησε το Τείχος του Βερολίνου: τοι Τείχος του Χρήματος. Κι όχι μόνο στην Ανατολή. Η εξαφάνιση του ιστορικού αντιπάλου του δυτικού καπιταλισμού επέτρεψε τους μεγάλους πολέμους της Μέσης Ανατολής και διευκόλυνε την χρηματιστική απορρύθμιση που οδήγησε στην κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού, τον Οκτώβριιο του 2008.
Το «τέλος της ουτοπίας» κινδυνεύει να αποβεί «τέλος του πολιτισμού». Μας το λένε, καλύτερα μας το φωνάζουν, τα Γκουαντάναμο, οι κάμερες, η παρακολούθηση των πάντων, με ένα τρόπο που κάνει τη Στάζι και την παληά CIA να μοιάζουν παιδική χαρά. Μας το λέει η διαφθορά των πολιτικών μας, των διανοουμένων μας, των πάσης φύσεως ελίτ. Μας προειδοποιεί για τον επελαύνοντα ολοκληρωτισμό ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα της γαλλικής διανόησης, ο Εμανουέλ Τοντ. Θα είχε συμβεί ήδη, θα ζούσαμε κιόλας στον κόσμο του Χάξλευ και του ‘Οργουελ, θα μας διόριζαν πλέον ανοιχτά και όχι έμμεσα τους Πρωθυπουργούς, αν η ψυχή και η ανθρωπιά που έχασαν οι Ευρωπαίοι, δεν είχε...μεταναστεύσει στη Μέση Ανατολή. Η ανθρωπότητα χρωστάει πάρα πολλά στους Σουννίτες του Ιράκ και τους Σιϊτες του Λιβάνου – αυτοί έγιναν ολοκαύτωμα για να σταματήσουν, τουλάχιστον προσωρινά, την επελαύνουσα βαρβαρότητα, με τον ίδιο τρόπο που εμείς οι ‘Ελληνες σταματήσαμε κάποτε την αυτοκρατορία του Δαρείου και του Ξέρξη. Ορισμένοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν, ο Ζακ Σιράκ, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ επίσης έσωσαν, το 2003, την τιμή της Ευρώπης, αφήνοντας ζωντανή μια παρακαταθήκη, μια ελπίδα για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Υπάρχουν, είναι αλήθεια, Ευρωπαίοι που αντιστέκονται κάπου-κάπου. Αντιστάθηκαν το 2003 στην αμερικανική βαρβαρότητα. Στην Κύπρο αρνήθηκαν το 2004 να αποδεχθούν την κατάργηση του κράτους τους, εν ονόματι της ένταξης στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Οι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν το 2005 και το 2006 εναντίον της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αν και απογοητευμένοι, αποθαρυμμένοι, οι λαοί χρησιμοποιούν όποιες ευκαιρίες τους δίνονται για να κάνουν ένα ιδιόμορφο «αντάρτικο» στις κάθε λογής εξουσίες (μήπως δεν είναι παράδειγμα αυτής της τάσης τα όσα συνέβησαν με την εκλογή του αρχηγού της ΝΔ;). Τους έχουν προδώσει όμως οι διανοούμενοι και οι ελίτ, ακόμη και οι υποτιθέμενοι ριζοσπάστες πολιτικοί. Οι αντιστάσεις δυσκολεύονται να γίνουν τάσεις. Δεν παύουν όμως να συνιστούν τη μόνη ελπίδα ανάκαμψης μιας πολιτικής και δημοκρατικής Ευρώπης, μέλλοντος κάπως ισάξιου με το παρελθόν της. Η άλλη εναλλακτική που διαθέτουμε είναι η οριστική παρακμή της ηπείρου μας και του πολιτισμού μας, όπως συνέβη με τη «χρυσή παρακμή» του ελληνικού κόσμου της αρχαιότητας.
"Επίκαιρα", 27.11.2009
Παρατηρώντας την εκλογή Προέδρου και Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ διερωτάται κανείς σε ποιό σημείο της μετάβασης, όχι από τη Δημοκρατία στην Ολιγαρχία, αλλά από την Ολιγαρχία στην Αυτοκρατορία, βρίσκονται σήμερα οι «αστικές δημοκρατίες» της Ευρώπης και η «υπερδομή» τους, η ‘Ενωση. Υπάρχει σήμερα δημοκρατία και σε τι ακριβώς συνίσταται;
Σας φαίνεται ίσως υπερβολικό, «ακραίο» το ερώτημα; Μάλλον δεν θα έχετε υπόψιν σας τη δήλωση του Ζοζέ Μπαρόζο: «χρειαζόμαστε μια αυτοκρατορία». ‘Η το άλλο που είπε, σε μια συνέντευξη στη Figaro, προφανώς απευθυνόμενος στη γαλλική πολιτική τάξη, που διατηρεί από τον καιρό της Μεγάλης Επανάστασης, τη φιλοδοξία μιας «παγκόσμιας αποστολής»: «’Ολοι το ξέρουμε ότι οι επόμενες γενηές θα ζήσουν χειρότερα». Πιο εκπληκτικό από τις δηλώσεις του Μπαρόζο, είναι το γεγονός ότι δεν προκάλεσαν καμμιά αξιοσημείωτη αντίδραση.
Ορθώς τα ΜΜΕ χαρακτήρισαν τους νέους αξιωματούχους πολιτικές ασημαντότητες, συμπεραίνοντας ότι η Ευρώπη τελεί σε βαθιά κρίση. Μόνο που η Ευρώπη στην οποία αναφέρονται, η Ευρώπη που «προπαγανδίστηκε» στους λαούς της ως προνομιακή μορφή ανεξάρτητης, δημοκρατικής, κοινωνικής, υπερεθνικής ολοκλήρωσης, απλούστατα δεν υπάρχει! Γι’ αυτό και οι 27 Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί, όλο και πιο υπάλληλοι αφανών εξουσιών οι ίδιοι, δεν ένοιωσαν καμιά ανάγκη να διορίσουν πρόσωπα με κάποιο πολιτικό βάρος στις κορυφαίες θέσεις της ‘Ενωσης. Σε εθνικό επίπεδο, μας έχουν αφήσει ακόμα την «πολυτέλεια» να μπορούμε τουλάχιστο να διαλέξουμε ανάμεσα στον κ. Καραμανλή και τον κ. Παπανδρέου, την κ. Μπακογιάννη και τον κ. Σαμαρά. Σε ευρωπαϊκό δεν έχουμε ούτε καν αυτή τη «χαρά», μπορούν να μας περιφρονούν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Από τις Βρυξέλλες ή το Στρασβούργο έρχεται το 70-90% των αποφάσεων που μας αφορούν, η πραγματική όμως θεσμική δυνατότητα των Ευρωπαίων πολιτών να τις επηρεάσουν τείνει σταδιακά στο μηδέν. Στις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια έχει κυρίως απομείνει η αρμοδιότητα να τις εφαρμόσουν. Στα ΜΜΕ, στα χέρια μιας φούχτας εργοληπτών και εμπόρων όπλων, η αποστολή να τις «πουλήσουν» σε μια όλο και πιο αποβλακούμενη, φροντίδι τους, κοινή γνώμη.
Οι εξουσίες που φεύγουν από το εθνικό επίπεδο, εν ονόματι της υπερεθνικής ολοκλήρωσης, δεν επανεμφανίζονται σε καμμιά υπερεθνική δημοκρατία, αλλά σε ένα σύστημα που θυμίζει μοντέρνα εκδοχή φαραωνικής εξουσίας. Στο κέντρο της μια παντοδύναμη, αλλά μη εκλεγόμενη Επιτροπή, με κύρια «εσωτερική» λειτουργία της τη διαρκή «απελευθέρωση των αγορών», κύρια «εξωτερική» λειτουργία της την αέναη διεύρυνση της ‘Ενωσης. Μια παρωδία κοινοβουλίου που δεν διαθέτει τις βασικές εξουσίες των κλασικών κοινοβουλίων. Μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με καταστατική αποστολή την «καταπολέμηση του πληθωρισμού», δηλαδή την εγγύηση των κερδών του χρηματιστικού κεφαλαίου, της ηγεμονίας του επί των άλλων μερίδων του κεφαλαίου και των κοινωνιών και της «ελευθερίας των συναλλαγών». Μια ΕΚΤ «ανεξάρτητη» από τις κυβερνήσεις και τους λαούς, απόλυτα εξαρτημένη όμως από την ολιγαρχία του χρήματος. Μοιάζει σαν να διαγράψαμε, μέσα σε τρεις αιώνες, έναν ολόκληρο κύκλο, από την ορατή μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΔ’ στην αόρατη κάποιου Ρότσιλντ. Και, πίσω από όλα αυτά, ένα κέντρο στρατηγικών αποφάσεων, μάλλον εκτός παρά εντός Ευρώπης, το ισχυρό «γεωπολιτικό δίπολο» μιας συμμαχίας ΗΠΑ-Ισραήλ, που μοιάζει να έχει αντικαταστήσει την «γεωπολιτική τριάδα» της δεκαετίας του 1970 (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία). ‘Οχι τυχαία, οι συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας προνοούν ρητά τον σεβασμό των υποχρεώσεων προς το ΝΑΤΟ.
Ο μέσος Ευρωπαίος εργαζόμενος κυττάει με τρόμο τον κλοσάρ ή τον μετανάστη στον δρόμο του – φοβάται ότι βλέπει το μέλλον του. Μικροί και μεγάλοι αστοί μιας Ευρώπης σε βαθειά παρακμή, έχουν το χρήμα μόνη αξία, παρηγοριά και ναρκωτικό τους, αγκιστρώνονται πάνω του στους καιρούς της αβεβαιότητας, ενός πλανήτη επί του οποίου η Δύση δυσκολεύεται, όλο και πιο πολύ, να κυριαρχήσει. Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό που νομίζουν για σωτηρία κιαι δύναμή τους θα αποδειχθεί η καταστροφή τους. Το μόνο που κατάφεραν να βάλουν οι Γερμανοί στο κέντρο της επανενωμένης πρωτεύουσάς τους, δίπλα στο Ράιχσταγκ και την Πύλη του Βραδενβούργου, ήταν ένα ... εμπορικό κέντρο της Σόνι. Κανείς από όσους πήραν το λόγο στους πρόσφατους πανηγυρισμούς, δεν δοκίμασε καν να θέσει, όχι να απαντήσει το ερώτημα, αν ο κόσμος που γεννήθηκε το 1989 ήταν καλύτερος ή χειρότερος από αυτόν που αντικατέστησε.
Η χρεωκοπία του υπαρκτού, ή μάλλον ανύπαρκτου σοσιαλισμού, προηγήθηκε πολλές δεκαετίες της πτώσης του τείχους του Βερολίνου– αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το πόσο γρήγορα κατέρρευσαν οι ... ελπίδες από την κατάρρευση του Τείχους. Οι εφημερίδες μας απέφυγαν να κάνουν τον απολογισμό της «μετάβασης» γιατί, αν τον έκαναν, θα διαπίστωναν ότι το πρώην σοβιετικό μπλοκ, εφαρμόζοντας τα μοντέλα που του εξάγαμε, γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία του βιομηχανικού κόσμου, των δύο παγκοσμίων πολέμων περιλαμβανομένων, χωρίς άλλωστε να αποκτήσει κάποια άξια λόγου δημοκρατία! (Αν δηλαδή δεν «μετρήσουμε» τη «μετάβαση» σε όρους προπαγάνδας, αλλά σε όρους ΑΕΠ, επενδύσεων, επιστημονικής υποδομής, κοινωνικής υποδομής, διεθνούς βάρους, ηθικής κρίσης, δημογραφίας. Για κάθε έτος καπιταλιστικών «μεταρρυθμίσεων», οι άρρενες Ρώσοι έχασαν ένα έτος προσδώκιμου ζωής). Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι το δυτικό «λεωφορείο» είναι καλύτερο όσων εναλλακτικών προτάθηκαν. Μόνο που έχει περιορισμένο αριθμό θέσεων. Οι δυτικές επιτυχίες δεν οφείλονται μόνο σε αρτιότερη οργάνωση, οφείλονται και στη μεταφορά του παγκόσμιου πλεονάσματος στη Δύση επί πεντακόσια χρόνια. ‘Οπως παρατήρησε ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν, ένα νέο Τείχος, πιο μεγάλο και πιο αόρατο, αντικατέστησε το Τείχος του Βερολίνου: τοι Τείχος του Χρήματος. Κι όχι μόνο στην Ανατολή. Η εξαφάνιση του ιστορικού αντιπάλου του δυτικού καπιταλισμού επέτρεψε τους μεγάλους πολέμους της Μέσης Ανατολής και διευκόλυνε την χρηματιστική απορρύθμιση που οδήγησε στην κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού, τον Οκτώβριιο του 2008.
Το «τέλος της ουτοπίας» κινδυνεύει να αποβεί «τέλος του πολιτισμού». Μας το λένε, καλύτερα μας το φωνάζουν, τα Γκουαντάναμο, οι κάμερες, η παρακολούθηση των πάντων, με ένα τρόπο που κάνει τη Στάζι και την παληά CIA να μοιάζουν παιδική χαρά. Μας το λέει η διαφθορά των πολιτικών μας, των διανοουμένων μας, των πάσης φύσεως ελίτ. Μας προειδοποιεί για τον επελαύνοντα ολοκληρωτισμό ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα της γαλλικής διανόησης, ο Εμανουέλ Τοντ. Θα είχε συμβεί ήδη, θα ζούσαμε κιόλας στον κόσμο του Χάξλευ και του ‘Οργουελ, θα μας διόριζαν πλέον ανοιχτά και όχι έμμεσα τους Πρωθυπουργούς, αν η ψυχή και η ανθρωπιά που έχασαν οι Ευρωπαίοι, δεν είχε...μεταναστεύσει στη Μέση Ανατολή. Η ανθρωπότητα χρωστάει πάρα πολλά στους Σουννίτες του Ιράκ και τους Σιϊτες του Λιβάνου – αυτοί έγιναν ολοκαύτωμα για να σταματήσουν, τουλάχιστον προσωρινά, την επελαύνουσα βαρβαρότητα, με τον ίδιο τρόπο που εμείς οι ‘Ελληνες σταματήσαμε κάποτε την αυτοκρατορία του Δαρείου και του Ξέρξη. Ορισμένοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν, ο Ζακ Σιράκ, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ επίσης έσωσαν, το 2003, την τιμή της Ευρώπης, αφήνοντας ζωντανή μια παρακαταθήκη, μια ελπίδα για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Υπάρχουν, είναι αλήθεια, Ευρωπαίοι που αντιστέκονται κάπου-κάπου. Αντιστάθηκαν το 2003 στην αμερικανική βαρβαρότητα. Στην Κύπρο αρνήθηκαν το 2004 να αποδεχθούν την κατάργηση του κράτους τους, εν ονόματι της ένταξης στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Οι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν το 2005 και το 2006 εναντίον της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αν και απογοητευμένοι, αποθαρυμμένοι, οι λαοί χρησιμοποιούν όποιες ευκαιρίες τους δίνονται για να κάνουν ένα ιδιόμορφο «αντάρτικο» στις κάθε λογής εξουσίες (μήπως δεν είναι παράδειγμα αυτής της τάσης τα όσα συνέβησαν με την εκλογή του αρχηγού της ΝΔ;). Τους έχουν προδώσει όμως οι διανοούμενοι και οι ελίτ, ακόμη και οι υποτιθέμενοι ριζοσπάστες πολιτικοί. Οι αντιστάσεις δυσκολεύονται να γίνουν τάσεις. Δεν παύουν όμως να συνιστούν τη μόνη ελπίδα ανάκαμψης μιας πολιτικής και δημοκρατικής Ευρώπης, μέλλοντος κάπως ισάξιου με το παρελθόν της. Η άλλη εναλλακτική που διαθέτουμε είναι η οριστική παρακμή της ηπείρου μας και του πολιτισμού μας, όπως συνέβη με τη «χρυσή παρακμή» του ελληνικού κόσμου της αρχαιότητας.
"Επίκαιρα", 27.11.2009
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Οι εκδόσεις Παπαζήση και ο συγραφέας Κώστας Λάμπος έχουν την τιμή να σας προσκαλέσουν στην παρουσίαση του βιβλίου «Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση (Οικονομία του Φόβου και της Παρακμής)» την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009, στις 6 μ.μ. στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5). Το βιβλίο θα παρουσιάσουν ο πρώην Υπουργός Παρασκευάς Αυγερινός, ο Μανώλης Γλέζος, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών Στέργιος Μπαμπανάσης και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης. Συντονίζει ο δημοσιογράφος Χρήστος Χαλαζιάς.
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
H TOYΡΚΙΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΕ ΛΥΣΗ ΑΝΑΝ
Τα τρία ¨σενάρια" της 'Αγκυρας:
α) λύση Ανάν, β) πολιτική απενοχοποίηση, γ) διχοτόμηση
Το κυπριακό «καταλαμβάνει την ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει η τελευταία έκθεση του Τουρκικού Ιδρύματος SETA, από την ανάγνωση της οποίας τεκμαίρεται αβίαστα πόσο μείζον πρόβλημα είναι για την ‘Αγκυρα και πόσο η «εξάλειψή» του συγκαταλέγεται στις πρώτες προτεραιότητες και πολιτικο-διπλωματικές ανάγκες της ‘Αγκυρας.
Η έκθεση αναφέρεται στα «προβλήματα και τις δυνατότητες» του κυπριακού για την Τουρκία και εκπονήθηκε υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Ταρίκ Ογκουζλού, του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ. Το SETΑ (Ίδρυμα Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών) είναι κοντά στην κυβέρνηση ενώ πολλοί πιστεύουν ότι εμπνέεται από τις ιδέες του ισλαμιστή, εξ Αμερικής «δάσκαλου», Γκιουλέν.
Σύμφωνα με την έκθεση, «όσο συνεχίζεται το αδιέξοδο... θα κινδυνεύουν και οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας και η θεσμική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ». Αυξάνεται επίσης η δυτική δυσφορία για το μπλοκάρισμα της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ και την αδυναμία χρήσης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων σε Αφγανιστάν και Κόσοβο. Από την άλλη ο Ομπάμα χρειάζεται πολύ την ‘Αγκυρα για τη μεσανατολική πολιτική του, για να διαταράξει τις σχέσεις του συγκρουόμενος με τις τουρκικές επιδιώξεις στην Κύπρο
Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό που πιστεύουν πολλοί διπλωματικές αναλυτές: Λευκωσία και Αθήνα διαθέτουν τώρα αξιοσημείωτη ισχύ έναντι της ‘Αγκυρας. Θεσμικά, αφού από τη συγκατάθεσή τους εξαρτάται απολύτως η τουρκική ενταξιακή πορεία. Πολιτικά, αφού δεν είναι υπερασπίσιμη η «σουρεαλιστική» κατάσταση υποψήφιας χώρας που δεν αναγνωρίζει και κατέχει στρατιωτικά τμήμα εδάφους χώρας-μέλους της ΕΕ. Η αντικειμενική ισχύς όμως δεν προδικάζει τίποτα, αφού όλα εξαρτώνται από το αν και πως η ελληνική και κυπριακή διπλωματία θα χρησιμοποιήσουν (ή όχι) αυτή την ισχύ, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. ‘Ενα δίλημμα π.χ. μπροστά σε Αθήνα και Λευκωσία είναι αν θα δυσκολέψουν την ‘Αγκυρα τον Δεκέμβρη, συζητώντας για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ή θα προτιμήσουν να της δώσουν παράταση, διακινδυνεύοντας να τη δουν να πιέζει αφόρητα για λύση του κυπριακού στα δικά της μέτρα αμέσως μετά.
Κεντρική τουρκική επιδίωξη (και μόνη αποδεκτή λύση πλην της διοχτομήσεως), σύμφωνα με την έκθεση, παραμένει η υιοθέτηση από τους Κυπρίους του σχεδίου Ανάν ή μίας παραλλαγής του, αρκετά παρόμοιας «στο γράμμα και στο πνεύμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Στις τουρκικές αξιώσεις περιλαμβάνεται επίσης η διαιώνιση των τουρκικών δικαιωμάτων επέμβασης. Η έκθεση απαριθμεί παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιδίωξη αυτή, οι συντάκτες της όμως δεν είναι βέβαιοι για το αν τελικά οι Κύπριοι θα συγκατατεθούν σε μια τέτοια λύση. Σε κάθε περίπτωση όμως διαφαίνεται μέσα από τις γραμμές η επιδίωξη, ακόμη κι αν ένα νέο σχέδιο απορριφθεί σε δημοψήφισμα, να φτάσει τουλάχιστον μέχρις εκεί, ώστε ένα δεύτερο «όχι» των Ελληνοκυπρίων, και μάλιστα εναντίον σχεδίου που έχει προσυπογράψει ο ηγέτης τους να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως πολιτικό μέσο «ενοχοποίησης» της ελληνοκυπριακής και «αθώωσης» της τουρκικής πλευράς.
Αν αυτό συμβεί, ο Ερντογάν μπορεί να διεκδικήσει τη λύση του ζητήματος με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους (ΤΔΒΚ), σημειώνει η έκθεση, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη αυτοπεποίθηση και τις σχετικές, απειλητικές δηλώσεις Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Διερωτάται κανείς αν πρόκειται για ρεαλιστική επιδίωξη ή για έντεχνα διατυπωμένη απειλή προς τους Κυπρίους, να αποδεχθούν όσα «προσφέρονται» έναντι της απειλής διχοτόμησης. Δύσκολα βλέπει κανείς πως, υπό τις προβλέψιμες διεθνείς συνθήκες, και αν δεν κάνουν όλα τα λάθη του κόσμου Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εφαρμοσθεί σενάριο Κοσόβου στην Κύπρο, εις βάρος μάλιστα χώρας-μέλους της ΕΕ. Εντούτοις, η έκθεση αποκαλύπτει τη «διπλή» τουρκική στρατηγική: προώθηση λύσης Ανάν, εφόσον γίνεται, χρήση αλλοιώς των διαπραγματεύσεων και ενός πιθανού δημοψηφίσματος για διεθνή απομόνωση της Κύπρου, ελπίζοντας, στην καλύτερη και δύσκολα επιτεύξιμη περίπτωση να δημιουργήσει πολιτικές προϋποθέσεις αποδοχής της διχοτόμησης.
Τόσο από την έκθεση, όσο και από όσα ντοκουμέντα μας έρχονται από την Τουρκία, προκύπτει εδραία η εντύπωση ότι η ‘Αγκυρα, παρά τις διακηρύξεις για «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες», εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με όρους γεωπολιτικού ανταγωνισμού (κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει με Λευκωσία και Αθήνα). Η διαφορά με τους ισλαμιστές είναι ότι δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απότι στο παρελθόν στον πολιτικό παράγοντα. Η έκθεση σημειώνει εν προκειμένω τα σημαντικά διεθνή πολιτικά κέρδη της Τουρκίας μετά το κυπριακό δημοψήφισμα του 2004, κέρδη που οφείλονται στο ότι ούτε η Λευκωσία, ούτε η Αθήνα υπερασπίστηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διεθνώς. Ταυτόχρονα, οι δύο διπλωματίες έχουν «αποσύρει» εδώ και χρόνια τη διεθνή πολιτικο-διπλωματική «ατζέντα» κάθε σοβαρή αιτίαση για την εισβολή, εθνοκάιθαρση και κατοχή, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν και να επικρατούν οι τουρκικές θέσεις. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός τύπος π.χ. εξίσωνε, στις επετειακές αναφορές για το 1974 του περασμένου Ιουλίου, θύτες και θύματα.
Στηριζόμενο στην επιτυχή εμπειρία της εκμετάλλευσης του δημοιψηφίσματος, το SETA προτείνει στην κυβέρνηση να ασκήσει «προενεργό» πολιτική, για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά κέρδη της ‘Αγκυρας σε κάθε περίπτωση, δεν εξειδικεύει όμως τα μέτρα που εισηγείται (υποθέτει κανείς ότι η ‘Αγκυρα θα προβεί σε κινήσεις «καλής θέλησης», όπως π.χ. μια απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων ή μια συζήτηση για την Αμμόχωστο, υψηλού συμβολικού και ασήμαντου ουσιαστικού περιεχομένου). Προφανής επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε κατάσταση «loose-loose», είτε δηλ. να υποχρεωθούν να «εγκλωβισθούν» σε αποδοχή σχεδίου που δεν θέλουν, είτε να το απορρίψουν αθώνοντας την ‘Αγκυρα.
Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της συμφωνίας Χριστόφια-Ταλάτ για τη μορφή της λύσης, όπως αποτυπώνεται στο ανακοινωθέν της 23.5.2008: «ο συνεταιρισμός θα έχει μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μία διεθνή προσωπικότητα, όπως και ένα τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος και ένα ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος, ισότιμου (equal) καθεστώτος». Σημειώνει όμως ταυτόχρονα τις μεγάλες διαφορές που απομένουν. Οι Ελληνοκύπριοι «δεν μοιάζουν να παραιτήθηκαν από την επιδίωξη να δουν το νησί ενωμένο κάτω από ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με τους Τουρκοκύπριους σε ενισχυμένο καθεστώς μειονότητας» και «θέλουν η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία να εξακολουθήσει να υπάρχει ως κυρίαρχη οντότητα και μετά την ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων στη διοικητική δομή» (δηλαδή, σε απλούστερα ελληνικά, επιθυμούν να διατηρήσουν το κυπριακό κράτος!!!).
Εκεί που η έκθεση θέτει ίσως τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων είναι όταν υπογραμμίζει ότι «ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι Τουρκοκύπριοι με τη λέξη «λύση» διαφέρει ριζικά από την ερμηνεία που δίνουν οι Ελληνοκύπριοι. Η αντίληψη της κοινής γνώμης για τις λεπτομέρειες οποιασδήποτε τελικής συμφωνίας διεφέρουν σημαντικά μεταξύ των κοινοτήτων». Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνει όσους αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι διάφορες διαδικασίες «συμφιλίωσης-επαναπροσέγγισης», αλλά και οι ίδιες οι συνομιλίες δεν στηρίζονται σε πραγματικό ξεκαθάρισμα διαφορών, αλλά σε «εποικοδομητικές ασάφειες», βρετανικής μεν προέλευσης, αλλά που μετετράπησαν σε «δεύτερη φύση» πολλών Ελληνοκυπρίων, παγιδεύοντάς τους. Απαραίτητη προϋπόθεση βιώσιμης λύσης είναι η επίτευξη πραγματικού, ειλικρινούς συμβιβασμού, η άρση, όχι το «κουκούλωμα» των διαφορών, όπως το 1960. Διαφορετικά, οι δύο κοινότητες θα τσακώνονται από την επομένη της υπογραφής.
Πέραν της «προενεργού» πολιτικής, η τουρκική διπλωματία μπορεί επίσης, κατά την έκθεση του SETA, να στηριχθεί στους εξής παράγοντες για την επίτευξη των στόχων της
- Πίεση στην Αθήνα να πιέσει εκείνη τη Λευκωσία, ώστε να μη θέτει προσκόμματα στην τουρκική ενταξιακή πορεία
- Χρήση του αυξημένου ειδικού βάρους που αποκτά η Τουρκία ως «κόμβος υδρογονανθράκων» (κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοπερίεργη την ελληνική εμμονή για εισαγωγή αερίου μέσω Τουρκίας, ή την υποστήριξη αγωγών που περνάνε από το έδαφός της)
- Χρήση του ενδιαφέροντος αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών για λύση ώστε να γίνει εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο
Δημοσιεύτηκε στον ¨Κόσμο του Εοενδυτή", 21.11.2009
α) λύση Ανάν, β) πολιτική απενοχοποίηση, γ) διχοτόμηση
Το κυπριακό «καταλαμβάνει την ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει η τελευταία έκθεση του Τουρκικού Ιδρύματος SETA, από την ανάγνωση της οποίας τεκμαίρεται αβίαστα πόσο μείζον πρόβλημα είναι για την ‘Αγκυρα και πόσο η «εξάλειψή» του συγκαταλέγεται στις πρώτες προτεραιότητες και πολιτικο-διπλωματικές ανάγκες της ‘Αγκυρας.
Η έκθεση αναφέρεται στα «προβλήματα και τις δυνατότητες» του κυπριακού για την Τουρκία και εκπονήθηκε υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Ταρίκ Ογκουζλού, του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ. Το SETΑ (Ίδρυμα Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών) είναι κοντά στην κυβέρνηση ενώ πολλοί πιστεύουν ότι εμπνέεται από τις ιδέες του ισλαμιστή, εξ Αμερικής «δάσκαλου», Γκιουλέν.
Σύμφωνα με την έκθεση, «όσο συνεχίζεται το αδιέξοδο... θα κινδυνεύουν και οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας και η θεσμική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ». Αυξάνεται επίσης η δυτική δυσφορία για το μπλοκάρισμα της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ και την αδυναμία χρήσης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων σε Αφγανιστάν και Κόσοβο. Από την άλλη ο Ομπάμα χρειάζεται πολύ την ‘Αγκυρα για τη μεσανατολική πολιτική του, για να διαταράξει τις σχέσεις του συγκρουόμενος με τις τουρκικές επιδιώξεις στην Κύπρο
Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό που πιστεύουν πολλοί διπλωματικές αναλυτές: Λευκωσία και Αθήνα διαθέτουν τώρα αξιοσημείωτη ισχύ έναντι της ‘Αγκυρας. Θεσμικά, αφού από τη συγκατάθεσή τους εξαρτάται απολύτως η τουρκική ενταξιακή πορεία. Πολιτικά, αφού δεν είναι υπερασπίσιμη η «σουρεαλιστική» κατάσταση υποψήφιας χώρας που δεν αναγνωρίζει και κατέχει στρατιωτικά τμήμα εδάφους χώρας-μέλους της ΕΕ. Η αντικειμενική ισχύς όμως δεν προδικάζει τίποτα, αφού όλα εξαρτώνται από το αν και πως η ελληνική και κυπριακή διπλωματία θα χρησιμοποιήσουν (ή όχι) αυτή την ισχύ, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. ‘Ενα δίλημμα π.χ. μπροστά σε Αθήνα και Λευκωσία είναι αν θα δυσκολέψουν την ‘Αγκυρα τον Δεκέμβρη, συζητώντας για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ή θα προτιμήσουν να της δώσουν παράταση, διακινδυνεύοντας να τη δουν να πιέζει αφόρητα για λύση του κυπριακού στα δικά της μέτρα αμέσως μετά.
Κεντρική τουρκική επιδίωξη (και μόνη αποδεκτή λύση πλην της διοχτομήσεως), σύμφωνα με την έκθεση, παραμένει η υιοθέτηση από τους Κυπρίους του σχεδίου Ανάν ή μίας παραλλαγής του, αρκετά παρόμοιας «στο γράμμα και στο πνεύμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Στις τουρκικές αξιώσεις περιλαμβάνεται επίσης η διαιώνιση των τουρκικών δικαιωμάτων επέμβασης. Η έκθεση απαριθμεί παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιδίωξη αυτή, οι συντάκτες της όμως δεν είναι βέβαιοι για το αν τελικά οι Κύπριοι θα συγκατατεθούν σε μια τέτοια λύση. Σε κάθε περίπτωση όμως διαφαίνεται μέσα από τις γραμμές η επιδίωξη, ακόμη κι αν ένα νέο σχέδιο απορριφθεί σε δημοψήφισμα, να φτάσει τουλάχιστον μέχρις εκεί, ώστε ένα δεύτερο «όχι» των Ελληνοκυπρίων, και μάλιστα εναντίον σχεδίου που έχει προσυπογράψει ο ηγέτης τους να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως πολιτικό μέσο «ενοχοποίησης» της ελληνοκυπριακής και «αθώωσης» της τουρκικής πλευράς.
Αν αυτό συμβεί, ο Ερντογάν μπορεί να διεκδικήσει τη λύση του ζητήματος με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους (ΤΔΒΚ), σημειώνει η έκθεση, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη αυτοπεποίθηση και τις σχετικές, απειλητικές δηλώσεις Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Διερωτάται κανείς αν πρόκειται για ρεαλιστική επιδίωξη ή για έντεχνα διατυπωμένη απειλή προς τους Κυπρίους, να αποδεχθούν όσα «προσφέρονται» έναντι της απειλής διχοτόμησης. Δύσκολα βλέπει κανείς πως, υπό τις προβλέψιμες διεθνείς συνθήκες, και αν δεν κάνουν όλα τα λάθη του κόσμου Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εφαρμοσθεί σενάριο Κοσόβου στην Κύπρο, εις βάρος μάλιστα χώρας-μέλους της ΕΕ. Εντούτοις, η έκθεση αποκαλύπτει τη «διπλή» τουρκική στρατηγική: προώθηση λύσης Ανάν, εφόσον γίνεται, χρήση αλλοιώς των διαπραγματεύσεων και ενός πιθανού δημοψηφίσματος για διεθνή απομόνωση της Κύπρου, ελπίζοντας, στην καλύτερη και δύσκολα επιτεύξιμη περίπτωση να δημιουργήσει πολιτικές προϋποθέσεις αποδοχής της διχοτόμησης.
Τόσο από την έκθεση, όσο και από όσα ντοκουμέντα μας έρχονται από την Τουρκία, προκύπτει εδραία η εντύπωση ότι η ‘Αγκυρα, παρά τις διακηρύξεις για «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες», εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με όρους γεωπολιτικού ανταγωνισμού (κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει με Λευκωσία και Αθήνα). Η διαφορά με τους ισλαμιστές είναι ότι δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απότι στο παρελθόν στον πολιτικό παράγοντα. Η έκθεση σημειώνει εν προκειμένω τα σημαντικά διεθνή πολιτικά κέρδη της Τουρκίας μετά το κυπριακό δημοψήφισμα του 2004, κέρδη που οφείλονται στο ότι ούτε η Λευκωσία, ούτε η Αθήνα υπερασπίστηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διεθνώς. Ταυτόχρονα, οι δύο διπλωματίες έχουν «αποσύρει» εδώ και χρόνια τη διεθνή πολιτικο-διπλωματική «ατζέντα» κάθε σοβαρή αιτίαση για την εισβολή, εθνοκάιθαρση και κατοχή, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν και να επικρατούν οι τουρκικές θέσεις. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός τύπος π.χ. εξίσωνε, στις επετειακές αναφορές για το 1974 του περασμένου Ιουλίου, θύτες και θύματα.
Στηριζόμενο στην επιτυχή εμπειρία της εκμετάλλευσης του δημοιψηφίσματος, το SETA προτείνει στην κυβέρνηση να ασκήσει «προενεργό» πολιτική, για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά κέρδη της ‘Αγκυρας σε κάθε περίπτωση, δεν εξειδικεύει όμως τα μέτρα που εισηγείται (υποθέτει κανείς ότι η ‘Αγκυρα θα προβεί σε κινήσεις «καλής θέλησης», όπως π.χ. μια απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων ή μια συζήτηση για την Αμμόχωστο, υψηλού συμβολικού και ασήμαντου ουσιαστικού περιεχομένου). Προφανής επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε κατάσταση «loose-loose», είτε δηλ. να υποχρεωθούν να «εγκλωβισθούν» σε αποδοχή σχεδίου που δεν θέλουν, είτε να το απορρίψουν αθώνοντας την ‘Αγκυρα.
Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της συμφωνίας Χριστόφια-Ταλάτ για τη μορφή της λύσης, όπως αποτυπώνεται στο ανακοινωθέν της 23.5.2008: «ο συνεταιρισμός θα έχει μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μία διεθνή προσωπικότητα, όπως και ένα τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος και ένα ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος, ισότιμου (equal) καθεστώτος». Σημειώνει όμως ταυτόχρονα τις μεγάλες διαφορές που απομένουν. Οι Ελληνοκύπριοι «δεν μοιάζουν να παραιτήθηκαν από την επιδίωξη να δουν το νησί ενωμένο κάτω από ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με τους Τουρκοκύπριους σε ενισχυμένο καθεστώς μειονότητας» και «θέλουν η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία να εξακολουθήσει να υπάρχει ως κυρίαρχη οντότητα και μετά την ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων στη διοικητική δομή» (δηλαδή, σε απλούστερα ελληνικά, επιθυμούν να διατηρήσουν το κυπριακό κράτος!!!).
Εκεί που η έκθεση θέτει ίσως τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων είναι όταν υπογραμμίζει ότι «ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι Τουρκοκύπριοι με τη λέξη «λύση» διαφέρει ριζικά από την ερμηνεία που δίνουν οι Ελληνοκύπριοι. Η αντίληψη της κοινής γνώμης για τις λεπτομέρειες οποιασδήποτε τελικής συμφωνίας διεφέρουν σημαντικά μεταξύ των κοινοτήτων». Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνει όσους αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι διάφορες διαδικασίες «συμφιλίωσης-επαναπροσέγγισης», αλλά και οι ίδιες οι συνομιλίες δεν στηρίζονται σε πραγματικό ξεκαθάρισμα διαφορών, αλλά σε «εποικοδομητικές ασάφειες», βρετανικής μεν προέλευσης, αλλά που μετετράπησαν σε «δεύτερη φύση» πολλών Ελληνοκυπρίων, παγιδεύοντάς τους. Απαραίτητη προϋπόθεση βιώσιμης λύσης είναι η επίτευξη πραγματικού, ειλικρινούς συμβιβασμού, η άρση, όχι το «κουκούλωμα» των διαφορών, όπως το 1960. Διαφορετικά, οι δύο κοινότητες θα τσακώνονται από την επομένη της υπογραφής.
Πέραν της «προενεργού» πολιτικής, η τουρκική διπλωματία μπορεί επίσης, κατά την έκθεση του SETA, να στηριχθεί στους εξής παράγοντες για την επίτευξη των στόχων της
- Πίεση στην Αθήνα να πιέσει εκείνη τη Λευκωσία, ώστε να μη θέτει προσκόμματα στην τουρκική ενταξιακή πορεία
- Χρήση του αυξημένου ειδικού βάρους που αποκτά η Τουρκία ως «κόμβος υδρογονανθράκων» (κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοπερίεργη την ελληνική εμμονή για εισαγωγή αερίου μέσω Τουρκίας, ή την υποστήριξη αγωγών που περνάνε από το έδαφός της)
- Χρήση του ενδιαφέροντος αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών για λύση ώστε να γίνει εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο
Δημοσιεύτηκε στον ¨Κόσμο του Εοενδυτή", 21.11.2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)